Μια πιστή χριστιανή, πριν από μερικά χρόνια, δοκιμάστηκε
σκληρά από τα χτυπήματα της ανθρώπινης αδικίας και της εγκαταλείψεως.
Εξαιτίας μιας φρικτής συκοφαντίας ο σύζυγός της πήρε τα τέσσερα παιδιά τους και εξαφανίσθηκε. Έπεσε σε φοβερή κατάσταση. Για μέρες είχε να φάει. Κανένας δεν το γνώριζε, κανένας δεν χτύπησε τη πόρτα της κι όλοι της γύριζαν την πλάτη.
Όλοι πίστεψαν σ’ αυτά, που είχε τοιχοκολλήσει σ΄ όλο το δρόμο ο άνδρας της. Είχε γράψει με μεγάλα γράμματα: «Η γυναίκα μου είναι πόρνη»!
Και μερικοί, που θέλησαν να βοηθήσουν, βέβαια, ζήτησαν κι αυτοί ηθικά ανταλλάγματα. Την πίστη της όμως στον Θεό, τη προσευχή της με χειμάρρους δακρύων δεν τα εγκατέλειψε ποτέ. Είκοσι μέρες χωρίς τίποτα, μόνο με νερό. Είκοσι μέρες πείνας και εξαθλιώσεως.
Την εικοστή πρώτη ημέρα πήρε μια πέτρα, πήγε μπροστά στα εικονίσματα και είπε στο Χριστό.
-Κύριε, Σύ που αρνήθηκες στο διάβολο να κάνεις τις πέτρες ψωμιά, κάνε το αυτό αλεύρι για να ζήσω και απάλλαξέ με και «λύτρωσέ με από συκοφαντίας ανθρώπων».
Έκανε το σημείο του σταυρού, με τα τρία δάχτυλα και τη χτύπησε. Και –ώ του θαύματος!-άνοιξε μια τρύπα στην πέτρα και άρχισε να τρέχει αλεύρι! Σαράντα μέρες συνέχεια, από την τρύπα έτρεχε αλεύρι! Η πίστη της δυνάμωσε πιο πολύ, γιγαντώθηκε κυριολεκτικά. Πάλεψε δια της προσευχής και της πίστεως κι έγινε η αποκάλυψις της συκοφαντίας, έλαμψε η αλήθεια και ταπεινωμένοι οι πάντες έπεφταν στα πόδια της για να της ζητήσουν συγνώμη.
Σήμερα ζει με παιδιά και με εγγόνια στην επαρχία, ευτυχισμένη και τακτοποιημένη. Το πρόσωπό της λάμπει, από τότε, από χαρά και ειρήνη και από τη δύναμη που της χαρίζει η πίστις. Τη δε πέτρα την κρατά ως κειμήλιο και ως φυλαχτό στο εικονοστάσι της!
Εξαιτίας μιας φρικτής συκοφαντίας ο σύζυγός της πήρε τα τέσσερα παιδιά τους και εξαφανίσθηκε. Έπεσε σε φοβερή κατάσταση. Για μέρες είχε να φάει. Κανένας δεν το γνώριζε, κανένας δεν χτύπησε τη πόρτα της κι όλοι της γύριζαν την πλάτη.
Όλοι πίστεψαν σ’ αυτά, που είχε τοιχοκολλήσει σ΄ όλο το δρόμο ο άνδρας της. Είχε γράψει με μεγάλα γράμματα: «Η γυναίκα μου είναι πόρνη»!
Και μερικοί, που θέλησαν να βοηθήσουν, βέβαια, ζήτησαν κι αυτοί ηθικά ανταλλάγματα. Την πίστη της όμως στον Θεό, τη προσευχή της με χειμάρρους δακρύων δεν τα εγκατέλειψε ποτέ. Είκοσι μέρες χωρίς τίποτα, μόνο με νερό. Είκοσι μέρες πείνας και εξαθλιώσεως.
Την εικοστή πρώτη ημέρα πήρε μια πέτρα, πήγε μπροστά στα εικονίσματα και είπε στο Χριστό.
-Κύριε, Σύ που αρνήθηκες στο διάβολο να κάνεις τις πέτρες ψωμιά, κάνε το αυτό αλεύρι για να ζήσω και απάλλαξέ με και «λύτρωσέ με από συκοφαντίας ανθρώπων».
Έκανε το σημείο του σταυρού, με τα τρία δάχτυλα και τη χτύπησε. Και –ώ του θαύματος!-άνοιξε μια τρύπα στην πέτρα και άρχισε να τρέχει αλεύρι! Σαράντα μέρες συνέχεια, από την τρύπα έτρεχε αλεύρι! Η πίστη της δυνάμωσε πιο πολύ, γιγαντώθηκε κυριολεκτικά. Πάλεψε δια της προσευχής και της πίστεως κι έγινε η αποκάλυψις της συκοφαντίας, έλαμψε η αλήθεια και ταπεινωμένοι οι πάντες έπεφταν στα πόδια της για να της ζητήσουν συγνώμη.
Σήμερα ζει με παιδιά και με εγγόνια στην επαρχία, ευτυχισμένη και τακτοποιημένη. Το πρόσωπό της λάμπει, από τότε, από χαρά και ειρήνη και από τη δύναμη που της χαρίζει η πίστις. Τη δε πέτρα την κρατά ως κειμήλιο και ως φυλαχτό στο εικονοστάσι της!