Κάποιος νέος παραστράτησε, μα τόσο μετάνοιωσε, όταν η θεία
Χάρη τον επισκέφτηκε με το άκουσμα ενός μόνο κηρύγματος που άφησε τον
κόσμο κι έγινε μοναχός. Έκλαιγε κάθε μέρα με πολύ πόνο, αλλά με
τίποτα δεν μπορούσε να παρηγορηθεί. Μια νύχτα παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο
Ιησούς περιτριγυρισμένος από φως ουράνιο. Πήγε κοντά του με καλοσύνη...
- Τι έχεις άνθρωπε και κλαις με τόσο πόνο;τον ρώτησε με
γλυκεία φωνή ο Κύριος.
- Κλαίω Κύριε, γιατί έπεσα, είπε με απελπισία ο
αμαρτωλός.
- Ω, τότε σήκω.
- Δεν μπορώ μόνος Κύριε!
Άπλωσε τότε το θεϊκό του χέρι ο Βασιλιάς της
αγάπης και τον βοήθησε να σηκωθεί. Εκείνος, όμως, δε σταμάτησε να κλαίει...
- Τώρα γιατί κλαις;
- Πονώ, Χριστέ μου, γιατί σε λύπησα. Ξόδεψα τον πλούτο
των χαρισμάτων Σου, σε ασωτίες.
Έβαλε τότε το χέρι του με στοργή ο φιλάνθρωπος
Δεσπότης στο κεφάλι του πονεμένου αμαρτωλού και του είπε με
ιλαρότητα:
- Αφού για μένα πονάς τόσο πολύ, εγώ έπαυσα πια να
λυπάμαι για τα περασμένα.
Τότε ο νέος σήκωσε το βλέμμα του να τον ευχαριστήσει, μα
Εκείνος δεν ήταν πια εκεί...Στη θέση που πατούσε είχε σχηματιστεί ένας πελώριος
ολόφωτος Σταυρός.
Λυτρωμένος από το βάρος της αμαρτίας έπεσε και τον
προσκύνησε!
από το γεροντικό...