Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012


Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΑ ΣΤΕΦΑΝΟ

1Ζώμεν επί της γης και δεν βλέπομεν τον Θεόν, ουδέ δυνάμεθα να ίδωμεν Αυτόν. Αλλ’ εάν το Πνεύμα το Άγιον έλθη εις την ψυχήν, τότε θα ίδωμεν τον Θεόν, ως είδεν Αυτόν ο Πρωτομάρτυς Στέφανος.
Η ψυχή και ο νους Πνεύματι Αγίω αναγνωρίζουν αμέσως ότι Αυτός είναι ο Κύριος.
Ούτως ο Άγιος Συμεών ο Θεοδόχος Πνεύματι Αγίω ανεγνώρισεν εις το μικρόν βρέφος τον Κύριον, και ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής δια Πνεύματος Αγίου ωσαύτως εγνώρισε τον Κύριον και υπέδειξεν Αυτόν εις τον λαόν.  Άνευ δε Πνεύματος Αγίου ουδείς δύναται να γνωρίση τον Θεόν, και πόσον πολύ αγαπά ημάς. Έστω και αν αναγινώσκωμεν ότι ηγάπησεν ημάς και έπαθεν εξ αγάπης προς ημάς, όμως περί τούτου σκεπτόμεθα μόνον δια του νοός, αλλά δεν εννοούμεν δια της ψυχής, ως πρέπει, την αγάπην του Χριστού. Όταν όμως το Πνεύμα το Άγιον διδάξη ημάς, τότε εναργώς και αισθητώς γνωρίζομεν την αγάπην και γινόμεθα όμοιοι προς τον Κύριον…
Όστις φέρει εντός αυτού το Πνεύμα το Άγιον, έστω και ολίγον, ούτος θλίβεται δι’ όλον τον κόσμον ημέρας και νυκτός, και η καρδία αυτού σπλαγχνίζεται παν κτίσμα του Θεού, ιδιαιτέρως δε εκείνους τους ανθρώπους, οίτινες δεν γνωρίζουν τον Θεόν ή εναντιούνται προς Αυτόν, και ως εκ τούτου πορεύονται εις το πυρ των βασάνων. Υπέρ τούτων ούτος προσεύχεται ημέρας και νυκτός πλείον ή δι’ εαυτόν, όπως πάντες  και γνωρίσουν τον Κύριον.
Ο Κύριος προσηύχετο υπέρ των σταυρωτών Αυτού: «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τί ποιούσιν». Ο αρχιδιάκονος Στέφανος προσηύχετο δι’ εκείνους, οίτινες ελιθοβόλουν αυτόν έως θανάτου: «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Και ημείς, εάν θέλωμεν να διαφυλάξωμεν την χάριν, οφείλομεν να προσευχώμεθα υπέρ των εχθρών. Εάν δεν σπλαγχνίζησαι τον αμαρτωλόν, όστις θα βασανίζηται εις το πυρ, σημαίνει ότι εντός σου δεν ζη η χάρις του Αγίου Πνεύματος, αλλά πονηρόν πνεύμα, και εν όσω έτι ζης, αγωνίζου δια της μετανοίας να απαλλαγής απ’ αυτού.

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γέροντος Σωφρονίου, Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ, Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1999. 

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012


Η ΕΛΠΙΔΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Ἀδαμαντίου Αὐγουστίδη
Παραμονές Χριστουγέννων καί, ὅπως συμβαίνει ὅλο καί συχνότερα
τά τελευταῖα χρόνια, βλέπουν τό φῶς τῆς δημοσιότητας κείμενα πού
"καταγγέλουν"  ὅτι ἔχει χαθεῖ τό νόημα τῆς γιορτῆς καί ὅτι ὁ
ὑπερκαταναλωτισμός ἔχει ἐπιβάλει τό ὕφος καί τήν κυριαρχία του.
Ὅμως ἄν ἀπογυμνωθοῦν οἱ γιορτές αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ἀπό τό
φολκλορικό τους στοιχεῖο,  τά ρεβεγιόν,  τήν εὐκαιρία γιά
ὀλιγοήμερες διακοπές καί τίς ὑποχρεωτικές οἰκογενειακές
συγκεντρώσεις, "πού τίς ἐπιβάλουν οἱ μέρες", τί θά ἀπέμενε ἄραγε
γιά τούς πολλούς πού νά θυμίζει ὅτι εἶναι Χριστούγεννα;
Τό ἐρώτημά μας δέν ἀντιμάχεται τήν,  δικαιολογημένη ἄλλωστε,
δυσθυμία πού καλύπτεται πίσω ἀπό τή "γκρίνια". Θέλουμε ὅμως νά
προκαλέσουμε τή σκέψη,  καί γιατί ὄχι καί τήν ψυχή μας,  νά
ἀναγνωρίσει ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι πιά δεδομένα καί αὐτονόητα καί ἡ
μεμψιμοιρία δέν μπορεῖ νά τά διορθώσει.  Τό πολύ νά τονισθεῖ καί
γραπτῶς τό ἔλλειμμα νοήματος καί νά ἐπιδεινωθεῖ τό αἴσθημα τῆς
πνευματικῆς μιζέριας καί τῆς συναισθηματικῆς στέρησης πού
συγκαλύπτει ἡ τεχνητή λάμψη τῶν ἡμερῶν.
Εἶναι φανερό ὅτι ἡ καταναλωτική ἔξαρση δέν ἀποτελεῖ τή φυσική
ἐκδήλωση μιᾶς εὐτυχίας πού ζητᾶ ἐκτόνωση ἀλλά λειτουργεῖ σάν
διεγερτικό μιᾶς χαρᾶς πού δέν ἔχει λόγο καί νόημα ὥστε νά
ἐκδηλωθεῖ αὐθόρμητα.  Ἡ ὑπερφωταγωγημένη ἐρημία τῶν
ἀπρόσωπων πόλεων ἀγωνίζεται νά συσκοτίσει τή σχεδόν
ὑπομανιακή ὑποχρεωτική εὐθυμία.  Τίποτα ὅμως δέν μπορεῖ νά
κρύψει τήν κατάθλιψη πού φουντώνει τέτοιες μέρες,  τίς ἀπόπειρες
αὐτοκτονίας πού αὐξάνουν καί τά "κοριτσάκια μέ τά σπίρτα" πού
γίνονται ὁρατά ὅσο ποτέ ἄλλοτε. Στό πνευματικό ἐπίπεδο, ἄλλωστε,
πόσο μακριά βρισκόμαστε ἀπό αὐτά σχεδόν ὅλοι μας.Τό νά καταφύγει κανείς σέ μελαγχολικές διαπιστώσεις εἶναι εὔκολο·
καί τό ἑπόμενο βῆμα εἶναι συνήθως ἡ καταφυγή στό πρόσχημα καί
στήν ψευδαίσθηση τῶν ἀναμνήσεων τοῦ παλιοῦ καλοῦ καιροῦ,
μέχρι νά κυλίσουν οἱ μέρες καί νά ἐπιστρέψουμε στήν ψυχοφθόρα
ἀσφάλεια τῆς ρουτίνας μας.
Ἄς μήν καθηλωθοῦμε ὅμως στίς θλιβερές διαπιστώσεις,  ὅσο
ἀληθινές κι ἄν εἶναι αὐτές.  Ἐάν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τήν
καθυπόταξη τῆς σκέψης μας στήν ἀπογοήτευση πού γεννᾶ ἡ
παρατήρηση αὐτῶν τῶν φαινομένων καί προσεγγίσουμε τό
ψυχολογικό τους ὑπόβαθρο, μπορεῖ νά ὁδηγηθοῦμε σέ
ἐνδιαφέρουσες ἀνακαλύψεις.
Μέ ὅποιο τρόπο κι ἄν προσπαθεῖται νά καταπνιγεῖ ἡ κραυγή τῆς
ὑπαρξιακῆς μας ἀγωνίας, εἴτε στό θόρυβο τῶν ρεβεγιόν, εἴτε κάτω
ἀπό τό πέπλο τῆς φαντασμαγορίας καί τῆς τεχνητῆς εὐφορίας,  ἡ
μεταμφιεσμένη κατάθλιψη παραμένει ἡ ἀληθινή,  κυριαρχοῦσα
συναισθηματική κατάσταση.  Οἱ εἰδικοί γνωρίζουν καλά τήν
ἀμυντική βουλιμική διάθεση τοῦ καταθλιπτικοῦ ἀτόμου, πού
προσπαθεῖ νά συγκαλύψει μέ "στοματικές"  ἱκανοποιήσεις,  ὅπως ἡ
καταναλωτική μανία,  τό ἔλλειμμα πού βιώνει στό συναισθηματικό
ἐπίπεδο.  Τυπικό τό παράδειγμα τῆς συζύγου, πού προσπαθεῖ νά
ἀνακουφίσει τό καταθλιπτικό ἄγχος τῆς συναισθηματικῆς της
στέρησης, "σηκώνοντας" τά μαγαζιά. Ὁ ἴδιος μηχανισμός μᾶς ὠθεῖ
νά ἐκφραζόμαστε ψευδοευφορικά στήν προσπάθεια νά ἀποφύγουμε
τή συναίσθηση τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κενοῦ καί τῆς δυσθυμικῆς μας
διάθεσης.
Τί μᾶς κάνει λοιπόν ὁμοθυμαδόν μελαγχολικούς καί κατ'  ἀνάγκη
συμμέτοχους τῆς προκατασκευασμένης καί ψευδεπίπλαστης
ἱλαρότητας πού χαρακτηρίζει τό κλίμα αὐτῶν τῶν ἡμερῶν;  Ἄν τά
Χριστούγεννα ἦσαν ἐξ ὁρισμοῦ ἄνευ Χριστοῦ, μιά γιορτή τοῦ
χειμερινοῦ ἡλιοστασίου ὅπως ἦταν προχριστιανικά ἡ 25η
Δεκεμβρίου,  τότε ἴσως δέν θά εἶχαν νόημα οἱ σκέψεις καί οἱπροβληματισμοί. Θά μπορούσαμε νά ἐπαναπαυθοῦμε στή σιωπηλή
συμφωνία ὅτι κάποιες εὐκαιρίες διαφυγῆς ἀπό τή ρουτίνα εἶναι
χρήσιμες· ἑπομένως καί νά συμβιβαστοῦμε μέ τήν ὑποταγή στή
χρησιμοθηρία τοῦ γιορτασμοῦ.  Ὅσο δέ πιό ἐκκωφαντική ἡ
ἀνάπαυλα,  τόσο πιό μεγάλη ἡ συγκάλυψη τοῦ τραγικοῦ στοιχείου
τῆς καθημερινότητάς μας.
Ὅμως τό βαθύτερο αἴτημα τῆς λύτρωσής μας ἀπό τή φθορά,  τό
χρόνο καί τήν ἀναγκαιότητα δέν μπορεῖ νά ἀπαντηθεῖ μέ τήν
ὑποταγή σέ θεσμοθετημένες ἐπιμέρους ἀναγκαιότητες,  ἔστω
διασκεδαστικές ἀλλά τελικά πάντοτε φθοροποιές.  Πόση χαρά
μπορεῖ νά περιέχει ἕνα πανηγύρι στό ὁποῖο ὑποτίθεται ὅτι
γιορτάζεται ἡ γέννηση Ἐκείνου πού θά μποροῦσε νά μᾶς λυτρώσει
ἀπό τήν δουλεία τῆς πνευματικῆς μας ἀνελευθερίας καί τῆς
ὑπαρξιακῆς μας μιζέριας, ὅταν Τόν ἔχουμε ἤδη ἐξορίσει ἀπό τή ζωή
μας καί ἀπό τό νόημά της;  Ποιό γαμήλιο γλέντι δικαιολογεῖ τούς
πανηγυρισμούς καί τίς γιορταστικές ὑπερβολές ὅταν ἔχει ἐκδιωχθεῖ
ὁ "νυμφίος"; Τέτοιοι "γάμοι" μοιάζουν περισσότερο μέ κηδεῖες τῶν
ὁποίων ἡ λαμπρότητα ὀφείλεται κυρίως στίς ἐνοχές τῶν οἰκείων
παρά στήν ἀγάπη καί τή χριστοκεντρική ἐλπίδα.
Ἡ συγκαλυμμένη μελαγχολία τῶν ἡμερῶν μπορεῖ νά κρύβει τό
ἐνοχοποιημένο πένθος γιά τόν ἐξοστρακισμό τῆς ἐνσαρκωμένης μας
ἐλπίδας· τοῦ προαιώνιου Θεοῦ πού "παιδίον γέγονεν"  καί ἀναζητᾶ
ἐγκάρδιες φάτνες γιά νά τίς μετατρέψει,  φιλοξενούμενος ἐκεῖ,  σέ
οἴκους τοῦ Πατρός Του.
Παρόλο τόν ξεπεσμό της ὑπάρχει κάτι θετικό καί ἐλπιδοφόρο σ'
αὐτή τή συνεχῶς πιό ἐκκοσμικευμένη ἀτμόσφαιρα τῆς γιορτῆς. Ὅσο
πιό ψευδεπίπλαστα ἐπιμένουμε νά τή γιορτάζουμε, πνίγοντάς την
σέ φῶς ἀπό "νέον"  καί πλαστικά πλουμίδια,  τόσο πιό κούφια καί
ἄπελπις θά εἶναι ἡ γεύση πού θά ἀφήνει. Καί τόσο πιό πολύ ὁ λαός
"ὁ καθήμενος ἐν σκότει" θά ἀρχίσει νά ἀναζητᾶ τό Μέγα Φῶς πού
τό συλλογικό του ἀσυνείδητο θυμᾶται πώς γνώρισε κάποτε.  Ἴσωςλοιπόν τότε νά ξαναζητήσει τόν ἀστέρα πού ὁδηγεῖ στή φάτνη. Στήν
προσωπική καρδιακή φάτνη τοῦ καθενός πού θά κατανοήσει ὅτι ὅσο
ταπεινή καί βρώμικη κι ἄν εἶναι, ὁ Χριστός θά τήν καταδεχθεῖ, θά
τήν ἐνοικήσει καί θά τήν μετατρέψει σέ σῶμα τῆς Βασιλείας τοῦ
Θεοῦ.
Μέχρι τότε,  ὅσοι ἀπό μᾶς θέλουν νά βρίσκονται κοντύτερα στή
φάτνη παρά στά ἀνάκτορα τοῦ Ἡρώδη ἄς προσπαθήσουμε νά
ζήσουμε τή γιορτή καί τή ζωή μας μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε ἄν κάποιος
μᾶς ρωτήσει γιά τό ἀστέρι τῶν μάγων ἤ παρατηρήσει τή δική μας
πορεία νά βρεῖ τό σωστό δρόμο.  Τότε ἡ χαρά τῆς γιορτῆς θά
ξαναβρεῖ τό νόημα καί τήν αὐθεντικότητά της.  Τότε ἡ χαρά τῆς
γιορτῆς θά ξαναβρεῖ τό νόημα καί τήν αὐθεντικότητά της.  Τότε,
ἀντί τῆς παθητικῆς μας συμμετοχῆς σέ ψευδοπαρηγορητικά
τηλεοπτικά βαριετέ,  ἴσως σταθοῦμε ἱκανοί νά ἀπολαύσουμε τήν  
εὐφρόσυνη καί βιωματική μας συμμετοχή στόν χαρμόσυνο ὕμνο:

Πηγή:
Αφιέρωμα στα Χριστούγεννα από την Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος
http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?cat=afie

Για την Αγαθή Ημέρα

Ο Χριστός γεννήθηκε, παιδιά του Θεού! Ήρθε πάλι η Αγαθή Ημέρα. Ο λαός ονομάζει Αγαθή Ημέρα όλες τις γιορτές που γιορτάζει. Όμως τα Χριστούγεννα είναι η πρώτη χριστιανική Αγαθή Ημέρα, που με το φως της φώτισε τα παιδιά του Αδάμ και έβαλε τη χαρά στις ψυχές τους. Η πρώτη γλυκιά μέρα στις πολλές χιλιάδες πικρών ημερών του κόσμου που δεν γνώριζε το Θεό, του ειδωλολατρικού κόσμου.
Τα Χριστούγεννα είναι η Αγαθή Ημέρα λόγω του αγαθού Βασιλιά, που τούτη τη μέρα επισκέφθηκε τον κόσμο. Οι πόλεις σκαλίζουν στο ξύλο και στην πέτρα εκείνη τη μέρα, την οποία τους επισκέφθηκε ο κάποιος γήινος βασιλιάς. Εμείς ας σκαλίζουμε στις καρδιές μας την επίσκεψη του ουράνιου Βασιλιά. Το ξύλο θα σαπίσει, η πέτρα θα φθαρεί, ενώ εκείνο που είναι γραμμένο στην καρδιά θα ξεπεράσει το ναυάγιο του θανάτου και θα μπει στην αιωνιότητα. Οι άγιοι άνθρωποι έχουν τη συνήθεια όπως ανασαίνουν έτσι στην καρδιά να αναφέρουν το όνομα του Βασιλιά Χριστού. Όταν τα θηρία σπαράξανε τον άγιο Ιγνάτιο στο Κολοσσαίο, βρέθηκε η καρδιά του ολόκληρη, και στην καρδιά σαν σκαλισμένα δύο γράμματα Ι(ησούς) Χ(ριστός).
Τα Χριστούγεννα είναι Αγαθή Ημέρα λόγω της ζωής, που αγγέλθηκε μέσω του Ιησού Χριστού. “Καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη”, γράφει ο απόστολος Ιωάννης, “καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν” (Α΄ Ιωάν. 1,2). Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο, για να αποκαλυφθεί στους ανθρώπους και να τους προσκαλέσει στο αιώνιο συμπόσιο της ζωής. Και ο καθένας που δέχθηκε το κάλεσμα και πίστεψε στον Αναμάρτητο, άρχισε να αισθάνεται την πείνα όχι πια για τα ψίχουλα της ζωής αλλά για την πλήρη ζωή, για τη θεϊκή πληθώρα του τραπεζιού της ζωής. Όταν ο κακός βασανιστής πρότεινε στον άγιο μάρτυρα Ζηνόβιο, να διαλέξει ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο ο άγιος του απάντησε: “Η ζωή χωρίς τον Χριστό δεν είναι ζωή αλλά θάνατος, ενώ ο θάνατος ένεκεν Χριστού δεν είναι θάνατος αλλά ζωή”.
Τα Χριστούγεννα είναι Αγαθή Ημέρα και λόγω της αγάπης, που αναγγέλθηκε μέσω στου Βασιλιά Χριστού. “ἴδετε. ποταπὴν ἀγάπην δέδωκεν ἡμῖν ὁ πατὴρ ἵνα τέκνα θεοῦ κληθῶμεν” (Α΄Ιωάν. 3,1), γράφει ο αυτόπτης του Χριστού. Πριν από τον Χριστό το ανθρώπινο γένος δεν ήξερε για την αγάπη του Πατέρα προς τα παιδιά ούτε των παιδιών προς τον Πατέρα. Όμως με τη γέννηση στον κόσμο του Υιού του Θεού, του Μονογενή, άνοιξαν τα μάτια στους ανθρώπους για έναν άγνωστο Γονέα στους ουρανούς και για τη μέχρι τότε άγνωστη αγάπη, την ουράνια. Ζεσταμένη με τούτη την ουράνια αγάπη, πέταξε η αγία Αικατερίνη το γήινο αυτοκρατορικό στεφάνι, και δέχθηκε τον θάνατο επάνω στον τροχό! Και παρόμοια μ’ εκείνη πόσες ομάδες και στρατί και λαοί, κοινώνησαν με το πυρ εκείνης της ουράνιας αγάπης, βάδισαν στον θάνατο, πετώντας το σώμα από πάνω τους σαν άχρηστο υφασμάτινο κουρέλι! Τελικά τα Χριστούγεννα είναι η Αγαθή Ημέρα ακόμα και εξαιτίας της ειρήνης και της δύναμης, της σοφίας και της χάριτος και του, γεμάτου με πλούτη, ουρανού που μέσω τούτης της μέρας αγγέλθηκαν στον κόσμο με τη φανέρωση του Υιού του Θεού. Με τη φανέρωση του Βασιλιά και Διακόνου, του Άρχοντα και Μάρτυρα, του Φίλου και Κυνηγημένου, του Νεκρού και Αναστημένου.
Εύχομαι να σας ανοίξει ο Κύριος την πνευματική όραση, να δείτε όλα τα πλούτη που μας αναγγέλθηκαν και προσφέρθηκαν με τη γέννηση του Υιού του Θεού.

Απόσπασμα από το βιβλίο “Δεν φτάνει μόνο η πίστη…”
του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς 

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012


Μνήμη της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος Ευγενίας.(24 Δεκεμβρίου)

ag-Eygenia
Αυτή η Αγία Ευγενία γεννήθηκε από γένος ευγενικό, σαν ένα ευγενές κλωνάρι και μία δόξα του γένους της, καταγόμενη από την παλαιά Ρώμη, στα χρόνια του βασιλιά Κομμόδου, το έτος 270. Οι γονείς της ονομάζονταν Φίλιππος και Ευγενία. Οι οποίοι έλαβαν από τον τότε βασιλιά, ως τιμή και αξίωμα, το να πάνε στην Αλεξάνδρεια και να κατοικήσουν σε αυτήν μαζί με την θυγατέρα τους την Ευγενία. Αυτή λοιπόν η μακαρία έφυγε κρυφά από τους γονείς και όλους τους συγγενείς της. Και αφού πήρε δύο υπηρέτες, βγήκε την νύχτα έξω από το σπίτι των γονέων της. Και πηγαίνοντας σε έναν Επίσκοπο με ανδρικά ρούχα, έλαβε από εκείνον το Άγιο Βάπτισμα. Έπειτα, αφού έκειρε τις τρίχες της κεφαλής, ώνομάσθηκε Ευγένιος. Έτσι πήγε σε ένα Μοναστήρι κατά τα βαθειά χαράματα και εκεί ασκούσε η μακαρία κάθε αρετή με πόνους και μόχθους. Με ασκητικούς αγώνες και με στάσεις και με αγρυπνίες ολονύχτιες. Τί να πολυλογώ; Τόσο πολύ έλαμψε στις αρετές η Αγία αυτή, σαν άλλος μέγας φωστήρας ήλιος, ώστε με την παράκληση όλων των αδελφών του Μοναστηρίου, δέχθηκε την προστασία τους και την ηγουμενία, αφού πέθανε ο πρωτύτερος Ηγούμενος. Και μολονότι αυτή δεν το ήθελε αυτό στην αρχή, επειδή πιέσθηκε όμως και πτοήθηκε από τα λόγια και από τον πόθο των αδελφών, δέχτηκε αν και δεν ήθελε.
Με τέτοιον τρόπο ανέδειξε σε όλους τον Ευγένιο αυτόν μέγα και λαμπρό, όχι με απλά λόγια και ξερή φήμη, αλλά με πράξεις και έργα μεγάλα και θαυμαστά. Γι’ αυτό και αυτή μονάχα η όψη του προσέλκυε με παράδοξο τρόπο αυτούς που τον έβλεπαν, όπως ο μαγνήτης το σίδερο, προκειμένου να απολαύσουν τα καλά και τις αρετές του. Αλλά όμως μία μοναχή, που ονομαζόταν Μελανθία, η οποία ήταν μελανή και μαύρη στην ψυχή, όπως φανερώνει και το όνομά της, αυτή λέω, βλέποντας τον Ευγένιο, πως ήταν ωραίος φυσικά, κυριεύθηκε από έναν έντονο και σατανικό έρωτα από την όψη του. Έτσι βρίσκοντας μία πρόφαση, ότι είχε μία μακρά ασθένεια, τον παρακαλούσε να πάει να του την φανερώσει κρυφά και ιδιαιτέρως Γιατί έλεγε η μιαρή, ότι με άλλον τρόπο δεν ήταν δυνατό να ελευθερωθεί από εκείνη την ασθένεια.
Ο Ευγένιος με συντριβή και λύπη στην καρδιά πείσθηκε από απλότητα στα δόλια λόγια της Μελανθίας και συμφώνησε να πάει σ’ αυτήν, μη γνωρίζοντας τον κρυμμένο δόλο. Ο δε διαβολικός έρωτας της Μελαν­θίας, άναψε φλόγα στην καρδιά της προς τον Ευγένιο. Και καθώς αυτός είναι τυφλός, όπως τον ονομάζουν οι σοφοί, έτσι τύφλωσε και τα ψυχικά μάτια της Μελανθίας και της προξένησε μία φλόγα πορνικού πάθους. Επειδή όμως δεν πέτυχε τον διαβολικό σκοπό, που είχε, αλλά απομακρύνθηκε από τον Ευγένιο, γι’ αυτό από το κακό της μηχανεύθηκε αυτή την συκοφαντία λέγοντας, δηλαδή, ότι “ο Ηγούμενος του τάδε Μοναστηριού Ευγένιος, εξαπατώντας με τα λόγια του τις σώφρονες και καθαρές γυναίκες, ζήτησε να εξαπατήσει και εμένα ο πόρνος και ο τολμηρός, αλλά όμως δεν το πέτυχε”. Μόλις τα άκουσε αυτά ο πατέρας της Ευγενίας και έπαρχος, αμέσως θύμωσε. Έτσι έστειλε στο Μοναστήρι και έφεραν γρήγορα τον Ηγούμενο Ευγένιο και τους Μοναχούς του Μοναστηριού δεμένους, ως ψευδολάτρες και κακοποιούς. Και τους παρουσίασε στο δικαστήριο, για να απολογηθούν σχετικά με την υπόθεση αυτή. Όταν λοιπόν παρουσιάσθηκαν και τα δύο μέρη, άρχισε η συκοφάντρια Μελανθία να μιλά εναντίον του Ευγένιου να βρίζει, να περιγελά, να χλευάζει, να φωνάζει με θρασύτητα και να τον δείχνει με το δάχτυλο στους παρευρισκομένους ως εργάτη της αμαρτίας. Ομοίως και τους υποτασσόμενους σ’ αυτόν Μοναχούς, ονομάζοντάς τους φθορείς. Έλεγε δε και τα εξής η τολμηρή, για να τα ακούσουν όλοι· «Ακούστε όλοι εσείς οι παρευρισκόμενοι τα λόγια μου, τα οποία είναι αληθινά και βέβαια». Ω της ανοχής σου Δέσποτα, Κύριε, με την οποία υπέμεινες την συκοφάντρια, και δεν έσχισες την γη, για να την καταπιεί!
Μόλις τα άκουσε αυτά η Ευγενία, αμέσως έσχισε το φόρεμά της και έδειξε στους παρόντες θέαμα φρικτό και εξαίσιο. Και στην συνέχεια λέει με παρρησία στους παρευρισκομένους· «Έπρεπε εμείς οι Μοναχοί να υποφέρουμε ύβρεις και κοροϊδίες και ξυλοδαρμούς του σώματος και γι’ αυτά όλα να ευχαριστούμε. Όμως για να μην χλευάζεται το σεμνό και αγγελικό σχήμα των Μοναχών, ακούστε. Εγώ ως προς την φύση είμαι γυναίκα, θυγατέρα του φίλτατου πατέρα μου αυτού και δικαστή, μπροστά στον οποίο κρίνομαι σήμερα. Μητέρα μου είναι η σύζυγός του, ενώ αυτοί οι παριστάμενοι αδελφοί είναι δούλοι μου». Όταν άκουσαν αυτά τα λόγια της καλής Ευγενίας, έμειναν όλοι έκπληκτοι. Με ποιόν όμως τρόπο τιμώρησε η θεία δίκη την Μελανθία, μπορεί βέβαια να θαυμάσει, όποιος θελήσει να τον ακούσει. Παρακινούμενος λοιπόν από αυτή την αιτία ο πατέρας της Αγίας Ευγενίας άφησε αμέσως την δόξα του κόσμου μαζί και τον πλούτο και όλη την φαντασία της ζωής και αναγεννήθηκε μέσω του Αγίου Βαπτίσματος. Και ο πρώην λύκος γίνεται ποιμένας των Χριστιανών της πόλεως Έτσι, αφού έζησε καλώς την ζωή του, στα στερνά του τέλειωσε με μαρτύριο. Διότι, αφού καταπληγώθηκε από τους απίστους για την πίστη στον Χριστό, χαρούμενος ανέβηκε στις ουράνιες Μονές Η μητέρα της Οσίας αφήνοντας την γη της Αλεξάνδρειας επέστρεψε στην πατρίδα της την Ρώμη, μαζί με τις θυγατέρες της και εκεί πάλι κατοικεί συμφωνά με τον πόθο της. Επειδή όμως τότε βγήκε βασιλική διαταγή, ή να θυσιάζουν οι Χριστιανοί στα είδωλα ή να θανατώνονται κακώς εξαιτίας αυτού η Αγία αυτή Ευγενία, αφού έλαμψε σε όλους με τις αρετές της τέλος πάντων καταφλεγόμενη από τον πνευματικό έρωτα του Χριστού, έλαβε θάρρος και κήρυξε την ευσέβεια. Γι’ αυτό αφού την έδεσαν από μία πέτρα βαρύτατη, την έρριξαν στην θάλασσα. Επειδή όμως έμεινε αβλαβής, γι’ αυτό αποκεφαλίσθηκε και έτσι χαρούμενη έφυγε η μακάρια προς αυτόν που ποθούσε τον νυμφίο Χριστό. Για να συμβασιλεύει μαζί του αιώνια.
(Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου, «Συναξαριστής», τ. Β΄, εκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ι. Καλύβη “Άγιος Σπυρίδων Α”, Ν. Σκήτη – Άγιον Όρος, σ. 374-376) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Σαν να σε νιώθω έτσι που στέκεις σκεφτικός…

Πάντα στή σκιά τῶν γεγονότων. Πάντα σέ δεύτερο πλάνο. Πάντα νά διακονεῖς καί νά ὑπηρετεῖς τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου μέ ἀξίνα καί ἄροτρο τόν δικό σου πόνο, τήν ἀφόρητη ζάλη τῶν ἀντικρουόμενων λογισμῶν σου καί τήν ἀναντίλεκτη ὑπακοή στά κελεύσματα τοῦ οὐρανοῦ. Πρόσωπο σιωπηλό, διδάσκεις αἰῶνες τώρα, μέσα ἀπ’ τή σιωπή σου ὅλους ὅσους θελήσουν νά τήν ἑρμηνεύσουν καί νά τήν ἐπεξηγήσουν.
Δέν ξέρω γιατί, ἀλλά μικρός ποτέ δέν ἑστίαζα στήν παρουσία σου καί τή συμβολή σου. Ἄλλα πρόσωπα καί πράγματα τραβοῦσαν τήν προσοχή μου καί ἀνέβαζαν τόν ἐνθουσιασμό μου. Ἡ Παναγία! Τό σπήλαιο! Ἡ φάτνη! Συγχώρα με, ἀλλά κάποτε πιό πολύ μέ ἐντυπωσίαζαν τά ἄλογα ζῶα ἀπό τή δική σου παρουσία. Αὐτά σέ πρῶτο πλάνο, δίπλα στό νεογέννητο Χριστό, νά Τόν θερμαίνουν μέ τό χνῶτο τους. Κι ἐσύ ἀπόμερος. Σκυφτός. Συλλογισμένος.
Κι ὅμως, καθώς τά χρόνια περνοῦσαν, ξέκλεβα πιό πολύ τή ματιά μου, ὅταν θωροῦσα τήν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, ἀπό τή φάτνη καί σέ κοιτοῦσα πότε-πότε. Στήν ἀρχή μέ περίεργες σκέψεις. Κατόπιν μέ αἴσθημα κατανόησης καί πιό μετά μέ σκιρτήματα θαυμασμοῦ καί ἀναγνώρισης. Ἴσως γιατί κάποτε σάν οἱ ζωές μας νά συμπορεύθηκαν.
Ἴσως γιατί, ἀρκετά συχνά τελευταῖα, νιώθω τό λογικό μου νά σαλεύεται ἀπό ἀναπάντητα καί βασανιστικά ἐρωτήματα σάν τά δικά σου. Σίγουρα γιατί μέσα ἀπ’ ὅλα αὐτά θαύμασα τή στάση σου καί ἀναγνώρισα τήν ὑπάκουη σιωπή σου. Αὐτό τό ἄφημά σου στά κελεύσματα τοῦ οὐρανοῦ. Καί τί παράξενο, ἀλήθεια, καί ὀδυνηρό καί ταλαίπωρο! Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔτσι νά θέλει τή συμμετοχή κάποιων ἀνθρώπων στά πιό μεγάλα καί σωτηριώδη μυστήρια. Μέ ἀβάσταχτη ζάλη λογισμῶν ἀμφιβολίας. Μέ ἔμπονη σιωπή. Καί μέ ἄμεση ὑπάκουη ἀνταπόκριση σ’ αὐτό πού ὁ νοῦς δέν τό χωρᾶ καί ἡ ἀνθρώπινη δύναμη δέν τό σηκώνει. Ἴδιος ὁ κλῆρος. Κοινή ἡ πορεία. Παρόμοιος ὁ πειρασμός. Ὁ δικός σου; Πῶς μπορεῖ αὐτή ἡ ἁγία καί ἀνεπίληπτη κόρη νά κυοφορεῖ; Πῶς, ἐνῶ φαίνεται ἁγία καί ἀκατηγόρητη, φέρει στά σπλάχνα της ἔμβρυο; Καί ὁ δικός μας: Πῶς, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πού ἔχει κεφαλή της τόν ἴδιο τόν Χριστό φαίνεται παραπεταμένη, ἀνεπίκαιρη, «ἀδύναμη» νά δράσει, νά καθοδηγήσει καί νά φωτίσει τά ἀνθρώπινα ἀδιέξοδα; Ποῦ εἶναι ὁ δραστικός καί πειστικός της λόγος, ὁ ἡγετικός της ρόλος, ἡ σωτηριώδης παρέμβασή της στήν ἀποσύνθεση τῆς κοινωνίας;
Νιώθω καί ἄλλη πτυχή τῆς δικῆς σου ἀπορίας. Πῶς ἐνῶ ὁ Θεός διά τοῦ ἀγγέλου διαβεβαιώνει ὅτι «ἐκ Πνεύματός ἐστιν ἁγίου» τό κυοφορούμενο καί ὅτι Αὐτό «θά σώσει τόν Λαόν αὐτοῦ», δέν βρίσκεται ἕνα κατάλυμα, ἕνας τόπος στοιχειώδους ἀξιοπρέπειας γι’ Αὐτόν καί τήν Παναγία; Πῶς νά τό χωρέσει τό μυαλό σου. Ὑπάρχει σχέδιο σωτηρίας ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας καί δέν ἔχει προβλεφθεῖ ἕνας τόπος διαμονῆς; Ὑπάρχει δυνατότητα σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους καί δέν ὑπάρχει ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ νά συμπονέσει μιά ἑτοιμόγεννη καί νά διακονήσει τό φοβερό μυστήριο;
Σέ νιώθω, γιατί παρόμοια ἀπορῶ κι ἐγώ. Πῶς εἶναι δυνατόν νά βαδίζει κανείς τήν ὁδό τοῦ Κυρίου καί ταυτόχρονα νά αἰσθάνεται ὅτι ὅλες οἱ συνθῆκες τόν ἀντιστρατεύονται; Τά πάντα νά ἐναντιώνονται στήν πορεία του καί τελικά νά ὑποφέρει; Στέκεις σιωπηλός καί σκεπτικός κι ἀπορημένος. Μά πῶς εἶναι δυνατόν ν’ ἀνοίγει ὁ οὐρανός, νά προσκαλοῦν οἱ ἄγγελοι τούς ποιμένες νά προσκυνήσουν, κι ὅμως κανένας ἄλλος νά μήν ἀντιλαμβάνεται τή θεία Γέννηση; Ἴδια καί σήμερα. Ἀνοίγει ὁ οὐρανός! Ποτέ του δέν ἔκλεισε! Κι ὅμως οἱ περισσότεροι δέν μαθαίνουν γιά τά θαυμαστά σημεῖα. Δέν πληροφοροῦνται τίς θεῖες ἐμπειρίες κάποιων ἀνθρώπων. Καί πάλι διώκουν καί βλασφημοῦν καί εἰρωνεύονται.
Κοιτᾶς ἀπορημένος τό μυστήριο. Στέκεις παράμερα, μήπως καί ἡ ἀπόσταση σέ βοηθήσει. Κι ὅμως τά γιατί σέ σφυροκοποῦν ἀνελέητα. Γιατί ἡ ξενιτεία; Γιατί ὁ διωγμός; Γιατί φυγάς ἀπό τόν ἴδιο μου τόν τόπο; Ἴδια μέ τά δικά μου. Γιατί ὁ κόσμος δέ μέ καταλαβαίνει; Γιατί ἀνάπαυση νά βρίσκω μονάχα ὅταν, ἔστω τροπικά, ἀπομακρύνομαι; Γιατί καί πάλι ὁ διωγμός καί τό μῖσος στήν ἁγιότητα; Γιατί;
Δέν ξέρω πόσο καιρό, ἅγιε Ἰωσήφ, παιδεύτηκες μέ τούς λογισμούς σου καί τ’ ἀναπάντητα γιατί. Δέν ξέρω ἄν σ’ ὁλάκερη τή ζωή σου βρῆκες τελικά ἀπάντηση. Ξέρω μονάχα ὅτι τελικά δέν σέ λύγισαν οἱ ἀπορίες καί τά βασανιστικά γιατί. Ξέρω ὅτι δέν προέταξες τή λογική, παρά τήν πίστη καί τήν ὑπακοή. Καί πιό πολύ γνωρίζω ὅτι σήμερα, πού παρόμοια ἐρωτήματα καί ἀπορίες βασανίζουν ἐμένα, ἐσύ ξέρεις.
Ἐσύ πλέον τά ξέρεις ὅλα. Κι ἐπειδή θαυμάζω καί ἀναγνωρίζω τή στάση σου στόν μεγάλο πειρασμό σου, γι’ αὐτό καί θαρρεύω νά σέ παρακαλέσω:
Πρέσβευε, ἅγιε, καί σκέπαζε ὅλους αὐτούς πού ἀποροῦν καί ὑποφέρουν, ὅλους αὐτούς πού σκαλώνει τό λογικό τους στά βλεπόμενα, ὅλους αὐτούς πού τούς ἔχει ζητηθεῖ νά ἐργασθοῦν πράγματα μεγάλα καί αἰσθάνονται τούς ὤμους τους πολύ μικρούς.
ΑΤΤΙΚΟΣ
Απόσπασμα από το Περιοδικό “Η Δράση μας”, 
Τεύχος Δεκεμβρίου 2012

Θα πάμε στη Βηθλεέμ και θα πάρουμε

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ : Θα πάμε στη Βηθλεέμ και θα πάρουμε   
«Τα Χριστούγεννα είναι εορτή θαυμαστή και δια το μεγαλείον της και δια το μυστήριόν της και δια το νόημά της» (πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς). Σε μια βαθύτερη αλλά και πλατύτερη έκταση κι έννοια, θα λέγαμε πως με τα Χριστούγεννα έχουμε φανέρωση του μυστηρίου του ανθρώπου’ αλλά και όλης της κτίσεως: Του ουρανού και της γης.
Σύμφωνα με την πολύ ανθρώπινη λογική μας σκέψη, ο Υιός και Λόγος του Θεού γεννάται στη Βηθλεέμ τον ταπεινό τόπο. Μέσα στο υγρό και ακάθαρτο σπήλαιο, το ταπεινότερο σημείο της Βηθλεέμ, «ανακλίνεται» ο Θεός στη φάτνη των ζώων, την ταπεινότερη γωνιά του σπηλαίου, ως σημείο αναφοράς της ύψιστης θεϊκής εκούσιας πτωχείας και ταπείνωσης.
Χριστούγεννα είναι ο ερχομός του Λυτρωτή, και η ολόψυχη αποδοχή Του απο εμάς, που αυτό πρακτικά συνεπάγεται πως «δεν τρεμοσβήνουμε άφωνοι , ούτε παγώνουμε αντικρύζοντας τον θάνατο και όλο το χάος της ζωής».
Με τα Χριστούγεννα μπήκε δυναμικά και αμετάκλητα το θεϊκό πρόγραμμα της σωτηρίας μας. Όποιος πιστεύει, παραδέχεται και ομολογεί τον Χριστό προσωπικό σωτήρα και λυτρωτή. Δεν έχει περιθώρια να περιμένει. Αλλά μόνο θεϊκά ελπίζει και παρηγοριέται, επειδή βρήκε το φως αληθινής θεογνωσίας, το δρόμο που οδηγεί προς τη θέωση.
Ο Λυτρωτής Σωτήρας, μας έδωσε το μέτρο της αξίας μας, μετοχή στη ζωή, στη χάρη ενώ σε κάθε αντίθετη περίπτωση ο υπερόπτης, ο ανυπότακτος, δημιουργεί πυρετό ανταρσίας με αποτέλεσμα να μην ακούει τη φωνή της θείας συγκατάβασης. Στην προέκταση αυτής της σκέψης υπολογίστε τις πολιτισμένες κοινωνίες που τις χαρακτηρίζει η αφθονία και η άνεση, ίσως κι ένας χριστιανισμός γήινος και αβαθύς που δεν τολμά τις μεγάλες θυσίες, που δεν τρέφει μεγάλες ελπίδες, δεν έχει οράματα και προοπτικές. Κοντά σε αυτά ο φόβος μόνιμος σύντροφος-τύρρανος πήρε την θέση της αγάπης και έκλεισε κάθε προσπέλαση προς τον Θεό και την αγάπη Του
Θα πάμε στη Βηθλεέμ και θα πάρουμε.
Όταν με δέος και απλότητα αντικρύζεις το θείο Βρέφος έχεις την απόλυτη σιγουριά μέσα σου πως δε χάθηκε η ελπίδα, εξορίζεται η απόγνωση και κάθε μορφής θλίψη, δεν έχεις τσαλακωμένο πρόσωπο και στη συνέχεια θα πάρεις τα δώρα σου : Αγαπάς, ειρηνεύεις, ευφραίνεσαι και αβίαστα συμφιλιώνεσαι και με τον πιο «δύσκολο» συνάνθρωπό σου.
Σ’ αυτό το φαινομενικά αδύναμο Βρέφος της Παρθένου καταθέτουν οι σοφοί τη σοφία τους. Οι ευγενείς τα στέμματά τους. Οι ισχυροί τα σκήπτρα. Οι πονεμένοι τα δάκρυα. Οι άγιοι τα κρίνα τους. Και οι αμαρτωλοί τα πονεμένα στήθια τους, για να φύγουν λυτρωμένοι και ξαλαφρωμένοι.
Χριστούγεννα: Θα πάμε στη Βηθλεέμ και θα πάρουμε
Με σιγουριά, ασφάλεια και βεβαιότητα τα θεία Του δώρα. Γιατί ζει στη γη, ζει στις Άγιες Τράπεζες των ναών μας, απ’ όπου προσφέρεται στους πιστούς κάθε Κυριακή, γιορτή και καθημερινή. Επειδή ζητά τόπο να αναπαυθεί, καθαρή ψυχή να γεννηθεί, και να φωτίσει έτσι τη ζωή μας νοηματίζοντάς της για μια πορεία με επίγνωση και για να γίνει προσωπικός μας Λυτρωτής και Σωτήρας.
Θα πάμε στη Βηθλεέμ να προσκυνήσουμε το αβυθομέτρητο μυστήριο της αγάπης Του. Θα πάρουμε όμως -όχι σα μια έξαρση επίκαιρης των ημερών μας ελεημοσύνη- την απόφαση για μια θυσιαστική διακονία αφειδώλευτη υλική στους «αδελφούς του Χριστού» γνωστούς και αγνώστους. Γιατί στο πρόσωπο τους «2.000 χρόνια γυρίζει στους δρόμους του κόσμου, κοιμάται στα παγκάκια, στις στοές των πολυκατοικιών, πάνω στο χώμα των πάρκων, πάντα άστεγος, πάντα νηστικός, πάντα γυμνός, ταλαιπωρημένος, αγνοημένος, περιφρονημένος».
Θα πάμε στη Βηθλεέμ όχι σαν επίκαιροι τουρίστες-προσκυνητές πνιγμένοι στους θορύβους, χαμένοι στους οικονομικούς ισολογισμούς, αφηρημένοι στους πολύχρωμους διακόσμους, αλλά αποφασισμένοι για μια ζωή στολισμένοι με τις αρετές της ταπείνωσης, της αγάπης, της συμφιλίωσης και της ειρήνης.
Θα πάμε εκεί και θα πάρουμε την απόφαση, ιδιαίτερα φέτος, το Χριστουγεννιάτικο οικογενειακό μας τραπέζι να έχει «λιτή αφθονία». Για να χτυπήσουμε και να σώσουμε την κρίση των αδελφών του Χριστού.
Φέτος τα Χριστούγεννα ΚΑΝΕΝΑΣ να μην πεινάσει. Όλοι να χορτάσουν από τη δική μας «οικονομία» φάρμακα, ρούχα και φαγητό. Την αλήθεια να πούμε, πως πολιτισμός τεχνικός χωρίς πολιτισμό ψυχής είναι βία, καταπίεση και έγκλημα.
Φέτος τα Χριστούγεννα να πάμε στη Βηθλεέμ να ψάλουμε τα Κάλαντα, να διακονήσουμε τους αδελφούς μας, και να πάρουμε ως αντίδωρο την Θεϊκή Του Ειρήνη στις ταραγμένες ψυχές μας.
Καλά Χριστούγεννα
Παύλος Σαββίδης, Θεολόγος Καθηγητής

Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ ΝΑ ΓΙΟΡΤΑΣΕΙ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ;


1Του Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης κ. Διονυσίου 

Εδώ πρέπει να καθορίσουμε την έννοια της εορτής και μάλιστα της εκκλησιαστικής εορτής. Διότι εις τον καιρόν μας οι άνθρωποι, δεδουλωμένοι εις την εξωτερική δραστηριότητα,καταπνίγουν την εσωτερικήν ανάγκην της εορτής. Αλλά και όταν θέλουν να εορτάσουν, ζητούν την εορτήν έξω και χωριστά από την Εκκλησίαν.

Η εορτή είναι εσωτερική ανάγκη εις την ζωήν των ανθρώπωνκαι, όπως λέγει ένας σύγχρονος παιδαγωγός, όταν οι άνθρωποι δεν θα αισθάνονται πλέον την ανάγκην της εορτής, τότε θα έχουν ψυχικώς αποθάνει. Αλλά και του θρησκεύοντος και εορτάζοντος  λαού αποτελεί γνώρισμα εν πολλοίς, όχι η μυσταγωγία, αλλ’ απλώς η θεωρία. Οι πολλοί παρίστανται θεωροί των θείων γεγονότων, της Γεννήσεως και των άλλων κοσμοσωτηρίων ενεργειών του Θεού. Παραμένουν έξω από τα γεγονότα αυτά και θεωρούν μακρόθεν τα γενόμενα, όχι διότι χρονικώς τα γεγονότα απέχουν πολύ, αλλά διότι αι καρδίαι είναι μακράν των γεγονότων. Διότι απόστασις χρόνου δεν πράγματι δεν υπάρχει, αφού τα γεγονότα της πίστεως είναι πάντοτε ενώπιον μας μέσα εις την αιώνίαν παρουσίαν της Εκκλησίας.
Υπάρχει όμως ψυχρότης αγάπης και άμβλυσις των εσωτερικών αισθητηρίων της πίστεως.  Έτσι δημιουργείται η απόστασις και δια τούτο μόνον ως θεωροί παριστάμεθα και εορτάζομεν τα γεγονότα της θείας οικονομίας. Τα γεγονότα αυτά δεν είναι κοιναί της ευσεβείας πράξεις, αλλ’ είναι ενέργειαι της δυνάμεως και σοφίας του Θεού εντός της ιστορίας, αι οποίαι πληρούν πάντα τόπον και χρόνον, όχι μόνον μετά, αλλά και πριν από αυτάς, μέσα εις την αιωνίαν ύπαρξην και βουλήν του Θεού.
Οι αμύητοι και οι ατέλεστοι μεταφράζουν την εορτήν εις διασκέδασιν, αλλά η διασκέδασις,  όπως  το λέγει και η λέξις, είναι σκόρπισμα της πνευματικής ουσίας του ανθρώπου, ενώ η εκκλησιαστική εορτή είναι ευκαιρία πνευματικής περισυλλογής. Νομίζω λοιπόν ότι δια τον επάξιον εορτασμόν της θείας Γεννήσεως δεν υπάρχει η προετοιμασία εκείνη, την οποίαν προϋποθέτει ο ύμνος της Εκκλησίας : «Επάραντες τον νούν, επί την Βηθλεέμ αναχθώμεν  τη διανοία και κατίδωμεν το εν σπηλαίω μέγα μυστήριον». 

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012


Οι πειρασμοί στις γιορτές

Γέροντας Παΐσιος
- Γέροντα, γιατί στις γιορτές συνήθως συμβαίνει κάποιος πειρασμός;
- Δεν ξέρεις; Στις γιορτές ο Χριστός, η Παναγία, οι Άγιοι έχουν χαρά και κερνούν, δίνουν ευλογίες, δώρα πνευματικά στους ανθρώπους. Εδώ οι γονείς κερνούν, όταν γιορτάζουν
τα παιδιά, η οι βασιλείς χαρίζουν ποινές, όταν γεννιέται κανένα βασιλόπουλο, οι Άγιοι γιατί να μην κεράσουν;
Μάλιστα η χαρά που δίνουν κρατάει πολύ και βοηθιούνται πολύ οι ψυχές. Γι’ αυτό ο διάβολος, επειδή το ξέρει αυτό, δημιουργεί πειρασμούς, για να στερηθούν οι άνθρωποι τα θεία δώρα και να μη
χαρούν ούτε να ωφεληθούν από την γιορτή. Και βλέπεις, μερικές φορές στην οικογένεια, όταν σε μια γιορτή ετοιμάζονται όλοι να κοινωνήσουν, τους βάζη ο πειρασμός να μαλώσουν, και όχι μόνο δεν
κοινωνούν, αλλά ούτε στην εκκλησία πηγαίνουν.

Τα φέρνει έτσι τα πράγματα το ταγκαλάκι, ώστε να στερηθούν όλη την θεία βοήθεια.

Αυτό παρατηρείται και στην δική μας, την καλογερική ζωή. Πολλές φορές το ταγκαλάκι, επειδή γνωρίζει εκ πείρας ότι θα βοηθηθούμε πνευματικά σε κάποια γιορτή, εκείνη την ημέρα, ή μάλλον από την
παραμονή, δημιουργεί έναν πειρασμό- σαν πειρασμός που είναι- και μας χαλάει όλη την διάθεση.

Μπορεί λ.χ. να μας βάλη να φιλονικήσουμε με ένα αδελφό, και ύστερα μας θλίβει, μας τσακίζει ψυχικά και σωματικά. Έτσι, δεν μας αφήνει να ωφεληθούμε από την γιορτή με τον χαρούμενο τρόπο της
δοξολογίας. Ο Καλός Θεός όμως, όταν δη ότι δεν δώσαμε εμείς αφορμή, αλλά αυτό έγινε μόνον από φθόνο του πονηρού, μας βοηθάει.

Και ακόμη πιο θετικά μας ωφελεί, όταν εμείς παίρνουμε ταπεινά το σφάλμα επάνω μας και δεν κατηγορούμε όχι μόνον τον αδελφό μας αλλά ούτε και τον μισόκαλο διάβολο, διότι η δουλειά του αυτή
είναι: να δημιουργή σκάνδαλα και να σκορπάη κακότητα, ενώ ο άνθρωπος ως εικόνα Θεού πρέπει να σκορπάη ειρήνη και καλωσύνη.

Γέροντας Παΐσιος

“Και επί γης ειρήνη”. Είδατε εσείς πουθενά καμιά ειρήνη;          

Γιατί η «επί γης ειρήνη» (Λουκ. β΄ 14), που έψαλαν οι άγγελοι αποτελεί προσδοκία και όνειρο απραγματοποίητο; Γιατί; Μα γιατί η ειρήνη για να σταθεί, χρειάζεται προϋποθέσεις. Και αυτές είναι που λείπουν. Ζητάμε, δηλαδή, καρπούς, ενώ ξεριζώνουμε τα δέντρα. Έκαναν το παν, για να πολεμήσουν την αγάπη, που έφερε ο Χριστός στον κόσμο και μετά διερωτώνται, γιατί δεν έρχεται η ειρήνη. Μα δεν είναι αυτονόητο, πως χωρίς αγάπη δεν υπάρχει ειρήνη, χωρίς τους ανθρώπους της αγάπης η ειρήνη είναι ουτοπία;
Η ειρήνη βεβαίως προϋποθέτει τη δικαιοσύνη. Είναι όμως κατ’ εξοχήν καρπός αγάπης. Η αγάπη πάει πολύ πιο μακριά. Ξεπερνάει την απλή δικαιοσύνη. Δεν περιορίζεται να μην αδικήσει. Προχωρεί στο να ευεργετήσει. Από τη δικαιοσύνη φτάνει στην αδελφοσύνη. Αγαπάς αληθινά; Εμπνέεσαι από την αγάπη του Χριστού; Τότε δεν μπορεί να κάνεις κακό σε κανένα. «Η αγάπη δεν κάνει κακό στον πλησίον»(Ρωμ. ιγ΄10). Οι σχέσεις θα είναι αρμονικές. Η ειρήνη θα βασιλεύει ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί πρώτα θα βασιλεύει μέσα στις καρδιές. Οι λαοί της γης έχουν την ψευδαίσθηση πως με τον πυρετό των εξοπλισμών θα αποτρέψουν τον πόλεμο. Χωρίς πνευματικό εξοπλισμό μπορεί εξ ανάγκης να καταθέτει κανείς τα όπλα. Δεν καταθέτει όμως την αιτία που κινεί τα όπλα, που εξοπλίζει τις καρδιές. Και η αιτία είναι ο εγωισμός με όλα τα παρακλάδια του. Και όσο αυτός δε δαμάζεται, οι πορείες και τα συνέδρια και οι συμφωνίες θα είναι υποκριτικά ξεγελάσματα.
Γιατί χρειάζεται να πάμε στις ματωμένες εστίες των πολεμικών επιχειρήσεων, για να διαπιστώσουμε την αιτία που τις προκαλεί; Δίπλα μας, πολύ κοντά μας, μέσα μας, ζούμε καθημερινά τη θλιβερή πραγματικότητα. Πόσες φορές το σπίτι μας, η οικογένειά μας, η περιοχή μας, η γειτονιά μας, η σχολή μας… γίνονται πεδίο συγκρούσεων και μάχης! Πόσες φορές βρισκόμαστε σ’ ένα κηρυγμένο ή ακήρυκτο πόλεμο στις σχέσεις μας με τα αδέλφια μας, τους συμφοιτητές μας, τους συνανθρώπους μας! Τι μας λένε όλα αυτά; Αν κοιτάξουμε βαθιά, θα δούμε ζωντανό τον εγωισμό. Ο εγωισμός μάς κάνει να βλέπουμε μονάχα τον εαυτό μας, μονάχα το συμφέρον μας και τίποτε άλλο. Τα θέλουμε όλα δικά μας. Έτσι άλλοι πεθαίνουν από την πείνα και άλλοι από την πολυφαγία. Φυγαδεύεται η αγάπη και έρχονται οι συγκρούσεις.
«Από πού προκύπτουν οι πόλεμοι και οι μάχες ανάμεσά σας», ρωτάει ο αδελφόθεος Ιάκωβος. Όχι απ’ αυτό, από τις ηδονές σας που στρατεύονται στα μέλη σας;» (δ΄1). Πριν από τις πολεμικές στρατιές, στρατεύονται οι αμαρτωλές επιθυμίες. Η επιθυμία της φιλαρχίας, της εξουσίας, της εκδίκησης, της ηδονής, του ακόρεστου πλούτου, προκαλούν τις φιλονικίες και προετοιμάζουν τις πολεμικές συγκρούσεις. Όλα αυτά βρίσκουν την απάντησή τους στην αγάπη που έφερε ο Χριστός στη γη μας.
Αυτή η τοποθέτηση, που είναι και η τοποθέτηση της Αγίας Γραφής, μας δίνει τις νέες διαστάσεις της ειρήνης. Πρόκειται για την ειρήνη που μεταφράζεται σε αρμονικές σχέσεις με τον εαυτό μας, με τους γύρω μας, με το Θεό. Είναι η ειρήνη που βασιλεύει στις καρδιές των αγίων, όλων εκείνων που αναγεννήθηκαν από τη χάρη του Θεού και εμπνέονται από τους Μακαρισμούς. Για έμβλημά του έχουν το «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, γιατί αυτοί θα κληθούν υιοί του Θεού» (Ματθ. ε΄9). Όσοι θα ήθελαν ειλικρινά να αγωνισθούν για την ειρήνη, στην Επί του Όρους Ομιλία θα έπρεπε να μαθητεύσουν. Οι Μακαρισμοί θα έπρεπε να γίνουν ο καταστατικός τους χάρτης. Πώς θα αγωνισθεί κανείς για την ειρήνη, αν δεν είναι ο ίδιος ειρηνικός, τακτοποιημένος με τον εαυτό του, με τους άλλους, με το Θεό; Δεν προσφέρει κανείς κάτι που ο ίδιος δεν έχει. Διαφορετικά δεν είναι ειρηνοποιός. Είναι ειρηνοκάπηλος. Ειρηνοποιός είναι αυτός που δίνει την ειρήνη στον άλλο· και δε θα δώσει κανείς στον άλλο, αυτό που ο ίδιος δεν έχει» (Γρηγόριος Νύσσης).
Έτσι είναι. Δεν μπορεί να είναι κανείς ειρηνοποιός, αν η ζωή του δεν είναι καθαρή, τα κίνητρά του αγνά, μακριά από σκοπιμότητες. Του «μακάριοι οι ειρηνοποιοί» ο Κύριος προέταξε το «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία» (Ματθ. ε΄ 8). Και οι δυο Μακαρισμοί βρίσκονται σε στενή σχέση. Την ίδια σύνδεση κάνει και ο απόστολος Παύλος: «Να επιδιώκετε την ειρήνη με όλους και τον αγιασμό» (Εβρ. ιβ΄14). Η ειρήνη, δηλαδή, δεν επιδιώκεται χωριστά από τη γενικότερη αρετή. Συμπορεύεται με τον αγιασμό, την αγιότητα, την καθαρότητα και αγνότητα της καρδιάς. Τότε η ειρήνη είναι διαρκής και, μετά πάντων». Ακόμη και «μ’ αυτούς που μισούσαν την ειρήνη ήμουν ειρηνικός» (Ψαλμος 119, 7), έλεγε ο άνθρωπος του Θεού, ο θεόπνευστος Ψαλμωδός.
Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει και η συνέπεια του μακαρισμού των ειρηνοποιών. Αυτοί «θα κληθούν υιοί του Θεού». Θα αναγνωρισθούν από το Θεό ως αληθινά παιδιά Του. Αφού σκοπό τους είχαν να ενώσουν τα διιστάμενα μέλη της οικογένειάς Του. Θα είναι πραγματικά παιδιά του Θεού, εφόσον μιμούνται το αιώνιο πρότυπό τους, που είναι ο «Άρχων της ειρήνης».

Καθήκοντα ποιμένων και ποιμαινομένων

126. γ’)Καθήκοντα των ποιμένων.
Πνευματικοί ποιμένες της Εκκλησίας λέγονται πρώτα μεν οι επίσκοποι, έπειτα δε και οι πρεσβύτεροι. Οι επίσκοποι και οι πρεσβύτεροι αναδεικνύονται με το μυστήριο της Ιεροσύνης. Παρόμοια και οι διάκονοι, οι οποίοι δεν μπορούν μεν να τελέσουν τα Μυστήρια, βοηθούν όμως τον επίσκοπο και τον ιερέα στην τέλεσή τους. Στο μυστήριο της Ιεροσύνης, με την επίθεση των χειρών των επισκόπων και την επίκληση του Αγίου Πνεύματος, παίρνουν αυτοί που χειροτονούνται το χάρισμα της Ιεροσύνης, του οποίου το έργο και η διακονία είναι τριπλή: Το κήρυγμα του θείου λόγου, η τέλεση των Μυστηρίων και η διοίκηση της Εκκλησίας.
Για τα καθήκοντα των ποιμένων, που έχουν απέναντι στο ποίμνιο που τους εμπιστεύθηκε ο Θεός, μας μιλάει σχετικά πρώτα μεν ο Κύριος, έπειτα δε και ο θείος Παύλος.
Και ο μεν Κύριος, διακρίνοντας τον αληθινό ποιμένα από τους ψευδοποιμένες, που τους ονομάζει κλέφτες και ληστές, ονομάζει τον Εαυτό Του Καλόν Ποιμένα, που θυσιάζει τη ζωή Του για τη σωτηρία των προβάτων. Υποδεικνύει έτσι ο Κύριος, με το ίδιο το παράδειγμά Του, ποιος πρέπει να είναι ο αληθινός πνευματικός ποιμένας της Εκκλησίας Του. Αυτός που θα ποιμάνει όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν, τους οποίους ονομάζει πρόβατα. Υποδεικνύει ακόμη, με το ίδιο Του το παράδειγμα, την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία, που πρέπει να έχει ο πνευματικός ποιμένας για τη σωτηρία του ποιμνίου του, θυσιάζοντας και την ίδια τη ζωή του. Ιδού και τα λόγια του Κυρίου: “Πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ κλέπται εἰσὶν καὶ λῃσταί… Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. Ο ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων” (Ιω. ι’ 8, 11). Σε άλλο μέρος ο Χριστός, δείχνοντας την τέλεια χριστιανική ζωή και την τέλεια αρετή, στην οποία πρέπει να υπερέχουν κυρίως οι ποιμένες -διδάσκαλοι της Εκκλησίας- λέει: “Οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς” (Ματθ. ε’ 16).
Ο δε θείος Παύλος υποδεικνύει τα καθήκοντα των ποιμένων στις επιστολές Α’ και Β’ προς Τιμόθεον, καθώς και στην επιστολή του προς Τίτον, οι οποίες και γι’ αυτό λέγονται ποιμαντικές. Υποδεικνύονται ακόμη με σαφήνεια, καθαρά, τα καθήκοντα των ποιμένων και στην ομιλία που έκανε ο ίδιος ο θείος Απόστολος στους πρεσβύτερους της Εφέσου, τους οποίους κάλεσε στη Μίλητο. Η ομιλία αυτή περιλαμβάνεται στο εικοστό κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων (κ’ 17-36). Στην ομιλία αυτή, καθώς και στις τρεις ποιμαντικές επιστολές του, βλέπουμε ποιος πρέπει να είναι ο επίσκοπος και ο πρεσβύτερος. Πόσο πρέπει να επαγρυπνεί. Ποια έργα και καθήκοντα πρέπει να εκτελεί και πόσο μεγάλη και βαριά ευθύνη φέρει απέναντι στο Θεό, αν αμελήσει τα καθήκοντά του.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία του θείου Παύλου, ο ποιμένας πρέπει να έχει πίστη και άμεμπτη διαγωγή. Να είναι τύπος και υπογραμμός κάθε αρετής. Να είναι ταπεινός, πράος, ανεξίκακος και ειρηνικός. Να είναι εγκρατής. Να γνωρίζει με ακρίβεια το νόμο και το θέλημα του Θεού. Να είναι ζηλωτής, πρόθυμος και ακούραστος στην εκτέλεση των πνευματικών του καθηκόντων, που αποβλέπουν στον καταρτισμό και τη σωτηρία των Χριστιανών.
Πρέπει να είναι επίσης κατάλληλος να διδάσκει, διδάσκοντας ακούραστα το ποίμνιό του. Αλλά, για να φέρει αποτελέσματα και καρπούς η διδασκαλία του, πρέπει αυτά που διδάσκει να τα τηρεί με ακρίβεια πρώτος αυτός. Γιατί σε αντίθετη περίπτωση, αντί να ωφελούνται οι Χριστιανοί από τη διδασκαλία του, θα βλάπτονται πνευματικά, σκανδαλιζόμενοι από αυτόν.
Πρέπει να είναι άγρυπνος φύλακας των Χριστιανών του ποιμνίου του, ώστε να μην τους παρασύρει η αμαρτία και τους εξαπατήσει ο πονηρός. Να επαγρυπνεί ώστε να μην παρασύρουν τους Χριστιανούς εκείνοι που διδάσκουν ή δημοσιεύουν στον τύπο εναντίον της πίστεως και της αλήθειας, ούτε εκείνοι που έχουν ζωή παράνομη και αντιχριστιανική, οπότε μπορεί παραδειγματιζόμενοι από αυτούς να βλαφθούν.
Μεγάλη και βαριά θα είναι η ευθύνη του ποιμένα για κάθε ψυχή, που θα χαθεί εξαιτίας της δικής του αμέλειας. Μαρτυρεί γι’ αυτό ο Ίδιος ο Θεός με το μεγάλο προφήτη Ιεζεκιήλ, λέγοντας ότι θα ζητήσει την ψυχή που χάθηκε από αμέλεια του πνευματικού ποιμένα, από τον ίδιο τον ποιμένα: “και το αἷμα αυτού, λέει (δηλαδή την ψυχή που πέθανε πνευματικά από αμέλειά σου) ἐκ της χειρὸς σου ἐκζητήσω” (Ιεζ. γ’ 18).
Πρέπει να είναι ανώτερος χρημάτων. Αφιλοκερδής και ελεήμονας. Πρέπει όχι μόνο να μη λυπάται κόπους και μόχθους και σωματικές κακουχίες, αλλά ούτε αυτή τη ζωή του, όπως είπε ο Κύριος και να είναι έτοιμος να τη θυσιάσει για τους Χριστιανούς.
Τέτοιον γενικά θέλει ο Κύριος τον πνευματικό ποιμένα. Διότι, αν δεν είναι τέτοιος, πώς είναι δυνατό να σώσει ψυχές; Πώς είναι δυνατό να καθοδηγήσει και να καταρτίσει πνευματικά και να οδηγήσει στην αιώνια ζωή τους Χριστιανούς, που του εμπιστεύθηκε ο Θεός;
Για τον επίσκοπο δε, απαιτείται εκτός από την εκτέλεση των άλλων ιερών του καθηκόντων και μεγάλη προσοχή, όταν πρόκειται να προχωρήσει σε χειροτονία. Πρέπει σ’ αυτό να επαγρυπνεί και να καταβάλλει πάντοτε κάθε προσπάθεια, στο να μη μπει στην Εκκλησία, με τη χειροτονία, διάκονος ή ιερέας, ασύγκριτα δε περισσότερο, να μη μπει αρχιερέας, ο οποίος δεν έχει ορθή πίστη, διαγωγή και βίο άμεμπτο. Ακόμη δε να μη μπει στην Εκκλησία κάποιος λειτουργός του Υψίστου, που να μην έχει την ικανότητα, την προθυμία και το ζήλο στο να αναδειχθεί αληθινός πνευματικός πατέρας. Κατάλληλος να διδάσκει, να οικοδομεί, αλλά και να είναι ωφέλιμος για τη μόρφωση και τη σωτηρία των Χριστιανών. Διαφορετικά, αν αμελήσει, θα έχει βαριά ενοχή μπροστά στη δικαιοσύνη του Θεού και κρίμα αιώνιο, αν μπει στην Εκκλησία του Χριστού ως διάκονος, ιερέας ή αρχιερέας άνθρωπος ανάξιος, που θα σκανδαλίζει και θα βλάπτει τις ψυχές των Χριστιανών, αντί να τις οικοδομεί.
Εάν δε συμβεί να γίνει χειροτονία εξαγορασμένη με χρήματα, τότε το έγκλημα και η ενοχή τόσον αυτού που χειροτονεί, όσο και αυτού που χειροτονείται, θα είναι πολύ βαρύτερη και μεγαλύτερη, γιατί πουλήθηκε με χρήματα η ατίμητη χάρη και δωρεά του Θεού, που ούτε πουλιέται, ούτε αγοράζεται.
Επίσης βαριά, πολύ βαριά, είναι η ενοχή αυτού που χειροτονείται, αν χρησιμοποιήσει κοσμικούς άρχοντες ή ισχυρούς της γης, στο να πάρει οποιοδήποτε βαθμό Ιεροσύνης.
Έχοντας λοιπόν ο επίσκοπος άγρυπνη προσοχή στις χειροτονίες, είναι υποχρεωμένος όχι μόνο ο ίδιος να εργάζεται, μη λογαριάζοντας την κούραση για την κατάρτιση και τη σωτηρία του ποιμνίου του, αλλά να φροντίζει με πολλή επιμέλεια να καταρτίζει με τη διδασκαλία του και άλλα πρόσωπα από τον κλήρο και τον λαό, γι’ αυτό το σκοπό. Είναι υποχρεωμένος δηλαδή να καταρτίζει πρόσωπα με θείο ζήλο, που να συνεργάζονται μαζί του ως διάκονοι, ιερείς, πνευματικοί, κήρυκες και διδάσκαλοι στο χριστιανικό λαό, που του εμπιστεύθηκε ο Θεός.
Όταν εργάζεται έτσι ο επίσκοπος, θα αποδειχθεί στην πράξη αληθινός και πιστός λειτουργός του Κυρίου, άξιος της αιώνιας δόξας και μακαριότητας.

127. δ’)Καθήκοντα των ποιμαινομένων.
Οι ποιμαινόμενοι έχουν καθήκον να σέβονται και να τιμούν τους ποιμένες τους σαν πατέρες τους και να υπακούουν σε όλα όσα αυτοί τους παραγγέλνουν και είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
Αν βλέπουν σ’ αυτούς καμιά έλλειψη, να την αποδίδουν στην ανθρώπινη ασθένεια και αδυναμία, χωρίς να τους κατηγορούν. Βέβαια μπορεί ο ποιμαινόμενος, από αγάπη και αγνό ελατήριο, αποβλέποντας σε πνευματική ωφέλεια και οικοδομή να υποδείξει, με τον πρέποντα σεβασμό, στον ίδιο τον ποιμένα το τυχόν ελάττωμά του. Δεν έχει το δικαίωμα όμως να κακολογεί και να τον δυσφημεί, ιδίως που με την κακολογία και δυσφημία έρχεται στο λαό πνευματική βλάβη και όχι ωφέλεια.
Είναι υποχρεωμένοι ακόμη οι πιστοί να εισφέρουν και αυτοί για την κάλυψη των υλικών αναγκών των ποιμένων τους. Διότι όπως αυτοί επαγρυπνούν και προσεύχονται για τους ποιμαινόμενους και φροντίζουν για την πνευματική τους μόρφωση και σωτηρία και αγιάζουν αυτούς με τα Μυστήρια, έτσι είναι δίκαιο οι ποιμαινόμενοι να τους βοηθούν στις τυχόν υλικές τους ανάγκες.

Απόσπασμα από το βιβλίο “Ο προορισμός του ανθρώπου”
του Αρχιμανδρίτη Ευσέβιου Ματθόπουλου

Σαν να σε νιώθω έτσι που στέκεις σκεφτικός

Πάντα στή σκιά τῶν γεγονότων. Πάντα σέ δεύτερο πλάνο. Πάντα νά διακονεῖς καί νά ὑπηρετεῖς τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου μέ ἀξίνα καί ἄροτρο τόν δικό σου πόνο, τήν ἀφόρητη ζάλη τῶν ἀντικρουόμενων λογισμῶν σου καί τήν ἀναντίλεκτη ὑπακοή στά κελεύσματα τοῦ οὐρανοῦ. Πρόσωπο σιωπηλό, διδάσκεις αἰῶνες τώρα, μέσα ἀπ’ τή σιωπή σου ὅλους ὅσους θελήσουν νά τήν ἑρμηνεύσουν καί νά τήν ἐπεξηγήσουν.
Δέν ξέρω γιατί, ἀλλά μικρός ποτέ δέν ἑστίαζα στήν παρουσία σου καί τή συμβολή σου. Ἄλλα πρόσωπα καί πράγματα τραβοῦσαν τήν προσοχή μου καί ἀνέβαζαν τόν ἐνθουσιασμό μου. Ἡ Παναγία! Τό σπήλαιο! Ἡ φάτνη! Συγχώρα με, ἀλλά κάποτε πιό πολύ μέ ἐντυπωσίαζαν τά ἄλογα ζῶα ἀπό τή δική σου παρουσία. Αὐτά σέ πρῶτο πλάνο, δίπλα στό νεογέννητο Χριστό, νά Τόν θερμαίνουν μέ τό χνῶτο τους. Κι ἐσύ ἀπόμερος. Σκυφτός. Συλλογισμένος.
Κι ὅμως, καθώς τά χρόνια περνοῦσαν, ξέκλεβα πιό πολύ τή ματιά μου, ὅταν θωροῦσα τήν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, ἀπό τή φάτνη καί σέ κοιτοῦσα πότε-πότε. Στήν ἀρχή μέ περίεργες σκέψεις. Κατόπιν μέ αἴσθημα κατανόησης καί πιό μετά μέ σκιρτήματα θαυμασμοῦ καί ἀναγνώρισης. Ἴσως γιατί κάποτε σάν οἱ ζωές μας νά συμπορεύθηκαν.
Ἴσως γιατί, ἀρκετά συχνά τελευταῖα, νιώθω τό λογικό μου νά σαλεύεται ἀπό ἀναπάντητα καί βασανιστικά ἐρωτήματα σάν τά δικά σου. Σίγουρα γιατί μέσα ἀπ’ ὅλα αὐτά θαύμασα τή στάση σου καί ἀναγνώρισα τήν ὑπάκουη σιωπή σου. Αὐτό τό ἄφημά σου στά κελεύσματα τοῦ οὐρανοῦ. Καί τί παράξενο, ἀλήθεια, καί ὀδυνηρό καί ταλαίπωρο! Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔτσι νά θέλει τή συμμετοχή κάποιων ἀνθρώπων στά πιό μεγάλα καί σωτηριώδη μυστήρια. Μέ ἀβάσταχτη ζάλη λογισμῶν ἀμφιβολίας. Μέ ἔμπονη σιωπή. Καί μέ ἄμεση ὑπάκουη ἀνταπόκριση σ’ αὐτό πού ὁ νοῦς δέν τό χωρᾶ καί ἡ ἀνθρώπινη δύναμη δέν τό σηκώνει. Ἴδιος ὁ κλῆρος. Κοινή ἡ πορεία. Παρόμοιος ὁ πειρασμός. Ὁ δικός σου; Πῶς μπορεῖ αὐτή ἡ ἁγία καί ἀνεπίληπτη κόρη νά κυοφορεῖ; Πῶς, ἐνῶ φαίνεται ἁγία καί ἀκατηγόρητη, φέρει στά σπλάχνα της ἔμβρυο; Καί ὁ δικός μας: Πῶς, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πού ἔχει κεφαλή της τόν ἴδιο τόν Χριστό φαίνεται παραπεταμένη, ἀνεπίκαιρη, «ἀδύναμη» νά δράσει, νά καθοδηγήσει καί νά φωτίσει τά ἀνθρώπινα ἀδιέξοδα; Ποῦ εἶναι ὁ δραστικός καί πειστικός της λόγος, ὁ ἡγετικός της ρόλος, ἡ σωτηριώδης παρέμβασή της στήν ἀποσύνθεση τῆς κοινωνίας;
Νιώθω καί ἄλλη πτυχή τῆς δικῆς σου ἀπορίας. Πῶς ἐνῶ ὁ Θεός διά τοῦ ἀγγέλου διαβεβαιώνει ὅτι «ἐκ Πνεύματός ἐστιν ἁγίου» τό κυοφορούμενο καί ὅτι Αὐτό «θά σώσει τόν Λαόν αὐτοῦ», δέν βρίσκεται ἕνα κατάλυμα, ἕνας τόπος στοιχειώδους ἀξιοπρέπειας γι’ Αὐτόν καί τήν Παναγία; Πῶς νά τό χωρέσει τό μυαλό σου. Ὑπάρχει σχέδιο σωτηρίας ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας καί δέν ἔχει προβλεφθεῖ ἕνας τόπος διαμονῆς; Ὑπάρχει δυνατότητα σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους καί δέν ὑπάρχει ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ νά συμπονέσει μιά ἑτοιμόγεννη καί νά διακονήσει τό φοβερό μυστήριο;
Σέ νιώθω, γιατί παρόμοια ἀπορῶ κι ἐγώ. Πῶς εἶναι δυνατόν νά βαδίζει κανείς τήν ὁδό τοῦ Κυρίου καί ταυτόχρονα νά αἰσθάνεται ὅτι ὅλες οἱ συνθῆκες τόν ἀντιστρατεύονται; Τά πάντα νά ἐναντιώνονται στήν πορεία του καί τελικά νά ὑποφέρει; Στέκεις σιωπηλός καί σκεπτικός κι ἀπορημένος. Μά πῶς εἶναι δυνατόν ν’ ἀνοίγει ὁ οὐρανός, νά προσκαλοῦν οἱ ἄγγελοι τούς ποιμένες νά προσκυνήσουν, κι ὅμως κανένας ἄλλος νά μήν ἀντιλαμβάνεται τή θεία Γέννηση; Ἴδια καί σήμερα. Ἀνοίγει ὁ οὐρανός! Ποτέ του δέν ἔκλεισε! Κι ὅμως οἱ περισσότεροι δέν μαθαίνουν γιά τά θαυμαστά σημεῖα. Δέν πληροφοροῦνται τίς θεῖες ἐμπειρίες κάποιων ἀνθρώπων. Καί πάλι διώκουν καί βλασφημοῦν καί εἰρωνεύονται.
Κοιτᾶς ἀπορημένος τό μυστήριο. Στέκεις παράμερα, μήπως καί ἡ ἀπόσταση σέ βοηθήσει. Κι ὅμως τά γιατί σέ σφυροκοποῦν ἀνελέητα. Γιατί ἡ ξενιτεία; Γιατί ὁ διωγμός; Γιατί φυγάς ἀπό τόν ἴδιο μου τόν τόπο; Ἴδια μέ τά δικά μου. Γιατί ὁ κόσμος δέ μέ καταλαβαίνει; Γιατί ἀνάπαυση νά βρίσκω μονάχα ὅταν, ἔστω τροπικά, ἀπομακρύνομαι; Γιατί καί πάλι ὁ διωγμός καί τό μῖσος στήν ἁγιότητα; Γιατί;
Δέν ξέρω πόσο καιρό, ἅγιε Ἰωσήφ, παιδεύτηκες μέ τούς λογισμούς σου καί τ’ ἀναπάντητα γιατί. Δέν ξέρω ἄν σ’ ὁλάκερη τή ζωή σου βρῆκες τελικά ἀπάντηση. Ξέρω μονάχα ὅτι τελικά δέν σέ λύγισαν οἱ ἀπορίες καί τά βασανιστικά γιατί. Ξέρω ὅτι δέν προέταξες τή λογική, παρά τήν πίστη καί τήν ὑπακοή. Καί πιό πολύ γνωρίζω ὅτι σήμερα, πού παρόμοια ἐρωτήματα καί ἀπορίες βασανίζουν ἐμένα, ἐσύ ξέρεις.
Ἐσύ πλέον τά ξέρεις ὅλα. Κι ἐπειδή θαυμάζω καί ἀναγνωρίζω τή στάση σου στόν μεγάλο πειρασμό σου, γι’ αὐτό καί θαρρεύω νά σέ παρακαλέσω:
Πρέσβευε, ἅγιε, καί σκέπαζε ὅλους αὐτούς πού ἀποροῦν καί ὑποφέρουν, ὅλους αὐτούς πού σκαλώνει τό λογικό τους στά βλεπόμενα, ὅλους αὐτούς πού τούς ἔχει ζητηθεῖ νά ἐργασθοῦν πράγματα μεγάλα καί αἰσθάνονται τούς ὤμους τους πολύ μικρούς.
ΑΤΤΙΚΟΣ
Απόσπασμα από το Περιοδικό “Η Δράση μας”, 
Τεύχος Δεκεμβρίου 2012

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012


Ένας τηλεφωνικός θάλαμος φωνάζει… 

Προχωροῦσαν στό δρόμο καί καθώς σήκωσαν τό βλέμμα τους ἔπεσε σ’ ἕνα παράδοξο θέαμα. Μπροστά τους, στό κέντρο τῆς Ἀθήνας, ἕνας τηλεφωνικός θάλαμος φωνάζει, ὁμολογεῖ καί διατυμπανίζει τό βίωμα κάποιου.
«Ἡ πίστη μας ἔχει προφητεῖες, λείψανα ἁγίων καί θαύματα ἁγίων. Δέν εἶναι παραμύθια».
Τή θαύμασαν αὐτή τή μεγάλη ἀλήθεια πού φανερωνόταν μπροστά τους, καί ἔπειτα σκέψεις προσωπικές καί ἀθόρυβες κυρίευσαν τό νοῦ τους.
Ἀλήθεια…
-Ὑπάρχει Θεός;
-Δέν τόν βλέπω. Μπορῶ νά τόν πιστεύω;
-Θεός. Εἶναι τελικά τό ὄπιο τοῦ λαοῦ;
-Παλαιολιθική λέξη!
-Ἀκόμα στό Μεσαίωνα ζοῦμε;
«Ἡ πίστη μας ἔχει προφητεῖες, λείψανα ἁγίων καί θαύματα ἁγίων. Δέν εἶναι παραμύθια».
Τούς ἦρθε ξανά στό νοῦ τό graffiti τοῦ τηλεφωνικοῦ θαλάμου.
Μήπως αὐτή ἡ ἀπάντηση μᾶλλον εἶναι ἡ πιό κατατοπιστική καί ἡ πιό σαφής στά παραπάνω δυσεπίλυτα καί συχνά ἐρωτήματα;; Καί δέν προέρχεται ἀπό πνευματικά βιβλία, κηρύγματα, γνῶμες ἁγίων ἤ κάποιων πνευματικῶν πατέρων. Εἶναι μία πρόταση γραμμένη μέ μαρκαδόρο σέ… ἕνα τηλεφωνικό θάλαμο, στό κέντρο τῆς Ἀθήνας!
Ἡ πίστη μας εἶναι ζωντανή, εἶναι βαθιά ἕνωση μέ τόν Θεό, εἶναι βίωμα ψυχῶν, πού τό ζοῦν καθημερινά καί δέ διστάζουν νά τό διακηρύττουν δημόσια. Δέν εἶναι ἐξωτερική κατάσταση, δέν εἶναι ἀποτέλεσμα καταναγκασμοῦ καί πιέσεων. Εἶναι ἡ ἐλεύθερη βούληση, πού ὁδηγεῖ στήν ἐλεύθερη καί ἀβίαστη ὁμολογία.
Ἡ πίστη δέν εἶναι θεωρίες, ὑποθέσεις καί φιλοσοφίες. Εἶναι ἁπτή, χειροπιαστή πραγματικότητα, πού ἐμπεριέχεται καί ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τίς προφητεῖες, τά λείψανα καί τά θαύματα τῶν Ἁγίων.
Ἀλήθεια, μπορεῖς νά πεῖς παραμύθι τίς προφητεῖες πού βλέπεις καθημερινά νά ἐπιβεβαιώνονται στίς μέρες μας; Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός τό φώναζε: «θἀρθῇ καιρός πού ὁ διάβολος θά μπῇ σ᾽ ὅλα τά νοικοκυριά καί τά κέρατά του θά εἶναι ἐπάνω στίς στέγες τῶν σπιτιῶν», ἐννοώντας προφανῶς τήν τηλεόραση.
Ἤ μήπως θά ἔχεις τό θάρρος νά διαψεύσεις τήν ὕπαρξη τόσων λειψάνων ἁγίων, πού ὄχι μόνο ὑπάρχουν, ἀλλά συνεχίζουν νά φανερώνονται καί μέχρι σήμερα; Μέσα σέ λιγότερο ἀπό ἕνα χρόνο βρέθηκαν θαυματουργικά, μέ τρόπο καί σέ χρόνο πού κανείς δέν τό περίμενε, τά λείψανα δύο Νεομαρτύρων, τῶν Ἁγίων Κυράννης καί Ἀκυλίνας στά προάστια τῆς Θεσσαλονίκης…
Ὅ,τι καί νά σκεφτοῦν, ἡ περίεργη αὐτή ἐκδήλωση ὁμολογίας τούς αἰχμαλώτιζε. Τά ἐπιχειρήματά τους ἔσπαζαν μπροστά στήν Ἀλήθεια πού ὑποστήριζε τό ρητό.
Ἄς χτυπήσουν· αὐτοί θά ματώσουν. Ἄς φωνάξουν ὅσο θέλουν· αὐτοί θά βραχνιάσουν. Ἄς βρίσουν· αὐτοί θά ἀηδιάσουν. Ἄς πολεμήσουν ὅσο θέλουν· αὐτοί θά βγοῦν χαμένοι. Ἄς προσπαθοῦν νά τήν γκρεμίσουν· αὐτοί τελικά τήν ὑψώνουν.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωντανή 2.000 χρόνια τώρα. Καί θά μείνει ζωντανή στήν αἰωνιότητα! Αὐτή θά κερδίσει.
Ναί! Ἡ πίστη μας ΖΕΙ καί ΘΑ ΖΕΙ στόν αἰώνα τῶν αἰώνων, γιατί εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί δέν εἶναι παραμύθια. Γιατί τά θεμέλιά της τά πότισε τό Ἄχραντο Αἷμα Του καί στηρίζεται στά λείψανα τόσων Ἁγίων. Οἱ προφητεῖες της τήν καλύπτουν καί τά θαύματά της τήν ἐπιβεβαιώνουν.
Εἶναι ζώσα τώρα καί πάντοτε!
Μ.Σ.Ν.
φοιτήτριες,

ἀπό τή Νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ
Απόσπασμα από το Περιοδικό “Η Δράση μας”,
Τεύχος Δεκεμβρίου 2012