Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012


Σαν να σε νιώθω έτσι που στέκεις σκεφτικός

Πάντα στή σκιά τῶν γεγονότων. Πάντα σέ δεύτερο πλάνο. Πάντα νά διακονεῖς καί νά ὑπηρετεῖς τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου μέ ἀξίνα καί ἄροτρο τόν δικό σου πόνο, τήν ἀφόρητη ζάλη τῶν ἀντικρουόμενων λογισμῶν σου καί τήν ἀναντίλεκτη ὑπακοή στά κελεύσματα τοῦ οὐρανοῦ. Πρόσωπο σιωπηλό, διδάσκεις αἰῶνες τώρα, μέσα ἀπ’ τή σιωπή σου ὅλους ὅσους θελήσουν νά τήν ἑρμηνεύσουν καί νά τήν ἐπεξηγήσουν.
Δέν ξέρω γιατί, ἀλλά μικρός ποτέ δέν ἑστίαζα στήν παρουσία σου καί τή συμβολή σου. Ἄλλα πρόσωπα καί πράγματα τραβοῦσαν τήν προσοχή μου καί ἀνέβαζαν τόν ἐνθουσιασμό μου. Ἡ Παναγία! Τό σπήλαιο! Ἡ φάτνη! Συγχώρα με, ἀλλά κάποτε πιό πολύ μέ ἐντυπωσίαζαν τά ἄλογα ζῶα ἀπό τή δική σου παρουσία. Αὐτά σέ πρῶτο πλάνο, δίπλα στό νεογέννητο Χριστό, νά Τόν θερμαίνουν μέ τό χνῶτο τους. Κι ἐσύ ἀπόμερος. Σκυφτός. Συλλογισμένος.
Κι ὅμως, καθώς τά χρόνια περνοῦσαν, ξέκλεβα πιό πολύ τή ματιά μου, ὅταν θωροῦσα τήν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, ἀπό τή φάτνη καί σέ κοιτοῦσα πότε-πότε. Στήν ἀρχή μέ περίεργες σκέψεις. Κατόπιν μέ αἴσθημα κατανόησης καί πιό μετά μέ σκιρτήματα θαυμασμοῦ καί ἀναγνώρισης. Ἴσως γιατί κάποτε σάν οἱ ζωές μας νά συμπορεύθηκαν.
Ἴσως γιατί, ἀρκετά συχνά τελευταῖα, νιώθω τό λογικό μου νά σαλεύεται ἀπό ἀναπάντητα καί βασανιστικά ἐρωτήματα σάν τά δικά σου. Σίγουρα γιατί μέσα ἀπ’ ὅλα αὐτά θαύμασα τή στάση σου καί ἀναγνώρισα τήν ὑπάκουη σιωπή σου. Αὐτό τό ἄφημά σου στά κελεύσματα τοῦ οὐρανοῦ. Καί τί παράξενο, ἀλήθεια, καί ὀδυνηρό καί ταλαίπωρο! Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔτσι νά θέλει τή συμμετοχή κάποιων ἀνθρώπων στά πιό μεγάλα καί σωτηριώδη μυστήρια. Μέ ἀβάσταχτη ζάλη λογισμῶν ἀμφιβολίας. Μέ ἔμπονη σιωπή. Καί μέ ἄμεση ὑπάκουη ἀνταπόκριση σ’ αὐτό πού ὁ νοῦς δέν τό χωρᾶ καί ἡ ἀνθρώπινη δύναμη δέν τό σηκώνει. Ἴδιος ὁ κλῆρος. Κοινή ἡ πορεία. Παρόμοιος ὁ πειρασμός. Ὁ δικός σου; Πῶς μπορεῖ αὐτή ἡ ἁγία καί ἀνεπίληπτη κόρη νά κυοφορεῖ; Πῶς, ἐνῶ φαίνεται ἁγία καί ἀκατηγόρητη, φέρει στά σπλάχνα της ἔμβρυο; Καί ὁ δικός μας: Πῶς, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πού ἔχει κεφαλή της τόν ἴδιο τόν Χριστό φαίνεται παραπεταμένη, ἀνεπίκαιρη, «ἀδύναμη» νά δράσει, νά καθοδηγήσει καί νά φωτίσει τά ἀνθρώπινα ἀδιέξοδα; Ποῦ εἶναι ὁ δραστικός καί πειστικός της λόγος, ὁ ἡγετικός της ρόλος, ἡ σωτηριώδης παρέμβασή της στήν ἀποσύνθεση τῆς κοινωνίας;
Νιώθω καί ἄλλη πτυχή τῆς δικῆς σου ἀπορίας. Πῶς ἐνῶ ὁ Θεός διά τοῦ ἀγγέλου διαβεβαιώνει ὅτι «ἐκ Πνεύματός ἐστιν ἁγίου» τό κυοφορούμενο καί ὅτι Αὐτό «θά σώσει τόν Λαόν αὐτοῦ», δέν βρίσκεται ἕνα κατάλυμα, ἕνας τόπος στοιχειώδους ἀξιοπρέπειας γι’ Αὐτόν καί τήν Παναγία; Πῶς νά τό χωρέσει τό μυαλό σου. Ὑπάρχει σχέδιο σωτηρίας ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας καί δέν ἔχει προβλεφθεῖ ἕνας τόπος διαμονῆς; Ὑπάρχει δυνατότητα σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους καί δέν ὑπάρχει ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ νά συμπονέσει μιά ἑτοιμόγεννη καί νά διακονήσει τό φοβερό μυστήριο;
Σέ νιώθω, γιατί παρόμοια ἀπορῶ κι ἐγώ. Πῶς εἶναι δυνατόν νά βαδίζει κανείς τήν ὁδό τοῦ Κυρίου καί ταυτόχρονα νά αἰσθάνεται ὅτι ὅλες οἱ συνθῆκες τόν ἀντιστρατεύονται; Τά πάντα νά ἐναντιώνονται στήν πορεία του καί τελικά νά ὑποφέρει; Στέκεις σιωπηλός καί σκεπτικός κι ἀπορημένος. Μά πῶς εἶναι δυνατόν ν’ ἀνοίγει ὁ οὐρανός, νά προσκαλοῦν οἱ ἄγγελοι τούς ποιμένες νά προσκυνήσουν, κι ὅμως κανένας ἄλλος νά μήν ἀντιλαμβάνεται τή θεία Γέννηση; Ἴδια καί σήμερα. Ἀνοίγει ὁ οὐρανός! Ποτέ του δέν ἔκλεισε! Κι ὅμως οἱ περισσότεροι δέν μαθαίνουν γιά τά θαυμαστά σημεῖα. Δέν πληροφοροῦνται τίς θεῖες ἐμπειρίες κάποιων ἀνθρώπων. Καί πάλι διώκουν καί βλασφημοῦν καί εἰρωνεύονται.
Κοιτᾶς ἀπορημένος τό μυστήριο. Στέκεις παράμερα, μήπως καί ἡ ἀπόσταση σέ βοηθήσει. Κι ὅμως τά γιατί σέ σφυροκοποῦν ἀνελέητα. Γιατί ἡ ξενιτεία; Γιατί ὁ διωγμός; Γιατί φυγάς ἀπό τόν ἴδιο μου τόν τόπο; Ἴδια μέ τά δικά μου. Γιατί ὁ κόσμος δέ μέ καταλαβαίνει; Γιατί ἀνάπαυση νά βρίσκω μονάχα ὅταν, ἔστω τροπικά, ἀπομακρύνομαι; Γιατί καί πάλι ὁ διωγμός καί τό μῖσος στήν ἁγιότητα; Γιατί;
Δέν ξέρω πόσο καιρό, ἅγιε Ἰωσήφ, παιδεύτηκες μέ τούς λογισμούς σου καί τ’ ἀναπάντητα γιατί. Δέν ξέρω ἄν σ’ ὁλάκερη τή ζωή σου βρῆκες τελικά ἀπάντηση. Ξέρω μονάχα ὅτι τελικά δέν σέ λύγισαν οἱ ἀπορίες καί τά βασανιστικά γιατί. Ξέρω ὅτι δέν προέταξες τή λογική, παρά τήν πίστη καί τήν ὑπακοή. Καί πιό πολύ γνωρίζω ὅτι σήμερα, πού παρόμοια ἐρωτήματα καί ἀπορίες βασανίζουν ἐμένα, ἐσύ ξέρεις.
Ἐσύ πλέον τά ξέρεις ὅλα. Κι ἐπειδή θαυμάζω καί ἀναγνωρίζω τή στάση σου στόν μεγάλο πειρασμό σου, γι’ αὐτό καί θαρρεύω νά σέ παρακαλέσω:
Πρέσβευε, ἅγιε, καί σκέπαζε ὅλους αὐτούς πού ἀποροῦν καί ὑποφέρουν, ὅλους αὐτούς πού σκαλώνει τό λογικό τους στά βλεπόμενα, ὅλους αὐτούς πού τούς ἔχει ζητηθεῖ νά ἐργασθοῦν πράγματα μεγάλα καί αἰσθάνονται τούς ὤμους τους πολύ μικρούς.
ΑΤΤΙΚΟΣ
Απόσπασμα από το Περιοδικό “Η Δράση μας”, 
Τεύχος Δεκεμβρίου 2012