Μνήμη της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος Ευγενίας.(24 Δεκεμβρίου)
Αυτή η Αγία Ευγενία γεννήθηκε από γένος ευγενικό, σαν ένα ευγενές κλωνάρι και μία δόξα του γένους της, καταγόμενη από την παλαιά Ρώμη, στα χρόνια του βασιλιά Κομμόδου, το έτος 270. Οι γονείς της ονομάζονταν Φίλιππος και Ευγενία. Οι οποίοι έλαβαν από τον τότε βασιλιά, ως τιμή και αξίωμα, το να πάνε στην Αλεξάνδρεια και να κατοικήσουν σε αυτήν μαζί με την θυγατέρα τους την Ευγενία. Αυτή λοιπόν η μακαρία έφυγε κρυφά από τους γονείς και όλους τους συγγενείς της. Και αφού πήρε δύο υπηρέτες, βγήκε την νύχτα έξω από το σπίτι των γονέων της. Και πηγαίνοντας σε έναν Επίσκοπο με ανδρικά ρούχα, έλαβε από εκείνον το Άγιο Βάπτισμα. Έπειτα, αφού έκειρε τις τρίχες της κεφαλής, ώνομάσθηκε Ευγένιος. Έτσι πήγε σε ένα Μοναστήρι κατά τα βαθειά χαράματα και εκεί ασκούσε η μακαρία κάθε αρετή με πόνους και μόχθους. Με ασκητικούς αγώνες και με στάσεις και με αγρυπνίες ολονύχτιες. Τί να πολυλογώ; Τόσο πολύ έλαμψε στις αρετές η Αγία αυτή, σαν άλλος μέγας φωστήρας ήλιος, ώστε με την παράκληση όλων των αδελφών του Μοναστηρίου, δέχθηκε την προστασία τους και την ηγουμενία, αφού πέθανε ο πρωτύτερος Ηγούμενος. Και μολονότι αυτή δεν το ήθελε αυτό στην αρχή, επειδή πιέσθηκε όμως και πτοήθηκε από τα λόγια και από τον πόθο των αδελφών, δέχτηκε αν και δεν ήθελε.
Με τέτοιον τρόπο ανέδειξε σε όλους τον Ευγένιο αυτόν μέγα και λαμπρό, όχι με απλά λόγια και ξερή φήμη, αλλά με πράξεις και έργα μεγάλα και θαυμαστά. Γι’ αυτό και αυτή μονάχα η όψη του προσέλκυε με παράδοξο τρόπο αυτούς που τον έβλεπαν, όπως ο μαγνήτης το σίδερο, προκειμένου να απολαύσουν τα καλά και τις αρετές του. Αλλά όμως μία μοναχή, που ονομαζόταν Μελανθία, η οποία ήταν μελανή και μαύρη στην ψυχή, όπως φανερώνει και το όνομά της, αυτή λέω, βλέποντας τον Ευγένιο, πως ήταν ωραίος φυσικά, κυριεύθηκε από έναν έντονο και σατανικό έρωτα από την όψη του. Έτσι βρίσκοντας μία πρόφαση, ότι είχε μία μακρά ασθένεια, τον παρακαλούσε να πάει να του την φανερώσει κρυφά και ιδιαιτέρως Γιατί έλεγε η μιαρή, ότι με άλλον τρόπο δεν ήταν δυνατό να ελευθερωθεί από εκείνη την ασθένεια.
Ο Ευγένιος με συντριβή και λύπη στην καρδιά πείσθηκε από απλότητα στα δόλια λόγια της Μελανθίας και συμφώνησε να πάει σ’ αυτήν, μη γνωρίζοντας τον κρυμμένο δόλο. Ο δε διαβολικός έρωτας της Μελανθίας, άναψε φλόγα στην καρδιά της προς τον Ευγένιο. Και καθώς αυτός είναι τυφλός, όπως τον ονομάζουν οι σοφοί, έτσι τύφλωσε και τα ψυχικά μάτια της Μελανθίας και της προξένησε μία φλόγα πορνικού πάθους. Επειδή όμως δεν πέτυχε τον διαβολικό σκοπό, που είχε, αλλά απομακρύνθηκε από τον Ευγένιο, γι’ αυτό από το κακό της μηχανεύθηκε αυτή την συκοφαντία λέγοντας, δηλαδή, ότι “ο Ηγούμενος του τάδε Μοναστηριού Ευγένιος, εξαπατώντας με τα λόγια του τις σώφρονες και καθαρές γυναίκες, ζήτησε να εξαπατήσει και εμένα ο πόρνος και ο τολμηρός, αλλά όμως δεν το πέτυχε”. Μόλις τα άκουσε αυτά ο πατέρας της Ευγενίας και έπαρχος, αμέσως θύμωσε. Έτσι έστειλε στο Μοναστήρι και έφεραν γρήγορα τον Ηγούμενο Ευγένιο και τους Μοναχούς του Μοναστηριού δεμένους, ως ψευδολάτρες και κακοποιούς. Και τους παρουσίασε στο δικαστήριο, για να απολογηθούν σχετικά με την υπόθεση αυτή. Όταν λοιπόν παρουσιάσθηκαν και τα δύο μέρη, άρχισε η συκοφάντρια Μελανθία να μιλά εναντίον του Ευγένιου να βρίζει, να περιγελά, να χλευάζει, να φωνάζει με θρασύτητα και να τον δείχνει με το δάχτυλο στους παρευρισκομένους ως εργάτη της αμαρτίας. Ομοίως και τους υποτασσόμενους σ’ αυτόν Μοναχούς, ονομάζοντάς τους φθορείς. Έλεγε δε και τα εξής η τολμηρή, για να τα ακούσουν όλοι· «Ακούστε όλοι εσείς οι παρευρισκόμενοι τα λόγια μου, τα οποία είναι αληθινά και βέβαια». Ω της ανοχής σου Δέσποτα, Κύριε, με την οποία υπέμεινες την συκοφάντρια, και δεν έσχισες την γη, για να την καταπιεί!
Μόλις τα άκουσε αυτά η Ευγενία, αμέσως έσχισε το φόρεμά της και έδειξε στους παρόντες θέαμα φρικτό και εξαίσιο. Και στην συνέχεια λέει με παρρησία στους παρευρισκομένους· «Έπρεπε εμείς οι Μοναχοί να υποφέρουμε ύβρεις και κοροϊδίες και ξυλοδαρμούς του σώματος και γι’ αυτά όλα να ευχαριστούμε. Όμως για να μην χλευάζεται το σεμνό και αγγελικό σχήμα των Μοναχών, ακούστε. Εγώ ως προς την φύση είμαι γυναίκα, θυγατέρα του φίλτατου πατέρα μου αυτού και δικαστή, μπροστά στον οποίο κρίνομαι σήμερα. Μητέρα μου είναι η σύζυγός του, ενώ αυτοί οι παριστάμενοι αδελφοί είναι δούλοι μου». Όταν άκουσαν αυτά τα λόγια της καλής Ευγενίας, έμειναν όλοι έκπληκτοι. Με ποιόν όμως τρόπο τιμώρησε η θεία δίκη την Μελανθία, μπορεί βέβαια να θαυμάσει, όποιος θελήσει να τον ακούσει. Παρακινούμενος λοιπόν από αυτή την αιτία ο πατέρας της Αγίας Ευγενίας άφησε αμέσως την δόξα του κόσμου μαζί και τον πλούτο και όλη την φαντασία της ζωής και αναγεννήθηκε μέσω του Αγίου Βαπτίσματος. Και ο πρώην λύκος γίνεται ποιμένας των Χριστιανών της πόλεως Έτσι, αφού έζησε καλώς την ζωή του, στα στερνά του τέλειωσε με μαρτύριο. Διότι, αφού καταπληγώθηκε από τους απίστους για την πίστη στον Χριστό, χαρούμενος ανέβηκε στις ουράνιες Μονές Η μητέρα της Οσίας αφήνοντας την γη της Αλεξάνδρειας επέστρεψε στην πατρίδα της την Ρώμη, μαζί με τις θυγατέρες της και εκεί πάλι κατοικεί συμφωνά με τον πόθο της. Επειδή όμως τότε βγήκε βασιλική διαταγή, ή να θυσιάζουν οι Χριστιανοί στα είδωλα ή να θανατώνονται κακώς εξαιτίας αυτού η Αγία αυτή Ευγενία, αφού έλαμψε σε όλους με τις αρετές της τέλος πάντων καταφλεγόμενη από τον πνευματικό έρωτα του Χριστού, έλαβε θάρρος και κήρυξε την ευσέβεια. Γι’ αυτό αφού την έδεσαν από μία πέτρα βαρύτατη, την έρριξαν στην θάλασσα. Επειδή όμως έμεινε αβλαβής, γι’ αυτό αποκεφαλίσθηκε και έτσι χαρούμενη έφυγε η μακάρια προς αυτόν που ποθούσε τον νυμφίο Χριστό. Για να συμβασιλεύει μαζί του αιώνια.
(Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου, «Συναξαριστής», τ. Β΄, εκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ι. Καλύβη “Άγιος Σπυρίδων Α”, Ν. Σκήτη – Άγιον Όρος, σ. 374-376) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας