Μία ἔκτρωση ποὺ δὲν ἔγινε
Τὰ πρῶτα παιδιὰ ποὺ ἀπέκτησε ἡ Εὐτυχία Ἀλεξάνδρου ἦταν ἀγόρια, ἀλλὰ δὲν ἐπέζησαν. Κατόπιν ἔφερνε στὴ ζωὴ μόνο κορίτσια.
Τὸ 1939 μετοίκησε οἰκογενειακῶς στὸ Χαρτοὺμ τοῦ Σουδάν. Ἐκεῖ ἔμεινε πάλι ἔγκυος, ἀλλὰ στενοχωρημένη ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἐμπειρίες της ἀποφάσισε νὰ κάνει ἔκτρωση.
Τὸ ἴδιο βράδυ βλέπει στὸν ὕπνο της ἕνα συγκλονιστικὸ ὄνειρο: Ἦταν μεγάλη Παρασκευή, κι ἑτοιμαζόταν νὰ μπεῖ στὸν ὀρθόδοξο ναὸ τῆς Εὐαγγελίστριας τοῦ Χαρτούμ. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὁ ἱερέας, ντυμένος τ᾿ ἄμφια του καὶ κρατώντας τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, τῆς εἶπε:
- Εἶσαι ἁμαρτωλή!
Ἀμέσως ἡ Εὐτυχία γονάτισε συγκινημένη καὶ ζήτησε συγνώμη. Τότε ὁ ἱερέας τὴν ὁδήγησε στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἦταν ὁ ἐπιτάφιος, καὶ τῆς εἶπε:
- Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος γιὰ νὰ σὲ συγχωρήσω. Ἀπὸ ῾δῶ νὰ ζητήσεις συγνώμη.
Γυρίζει ἡ γυναίκα καὶ βλέπει κοντὰ στὸν ἐπιτάφιο τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας νὰ θρηνεῖ. Ἀπὸ τὰ θεῖα μάτια της ἔτρεχαν ἀληθινὰ δάκρυα. Κάποια στιγμὴ γυρίζει πρὸς τὴν Εὐτυχία καὶ τῆς λέει:
- Κοίταξε! Εἶχα ἕνα καὶ τὸ ἔχασα. Πρόσεξε μὴ χάσεις κι ἐσὺ αὐτὸ ποὺ κρατᾶς μέσα σου.
Ὕστερα ὁ ἱερέας ἔβγαλε ἀπὸ πάνω τοῦ ἕνα μεγάλο σταυρό, τὸν πέρασε στὸν λαιμό της καὶ τῆς εἶπε:
- Πρόσεξε μὴ χάσεις τὸν σταυρὸ ποὺ φορᾶς. Ὅταν ξύπνησε, ἔφερε μὲ κάθε λεπτομέρεια στὴ μνήμη της τὸ ὄνειρο. Πείστηκε μ᾿ αὐτὸ πὼς ἔπρεπε μὲ κάθε θυσία νὰ κρατήσει τὸ παιδί της.
Σὲ πέντε μῆνες γέννησε ἕνα ἀγοράκι. Μὲ κατάπληξη εἶδε ἀποτυπωμένο στὸ στέρνο τοῦ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου σταυροῦ. Ἔταξε τότε στὴν Παναγία νὰ φέρει τὸ μικρὸ καὶ νὰ τὸ βαφτίσει στὴν Τῆνο. Δυστυχῶς μεσολάβησε ὁ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος καὶ ἀναγκάστηκε νὰ τὸ βαφτίσει στὸ Χαρτούμ. Δὲν παρέλειψε ὅμως νὰ τὸ ὀνομάσει Εὐάγγελο.
Μεγαλώνοντας τὸ παιδὶ ἔμαθε ἀπὸ τὴ μητέρα τοῦ τὴν ἱστορία τῆς γεννήσεώς του καὶ ρίζωσε μέσα τοῦ ἡ ἐπιθυμία νὰ προσκυνήσει τὴ Μεγαλόχαρη. Κάποια χρονιά, στὸ πανηγύρι τῆς Παναγίας, ἦρθε καὶ ὁ μικρὸς Εὐάγγελος στὴν Τῆνο, προσκυνητὴς μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του. Ἤθελε μάλιστα νὰ παραμείνει ὅλη τὴ νύχτα στὸν ναό, γιατὶ ἐπιθυμοῦσε καὶ πίστευε πὼς θὰ ἔβλεπε τὴν Παναγία.
Ὁ μεγάλος ἑσπερινὸς εἶχε προχωρήσει καὶ ὁ δεσπότης κήρυττε κάτω ἀπὸ τὸν κεντρικὸ πολυέλαιο. Ξαφνικὰ βλέπει ὁ Εὐάγγελος ἀπὸ τὸν γυναικωνίτη, ὅπου βρισκόταν, ἕνα δυνατὸ φῶς ποὺ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιο κι ἔπαιρνε κάποτε μία κόκκινη ἀπόχρωση. Συγχρόνως βλέπει νὰ πλησιάζει μία ὡραῖα νέα γυναίκα. Εἶχε παράστημα ἡγεμονικό, φοροῦσε φωτοστέφανο, καὶ μὲ ὑψωμένο τὸ δεξί της χέρι εὐλογοῦσε τὰ πλήθη.
Τὸ 1939 μετοίκησε οἰκογενειακῶς στὸ Χαρτοὺμ τοῦ Σουδάν. Ἐκεῖ ἔμεινε πάλι ἔγκυος, ἀλλὰ στενοχωρημένη ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἐμπειρίες της ἀποφάσισε νὰ κάνει ἔκτρωση.
Τὸ ἴδιο βράδυ βλέπει στὸν ὕπνο της ἕνα συγκλονιστικὸ ὄνειρο: Ἦταν μεγάλη Παρασκευή, κι ἑτοιμαζόταν νὰ μπεῖ στὸν ὀρθόδοξο ναὸ τῆς Εὐαγγελίστριας τοῦ Χαρτούμ. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὁ ἱερέας, ντυμένος τ᾿ ἄμφια του καὶ κρατώντας τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, τῆς εἶπε:
- Εἶσαι ἁμαρτωλή!
Ἀμέσως ἡ Εὐτυχία γονάτισε συγκινημένη καὶ ζήτησε συγνώμη. Τότε ὁ ἱερέας τὴν ὁδήγησε στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἦταν ὁ ἐπιτάφιος, καὶ τῆς εἶπε:
- Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος γιὰ νὰ σὲ συγχωρήσω. Ἀπὸ ῾δῶ νὰ ζητήσεις συγνώμη.
Γυρίζει ἡ γυναίκα καὶ βλέπει κοντὰ στὸν ἐπιτάφιο τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας νὰ θρηνεῖ. Ἀπὸ τὰ θεῖα μάτια της ἔτρεχαν ἀληθινὰ δάκρυα. Κάποια στιγμὴ γυρίζει πρὸς τὴν Εὐτυχία καὶ τῆς λέει:
- Κοίταξε! Εἶχα ἕνα καὶ τὸ ἔχασα. Πρόσεξε μὴ χάσεις κι ἐσὺ αὐτὸ ποὺ κρατᾶς μέσα σου.
Ὕστερα ὁ ἱερέας ἔβγαλε ἀπὸ πάνω τοῦ ἕνα μεγάλο σταυρό, τὸν πέρασε στὸν λαιμό της καὶ τῆς εἶπε:
- Πρόσεξε μὴ χάσεις τὸν σταυρὸ ποὺ φορᾶς. Ὅταν ξύπνησε, ἔφερε μὲ κάθε λεπτομέρεια στὴ μνήμη της τὸ ὄνειρο. Πείστηκε μ᾿ αὐτὸ πὼς ἔπρεπε μὲ κάθε θυσία νὰ κρατήσει τὸ παιδί της.
Σὲ πέντε μῆνες γέννησε ἕνα ἀγοράκι. Μὲ κατάπληξη εἶδε ἀποτυπωμένο στὸ στέρνο τοῦ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου σταυροῦ. Ἔταξε τότε στὴν Παναγία νὰ φέρει τὸ μικρὸ καὶ νὰ τὸ βαφτίσει στὴν Τῆνο. Δυστυχῶς μεσολάβησε ὁ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος καὶ ἀναγκάστηκε νὰ τὸ βαφτίσει στὸ Χαρτούμ. Δὲν παρέλειψε ὅμως νὰ τὸ ὀνομάσει Εὐάγγελο.
Μεγαλώνοντας τὸ παιδὶ ἔμαθε ἀπὸ τὴ μητέρα τοῦ τὴν ἱστορία τῆς γεννήσεώς του καὶ ρίζωσε μέσα τοῦ ἡ ἐπιθυμία νὰ προσκυνήσει τὴ Μεγαλόχαρη. Κάποια χρονιά, στὸ πανηγύρι τῆς Παναγίας, ἦρθε καὶ ὁ μικρὸς Εὐάγγελος στὴν Τῆνο, προσκυνητὴς μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του. Ἤθελε μάλιστα νὰ παραμείνει ὅλη τὴ νύχτα στὸν ναό, γιατὶ ἐπιθυμοῦσε καὶ πίστευε πὼς θὰ ἔβλεπε τὴν Παναγία.
Ὁ μεγάλος ἑσπερινὸς εἶχε προχωρήσει καὶ ὁ δεσπότης κήρυττε κάτω ἀπὸ τὸν κεντρικὸ πολυέλαιο. Ξαφνικὰ βλέπει ὁ Εὐάγγελος ἀπὸ τὸν γυναικωνίτη, ὅπου βρισκόταν, ἕνα δυνατὸ φῶς ποὺ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιο κι ἔπαιρνε κάποτε μία κόκκινη ἀπόχρωση. Συγχρόνως βλέπει νὰ πλησιάζει μία ὡραῖα νέα γυναίκα. Εἶχε παράστημα ἡγεμονικό, φοροῦσε φωτοστέφανο, καὶ μὲ ὑψωμένο τὸ δεξί της χέρι εὐλογοῦσε τὰ πλήθη.