Τρίτη 9 Απριλίου 2013

Όποιος θέλει να σωθεί, πρέπει να επιδιώκει τις συναναστροφές με ενάρετους ανθρώπους.



 Ὅποιος θέλει νὰ σωθεῖ, πρέπει νὰ ἐπιδιώκει τὶς συναναστροφὲς μὲ ἐνάρετουςἀνθρώπους.
Τοῦ ἁγίου Μαξίμου
Ὅπως οἱ κατὰ σάρκα γονεῖς ἔχουν ἰδιαίτερη φυσικὴ ἀγάπη στὰ παιδιά τους,ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ἔχει φυσικὸ σύνδεσμο μὲ τοὺς λόγους του. Καὶ ὅπως ὅσοι γονεῖςἀγαποῦν παθολογικὰ τὰ παιδιά τους, τὰ θεωροῦν πὼς εἶναι τὰ πιὸ ἱκανὰ καὶ τὰπιὸ ὡραῖα, ἀκόμα κι ἂν εἶναι σὲ ὅλα τὰ πιὸ καταγέλαστα, ἔτσι καὶ στὸν ἄφρονα νοῦ οἱ λόγοι του, ἀκόμα κι ἂν εἶναι οἱ χειρότεροι ἀπ᾿ ὅλους, τοῦ φαίνονται φρονιμότατοι. Στὸν σοφὸ ὅμως νοῦ δὲν φαίνονται ἔτσι οἱ λόγοι του, ἀπεναντίας,ὅταν νομίσει ὅτι εἶναι ἀντικειμενικοὶ καὶ καλοί, τότε προπαντὸς δὲν πιστεύει στὴν κρίση του, ἀλλὰ βάζει ἄλλους σοφοὺς νὰ κρίνουν τοὺς λόγους καὶ τοὺς λογισμούς του, «μήπως εἰς κενὸν τρέχῃ ἢ ἔδραμε» (Γάλ. 2:2), καὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς βεβαιώνεται.
Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου
Ὁ ἄνθρωπος συμβουλεύει τὸν πλησίον του καθὼς γνωρίζει. Ὁ Θεὸς πάλιἐνεργεῖ σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἀκούει ἀνάλογα μὲ τὴν πίστη του.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ μακροθυμεῖ, ἔχει πολλὴ φρόνηση (Παροιμ. 14:29). Τὸ ἴδιο κιἐκεῖνος ποὺ τεντώνει τὸ αὐτί του γιὰ ν᾿ ἀκούει λόγους πνευματικῆς σοφίας.
Μὴν ἀρνεῖσαι νὰ μαθαίνεις, κι ἂς τυχαίνει νὰ ξέρεις πάρα πολλά. Γιατὶ αὐτὸποὺ μπορεῖ νὰ οἰκονομήσει ὁ Θεός, εἶναι πολὺ πιὸ ὠφέλιμο ἀπὸ τὴ δική μας φρόνηση.
Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ σηκώσει τὸ σταυρό του καὶ ν᾿ ἀκολουθήσει τὸ Χριστό, πρέπει πρῶτα-πρῶτα νὰ ἐπιδιώξει τὴν ἀληθινὴ γνώση καὶ μάθηση, ἐξετάζονταςἀκατάπαυστα τοὺς λογισμούς του καὶ μεριμνώντας συνεχῶς γιὰ τὴ σωτηρία του καὶ ρωτώντας τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχουν τὸ ἴδιο φρόνημα καὶ ἀγωνίζονται τὸν ἴδιο ἀγῶνα μ᾿ αὐτόν, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ἀγνοεῖ ποῦ καὶ πῶς βαδίζει καὶ νὰ μὴν προχωράει μέσα στὸ σκοτάδι χωρὶς λύχνο νὰ τοῦ φέγγει. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺβαδίζει ἰδιόρρυθμα, χωρὶς εὐαγγελικὴ γνώση, χωρὶς διάκριση καὶ χωρὶς τὴν καθοδήγηση κάποιου, σκοντάφτει συχνὰ καὶ πέφτει σὲ πολλοὺς λάκκους καὶπαγίδες τοῦ πονηροῦ καὶ πλανιέται πολὺ καὶ κοπιάζει πολὺ καὶ μπαίνει σὲπολλοὺς κινδύνους καὶ δὲν γνωρίζει τί τέλος θὰ ἔχει. Γιατὶ δὲν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ πέρασαν ἀπὸ πολλοὺς κόπους καὶ ἀσκήσεις καὶ κακοπάθειες καὶ ποὺὑπέφεραν πολλοὺς μόχθους γιὰ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἡ ἰδιορρυθμία, ἡ ἀδιακρισία καὶ ἡἔλλειψη πνευματικῆς βοήθειας ἀπὸ τὸν πλησίον ἔκαναν τοὺς τόσους καὶ τόσους κόπους τους ἀνίσχυρους καὶ μάταιους.
Γι᾿ αὐτὸ ἂν εἶναι δυνατόν, πρέπει κανεὶς νὰ φροντίζει καὶ ν᾿ ἀγωνίζεται νὰεἶναι συνεχῶς μαζὶ μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν πνευματικὴ γνώση, μὲ σκοπό, ἂν ὁἴδιος δὲν ἔχει φωτισμὸ ἀληθινῆς γνώσεως, βαδίζοντας μαζὶ μ᾿ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει, νὰ μὴν περπατάει στὸ σκοτάδι, νὰ μὴν κινδυνεύει ἀπὸ βρόχια καὶ παγίδες καὶ νὰμὴν πέφτει πάνω στὰ νοητὰ θηρία, ποὺ ζοῦν στὸ σκοτάδι καὶ ποὺ ἁρπάζουν καὶἀφανίζουν ὅσους περπατοῦν μέσα σ᾿ αὐτὸ χωρὶς τὸν νοητὸ λύχνο τοῦ θείου λόγου.
Ἀπὸ τὸ Γεροντικό
Ὁ ἀββᾶς Παλλάδιος εἶπε:
- Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀγωνίζεται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦΘεοῦ, πρέπει ἢ νὰ μαθαίνει σωστὰ ὅσα δὲν ξέρει ἢ νὰδιδάσκει μὲ σαφήνεια ὅσαἔμαθε. Ἂν δὲν θέλει νὰ κάνει τίποτε ἀπὸ τὰ δυό, τότε δὲν εἶναι καλά. Γιατὶ ἡ ἀρχὴ τῆςἀποστασίας βρίσκεται στὴνἔλλειψη τῆς διδαχῆς καὶ στὴνἀνορεξία τοῦ θείου λόγου, ποὺτὸν πεινάει πάντα ἡ φιλόθεη ψυχή.
***
Εἶπε πάλι ὁ ἀββᾶς Παλλάδιος:
- Περισσότερο κι ἀπὸ παράθυρο φωτεινό, πρέπει νὰ κυνηγάει κανεὶς τὶς συναναστροφὲς ἐνάρετων ἀνθρώπων, γιατὶ μὲ τὴ βοήθειά τους θὰ μπορέσει νὰδεῖ τὴν καρδιά του σὰν ἕνα καθαρογραμμένο βιβλίο καί, συγκρίνοντας τὴ ζωή του μὲ τὴ ζωὴ ἐκείνων, νὰ διαπιστώσει τὴ δική του ρᾳθυμία ἢ ἐπιμέλεια. Γιατὶστοὺς ἐνάρετους ὑπάρχουν πολλά, καὶ ἐξωτερικὰ ἀκόμα στοιχεῖα, ποὺφανερώνουν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς τους: τὸ χρῶμα, ποὺ ἁπλώνεται στὸπρόσωπο μὲ τὴ θεάρεστη πολιτεία, ὁ τρόπος τῆς ἐνδυμασίας, ἡ ἁπλότητα τοῦἤθους, ἡ σεμνότητα στὰ λόγια, τὸ ἀπέριττο στὶς λέξεις, ἡ σύνεση στὶς σκέψεις, ἡπροσοχὴ στὶς ἐκδηλώσεις. Ὅλα τοῦτα ὠφελοῦν ὑπερβολικὰ ὅσους τὰπαρατηροῦν, καὶ ἀποτυπώνουν στὶς ψυχές τους ἀναλλοίωτα πρότυπα ἀρετῆς.
***
Ἕνας γέροντας - διηγήθηκε ὁ ἀββᾶς Κασσιανὸς - ποὺ ἀσκήτευε στὴν ἔρημο, παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τοῦ δώσει τοῦτο τὸ χάρισμα: Ὅταν γίνεται πνευματικὴσυζήτηση, νὰ μὴ νυστάζει ποτέ, ὅταν ὅμως κανεὶς ἀργολογεῖ ἢ κατακρίνει, τότε νὰ τὸν παίρνει ὁ ὕπνος, γιὰ νὰ μὴ μολύνονται τ᾿ αὐτιά του μὲ τέτοιο δηλητήριο. Καὶ πραγματικά, τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε.
Ἔλεγε λοιπὸν αὐτὸς ὁ γέροντας, πὼς ὁ διάβολος εἶναι θιασώτης τῆςἀργολογίας καὶ ἀντίπαλος κάθε πνευματικῆς διδαχῆς.
Ἐπιβεβαίωνε μάλιστα τὸ λόγο του μὲ τοῦτο τὸ παράδειγμα:
- Μιὰ φορά, καθὼς μιλοῦσα γιὰ ψυχωφελῆ ζητήματα σὲ κάποιους ἀδελφούς, τόσο πολὺ νύσταξαν, ποὺ δὲν μποροῦσαν οὔτε τὰ βλέφαρά τους νὰ κουνήσουν. Κιἐγὼ τότε, θέλοντας νὰ φανερώσω πὼς αὐτὸ συμβαίνει ἀπὸ δαιμονικὴ ἐνέργεια,ἄρχισα ν᾿ ἀργολογῶ. Στὴ στιγμὴ ξενύσταξαν κι ἔγιναν ὁλόχαροι! Ἀναστέναξα καὶ τοὺς εἶπα: «Δέστε, ἀδελφοί μου! Ὅσο μιλούσαμε γιὰ οὐράνια πράγματα, τὰμάτια ὅλων σας τὰ ἔκλεινε ὁ ὕπνος. Μόλις ὅμως ἀκούστηκαν λόγια μάταια, ὅλοι ξενυστάξατε καὶ ἀκούγατε πρόθυμα. Σὰς παρακαλῶ λοιπόν, ἀδελφοί, νὰσυναισθανθεῖτε τὴν ἐνέργεια τοῦ πονηροῦ δαίμονα, κι ἔτσι νὰ εἶστε προσεκτικοὶκαὶ νὰ φυλάγεστε ἀπὸ τὸ νυσταγμό, κάθε φορὰ ποὺ κάνετε ἢ ἀκοῦτε κάτι πνευματικό».
***
Τρεῖς πατέρες εἶχαν τὴ συνήθεια νὰ πηγαίνουν κάθε χρόνο στὸν μακάριοἈντώνιο. Ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ δυὸ τοῦ ἔκαναν διάφορες ἐρωτήσεις γιὰ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ὁ τρίτος ὅμως σώπαινε καὶ δὲν ρωτοῦσε τίποτα.Ἀφοῦ λοιπὸν ἦρθαν πολλὲς φορὲς καὶ ὁ ἀδελφὸς ἐκεῖνος ἔτσι πάντα σώπαινε, μὴρωτώντας τὸ παραμικρό, τοῦ λέει κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:
- Μὰ τόσον καιρὸ ἔχεις ποὺ ἔρχεσαι ἐδῶ, καὶ δὲν μὲ ρωτᾷς τίποτα;
Ἐκεῖνος τότε ἀποκρίθηκε:
- Μοῦ φτάνει μόνο ποὺ σὲ βλέπω, πάτερ.
***
Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὅτι ὅσο ζοῦσαν οἱ γέροντες, ποὺ ἔμεναν δώδεκα μίλια μακριὰ ἀπὸ τὸ κελί του, πήγαινε καὶ τοὺς συναντοῦσε δυὸ φορὲς τὸ μήνα. Τοὺς φανέρωνε κάθε λογισμό του. Κι ἐκεῖνοι δὲν τοῦ ἔλεγαν τίποτε ἄλλο, παρὰμόνο τοῦτο:
«Ὅπου κι ἂν βρεθεῖς, μὴ λογαριάζεις τὸν ἑαυτό σου, καὶ θὰ ἔχεις ἀνάπαυση».
Διηγήθηκαν γιὰ ἕνα γέροντα, ὅτι νήστεψε ἑβδομήντα ἑβδομάδες, τρώγοντας μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, καὶ παρακαλώντας στὸ διάστημα αὐτὸ τὸ Θεὸ νὰτοῦ φανερώσει τὴ σημασία ἑνὸς χωρίου τῆς Γραφῆς. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν τοῦ τὴνἀποκάλυψε.
Λέει τότε μέσα του:
«Νά, τόσους κόπους ἔκανα, καὶ τίποτα δὲν κατόρθωσα. Ἂς πάω λοιπὸν στὸνἀδελφό μου καὶ ἂς τὸν ρωτήσω».
Φεύγοντας ὅμως, καθὼς ἔκλεινε πίσω τοῦ τὴν πόρτα, ἔστειλε ὁ Κύριος ἕνανἄγγελο, ποὺ τοῦ εἶπε:
- Οἱ ἑβδομήντα ἑβδομάδες τῆς νηστείας σου δὲν ἔφτασαν στὸ Θεό.
Ὅταν ὅμως ταπεινώθηκες καὶ κίνησες νὰ πᾶς στὸν ἀδελφό σου, Ἐκεῖνος μ᾿ἔστειλε γιὰ νὰ σοῦ ἐξηγήσω τὸ ρητό.
Καὶ ἀφοῦ τὸν πληροφόρησε γιὰ τὴ σημασία τοῦ χωρίου ποὺ ζητοῦσε,ἀναχώρησε.
***
Εἶπε κάποιος γέροντας:
- Αὐτὸς ποὺ μπαίνει σὲ ἀρωματοπωλεῖο, κι ἂν ἀκόμα δὲν ἀγοράσει τίποτα, παίρνει πάντως ἐπάνω του κάποια εὐωδία. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μ᾿ αὐτὸν ποὺἐπισκέπτεται τοὺς πατέρες. Ἂν θελήσει νὰ ἐργαστεῖ πνευματικά, τοῦ δείχνουν τὸδρόμο τῆς ταπεινώσεως, ποὺ τὸν προστατεύει σὰν τεῖχος ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν δαιμόνων.
***
Πῆγε κάποτε στὸν Ἀββᾶ Φήλικα ἕνας ἀδελφός, ἔχοντας μαζί του καὶ μερικοὺς κοσμικούς. Παρακάλεσε λοιπὸν τὸν Ἀββᾶ νὰ τοὺς πεῖ ὠφέλιμο λόγο. Ὁ γέρονταςὅμως σώπαινε. Ὁ ἀδελφὸς συνέχισε νὰ τὸν παρακαλεῖ ὥρα πολλή, ὁπότε ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:
- Θέλετε ν᾿ ἀκούσετε ψυχωφελῆ λόγο;
- Ναί, Ἀββᾶ, ἀποκρίθηκαν.
- Δὲν ὑπάρχει πιὰ λόγος, εἶπε ὁ γέροντας. Γιατὶ ὅταν οἱ ἀδελφοὶ ρωτοῦσαν τοὺς γέροντες καὶ ἔκαναν ὅσα ἐκεῖνοι τοὺς συμβούλευαν, ὁ Θεὸς ἔδινε λόγο, γιὰ νὰὠφεληθοῦν ἐκεῖνοι ποὺ ρωτοῦσαν. Τώρα ὅμως, ἐπειδὴ ρωτᾶνε ἀλλὰ δὲνἐφαρμόζουν ὅσα ἀκοῦνε, πῆρε ὁ Θεὸς τὴ χάρη τοῦ λόγου ἀπὸ τοὺς γέροντες. Δὲν βρίσκουν πιὰ τί νὰ ποῦν, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἐργάτης τῆς ἀρετῆς.
Ὅταν τὸν ἄκουσαν οἱ ἐπισκέπτες, ἀναστέναξαν καὶ εἶπαν:
- Προσευχήσου γιὰ μᾶς, Ἀββᾶ.

από το βιβλίο: Μικρός Ευεργετινός