Όσο η Θυσία δεν είναι παρούσα στο μυστήριο της αγάπης, κάτι
ουσιαστικό λείπει, κάτι ουσιαστικό είναι απόν από αυτή και η αγάπη είναι
καταδικασμένη στην καταστροφή.
Θυσία σημαίνει να είσαι φτιαγμένος άγια, να κομίζεις τον εαυτό σου ως μία προσφορά προκειμένου οι άλλοι να πληρωθούν μέσα σε τέλεια αμοιβαία ενατένιση. Αυτό ακριβώς πραγματώνεται μέσα στην ενδοτριαδική σχέση του Θεού μας (μεταξύ Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος).
Αυτό μας δίνει ένα εκπληκτικά δυναμικό όραμα του Θεού μας, ενός Θεού που είναι ζωντανός όχι επειδή είναι φτιαγμένος κατ’ αυτόν τον τρόπο και ανίκανος για οτιδήποτε άλλο από το θριαμβικό Του Φως, αλλά ενός Θεού που είναι αγάπη, ενός Θεού θυσιαστικής αγάπης, τέτοιας που σημάδεψε τον Σταυρό, ενός Θεού που αποδέχεται, καταφάσκει και επιλέγει τον θάνατο ως μία έκφραση αγάπης, ενός Θεού στον οποίο είναι εγγενές το μυστήριο της Ανάστασης, της νίκης καταπάνω στον θάνατο.
Όταν η αγάπη κάνει την εμφάνισή της, ο πόθος του ανθρώπου να επιβεβαιώσει τον εαυτό του παραμένει στο ξεκίνημα ακόμα δυνατός. Λέμε «εσύ είσαι η αγάπη μου» και τονίζουμε τρομερά τη λέξη «μου» εκλαμβάνοντας το «εσύ» σαν αντικείμενο και χρησιμοποιώντας τη λέξη «αγάπη» όχι ως όνομα ζωογόνου δυναμικής αλλά σαν έναν απλό και σκέτο σύνδεσμο που συνδέει το «εσύ» με το «μου».
Όταν όμως η αγάπη προκόβει, όταν ανακαλύπτοντας τον άλλο, αυξάνεται ο θαυμασμός, η εκστατικότητα, η λατρεία και ο σεβασμός του προσώπου του, τότε το «μου» αρχίζει να συρρικνώνεται, το «εσύ» να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία και η σχέση μεταξύ των δύο δεν είναι πια μία απλή σχέση συνδέσμου αλλά γίνεται μία σχέση αληθινά δυναμική. Σ’ αυτή τη σχέση ο άλλος αποκτά μία ολοένα μεγαλύτερη σημασία και ταυτόχρονα η δική μου σημασία γίνεται ολοένα και λιγότερη, έτσι ώστε σταδιακά το αγαπημένο πρόσωπο να σημαίνει τα πάντα και το «εγώ» να μη σημαίνει τίποτα πια για μένα.
Αυτό εννοούσε και ο Χριστός όταν έλεγε πως κανείς δεν έχει μεγαλύτερη αγάπη από αυτόν που είναι πρόθυμος να θυσιάσει τη ζωή του για τον αγαπημένο του, τον πλησίον του.
Θυσία σημαίνει να είσαι φτιαγμένος άγια, να κομίζεις τον εαυτό σου ως μία προσφορά προκειμένου οι άλλοι να πληρωθούν μέσα σε τέλεια αμοιβαία ενατένιση. Αυτό ακριβώς πραγματώνεται μέσα στην ενδοτριαδική σχέση του Θεού μας (μεταξύ Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος).
Αυτό μας δίνει ένα εκπληκτικά δυναμικό όραμα του Θεού μας, ενός Θεού που είναι ζωντανός όχι επειδή είναι φτιαγμένος κατ’ αυτόν τον τρόπο και ανίκανος για οτιδήποτε άλλο από το θριαμβικό Του Φως, αλλά ενός Θεού που είναι αγάπη, ενός Θεού θυσιαστικής αγάπης, τέτοιας που σημάδεψε τον Σταυρό, ενός Θεού που αποδέχεται, καταφάσκει και επιλέγει τον θάνατο ως μία έκφραση αγάπης, ενός Θεού στον οποίο είναι εγγενές το μυστήριο της Ανάστασης, της νίκης καταπάνω στον θάνατο.
Όταν η αγάπη κάνει την εμφάνισή της, ο πόθος του ανθρώπου να επιβεβαιώσει τον εαυτό του παραμένει στο ξεκίνημα ακόμα δυνατός. Λέμε «εσύ είσαι η αγάπη μου» και τονίζουμε τρομερά τη λέξη «μου» εκλαμβάνοντας το «εσύ» σαν αντικείμενο και χρησιμοποιώντας τη λέξη «αγάπη» όχι ως όνομα ζωογόνου δυναμικής αλλά σαν έναν απλό και σκέτο σύνδεσμο που συνδέει το «εσύ» με το «μου».
Όταν όμως η αγάπη προκόβει, όταν ανακαλύπτοντας τον άλλο, αυξάνεται ο θαυμασμός, η εκστατικότητα, η λατρεία και ο σεβασμός του προσώπου του, τότε το «μου» αρχίζει να συρρικνώνεται, το «εσύ» να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία και η σχέση μεταξύ των δύο δεν είναι πια μία απλή σχέση συνδέσμου αλλά γίνεται μία σχέση αληθινά δυναμική. Σ’ αυτή τη σχέση ο άλλος αποκτά μία ολοένα μεγαλύτερη σημασία και ταυτόχρονα η δική μου σημασία γίνεται ολοένα και λιγότερη, έτσι ώστε σταδιακά το αγαπημένο πρόσωπο να σημαίνει τα πάντα και το «εγώ» να μη σημαίνει τίποτα πια για μένα.
Αυτό εννοούσε και ο Χριστός όταν έλεγε πως κανείς δεν έχει μεγαλύτερη αγάπη από αυτόν που είναι πρόθυμος να θυσιάσει τη ζωή του για τον αγαπημένο του, τον πλησίον του.
Αnthony Bloom