Ο άγιος Αρσένιος σαν άνθρωπος πολλής προσευχής, κι αυτή ήταν
η πηγή της τροφοδοσίας του, έπαιρνε δύναμη από τον Θεό, έπαιρνε ασφάλεια από
τον Χριστό, γέμιζε η καρδιά του έτσι πολύ ειρήνη.
Σε σημείο που τον έβλεπαν οι άνθρωποι στο πρόσωπο και καταλάβαιναν
ότι αυτός ο άνθρωπος δεν τους έχει ανάγκη εξάρτησης, απλώς τους αγαπά, αλλά δεν
είναι ότι από αυτούς πάει να πάρει πράγματα, δεν έχει κι ανάγκη να πάρει από
αυτούς πράγματα ας πούμε την ευτυχία μου δεν θα την εξαρτήσω από εσένα, ούτε
εσύ από εμένα, αλλά από τον Θεό.
Από εκεί παίρνει δύναμη, αξία, ασφάλεια, κουράγιο, ελπίδα.
Και τον έβλεπαν λέει. Την ώρα της προσευχής κάποιος τον είχε δει κρυφά στο κελί
του, πήγε να μπει μισανοίγει την πόρτα και τον βλέπει λέει να λάμπει το πρόσωπο
του και τα χέρια του ήταν σαν πύρινες φλόγες.....
.... Ειδικά λέει το Σάββατο το βράδυ που ξημέρωνε Κυριακή έκανε προσευχή και ξεκίναγε την ώρα που ο ήλιος ήταν από πίσω του, χτύπαγε την πλάτη του ο ήλιος, στο ηλιοβασίλεμα και σταμάταγε την προσευχή του, όταν ήλιος τον ξαναχτύπαγε στο πρόσωπο, από την άλλη πλευρά πλέον, την ανατολή. Δύση και ανατολή.
Ξεκίναγε την προσευχή με τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου
που μίλαγε στον ήλιο, τον Χριστό δηλαδή και τον ξανασυναντούσε ο ήλιος ο
φυσικός του ουρανού και τότε σταματούσε την προσευχή. Όλη νύχτα προσευχή και
μετά ήταν όλη του η ζωή φωτισμένη. Γιατί όταν ξεκινάς όλη σου την ζωή με τον
ήλιο και καταλήγεις πάλι στον ήλιο, γίνεσαι κι εσύ ήλιος, συνέχεια είσαι μέσα
στο φως....
....Και σου λέει ο αββάς Αρσένιος, έλα μαζί μου ένα Σάββατο βράδυ να σε πάρω μαζί μου, έλα να πιάσουμε κουβέντα.
Όχι δεν θα πιάσουμε κουβέντα, για γονάτισε.
Ωραία γονάτισα, τώρα.
Τώρα μην μιλάς, τώρα μίλα στον Θεό, πιάσε επαφή με τον Θεό και νοιώσε ότι είναι ο Δημιουργός σου, ο Σοφός Πατέρας, ο Άγιος, ο Πανάγαθος, ο Παντοκράτορας, ο Πανταχού παρών, που σε γεμίζει ασφάλεια και δύναμη και εμπιστοσύνη και τώρα να σταματήσουμε και να μιλάμε.
Και αρχίζει και σου ξαναμιλάει το πρωί.
Και λες τι κάνω όλη νύχτα;......