Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Ο Ορθόδοξος Ναός:η ιστορία του και τα μέρη που έχει.


             Ο ΟΡ­ΘΟ­ΔΟ­ΞΟΣ ΝΑ­ΟΣ
                     (Η ιστορία του)
Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α συ­νή­θως συ­να­θροί­ζε­ται μέ­σα στό Να­ό, ἕνα κτίσμα κα­τάλ­λη­λα δι­α­μορ­φω­μέ­νο μέ πνευ­μα­τι­κούς συμ­βο­λι­σμούς γιά νά βο­η­θοῦν­ται οἱ πι­στοί στήν πνευ­μα­τι­κή τους πο­ρεί­α. Γιά τό να­ό καί τό πε­ρι­ε­χό­με­νό του, θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με στή συ­νέ­χεια.
῾Ο Θε­ός, σί­γου­ρα δέν ἔ­χει ἀ­νά­γκη ἀ­πό Να­ούς καί οἰ­κο­δο­μές, ἀλ­λά  ὁ ἄν­θρω­ποςἔ­χει ἀ­νά­γκη νά ἔ­χει να­ούς γι­ά νά ἐκ­δη­λώ­νει στό χῶ­ρο αὐ­τό τή λα­τρεί­α πρός τό Δη­μιουρ­γό του καί νά εὐ­χα­ρι­στεῖ τόν Δω­ρε­ο­δό­τη του. Στό χῶ­ρο τοῦ Ναοῦ μα­ζεύ­ε­ται ἡ χρι­στι­α­νι­κή σύ­να­ξη γι­ά νά ἀ­να­πέμ­ψει στό Θε­ό προ­σευ­χές δο­ξο­λο­γί­ας καίεὐ­χα­ρι­στί­ας γι­ά τίς τό­σες εὐ­ερ­γε­σί­ες πού ἀ­πο­λαμ­βά­νει. Μέ­σα στό να­ό ἡ Ἐκ­κλη­σί­α θά συ­νε­χί­σει τήν ἀ­ναί­μα­χτη Θυ­σί­α τοῦ Υἱ­οῦ πρός τό Πα­τέ­ρα. Μέ­σα στό να­ό εἶ­ναι πού τε­λοῦν­ται τά Μυ­στή­ρια πού μᾶς ἁ­γιά­ζουν καί μᾶς κα­θα­ρί­ζουν καί μᾶςἑ­νώ­νουν μέ τόν Πλά­στη μας.

       Τό κτί­σι­μο τέ­τοι­ου οἰ­κο­δο­μή­μα­τος καί  τῆς  ἀ­φι­ερώ­σε­ώς του στό Θε­ό, ἔ­χει τήν ἀρ­χή του ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τοῦ βα­σι­λι­ά Σο­λο­μών­τα.῾Ο βα­σι­λι­άς αὐ­τός, γι­ός τοῦ Δαυ­ΐδ, ἔ­κτι­σε ἕ­να με­γα­λο­πρε­πή Να­ό καί τόν ἀ­φι­έ­ρω­σε στόν ῞Υ­ψι­στο. Αὐ­τόὅ­πως φα­ί­νε­ται ἄ­ρε­σε στό Θε­ό. Καί αὐ­τό βγα­ί­νει ἀ­πό τήν ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Θε­οῦπρός τό πα­τέ­ρα τοῦ Σο­λο­μών­τα, τό βα­σι­λιά Δαυ­ΐδ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ζή­τη­σε νά κτί­σει να­ό στό Θε­ό. Λέ­γει ὁ Σο­λο­μών· ῾« Καί εἶ­πεν Κύ­ριος πρός τόν πα­τέ­ρα μου, ἀν­θ᾿ ὧνἦλ­θεν ἐ­πί τήν καρ­δί­αν σου τοῦ οἰ­κο­δο­μῆ­σαι οἶ­κον τῷ  ὀ­νό­μα­τί μου, κα­λῶς ἐ­πο­ί­η­σας ὅ­τι ἐ­γε­νή­θη ἐ­πί τήν καρ­δί­αν σου»( Γ.Βασ.8, 18). Τό῾῾κα­λῶς ἐ­πο­ί­η­σας᾿᾿ μαρ­τυ­ρεῖ τήν εὐ­α­ρέ­σκειαν τοῦ Κυ­ρί­ου στήν ἀ­πό­φα­ση τοῦ Δαυ­ΐδ νά ἀ­νε­γεί­ρει να­όστόν Κύ­ρι­ο. ῞Ο­μως δέν τοῦ ἐ­πἐ­τρε­ψεν ὁ Θε­ός γι­α­τί, ἦ­ταν ᾿᾿ ἄν­δρας αἱ­μά­των᾿᾿ καίτό ἔρ­γο ἔ­φε­ρε εἰς πέ­ρας ὁ γι­ός του ὁ Σο­λο­μών. Προ­σευ­χό­με­νος ὁ Σο­λο­μών στόΘε­ό, γι­ά τό ἔρ­γο αὐ­τό, ἔ­λε­γε· « Κύ­ρι­ε, ἐ­σέ­να πού δέ χω­ρεῖ ὁ οὐ­ρα­νός θά σέ χω­ρέ­σει ὁ να­ός αὐ­τός; κι᾿ ὅ­μως πα­ρά τήν ἀ­πει­ρό­τη­τά σου καί τή με­γα­λω­σύ­νη σου, ρί­ξε σέ πα­ρα­κα­λῶ βλέμ­μα σπλα­χνι­κό στήν προ­σευ­χή μου, καί ἄς εἶ­ναι οἱ ὀ­φθαλ­μοίσου στραμ­μέ­νοι πρός τό να­ό τοῦ­το καί ὅ­σοι προ­σεύ­χο­νται σ᾿  αὐ­τόν καί ζη­τοῦν τή βο­ή­θει­ά σου θά εἰ­σα­κού­εις σ᾿ αὐ­τούς καί θά τούς συγ­χω­ρεῖς...καί ἵ­λε­ως ἔ­σῃκαί δώ­σεις ἀν­δρί κα­τά τήν καρ­δί­αν αὐ­τοῦ».
       Με­τά τήν προ­σευ­χή αὐ­τή ἀ­πα­ντᾶ ὁ Θε­ός. «Πε­ποί­η­κα κα­τά πᾶ­σαν τήν προ­σευ­χή σου, ἡ­γί­α­κα τόν οἶ­κον τοῦ­τον, ὅν  ὠ­κο­δό­μη­σας τοῦ θέ­σθαι τό ὄ­νο­μά μου ἐ­κεῖ εἰς τόν αἰ­ῶ­να, καί ἔ­σον­ται οἱ ὀ­φθαλ­μοί μου ἐ­κεῖ καί ἡ καρ­δί­α μου πά­σας τάςἡ­μέ­ρας» (Γ. Βα­σιλ. 9,3). Δη­λα­δή ἱ­κα­νο­πο­ί­η­σα ὅ­λα τά αἰ­τή­μα­τά σου καί ἁ­γί­α­σα τό να­ό πού ἔ­κτι­σες στό ὄ­νο­μά μου, καί σ᾿ αὐ­τόν θά εἶ­ναι πάν­το­τε στραμ­μέ­νοι πάν­το­τε οἱ ὀ­φθαλ­μοί μου καί ἠ καρ­δί­α μου.
       Πρῶ­το, λοι­πόν, με­γα­λο­πρε­πές οἰ­κο­δό­μη­μα γι­ά τή λα­τρε­ί­α τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦΘε­οῦ, ἦ­ταν ὁ να­ός πού ἔ­κτι­σε ὁ σο­φός Σο­λο­μών· ἐ­κεῖ πή­γαι­ναν οἱ ᾿Ι­ου­δαῖ­οι καίλά­τρευ­αν τό Θε­ό, ἐ­κεῖ σύ­χνα­ζε καί ῾Ο Χρι­στός καί οἱ μα­θη­τές του καί ἐ­προ­σε­ύ­χον­το.( Πράξ. 3, 1). ῾Ο με­γα­λο­πρε­πής αὐ­τός να­ός κα­τα­στρά­φη­κε τό 40 μ.Χ. ἀ­πότο­ύς Ρω­μα­ί­ους, ἕ­νε­κα τοῦ με­γά­λου ἐγ­κλή­μα­τος πού δι­έ­πρα­ξαν οἱ ῾Ε­βραῖ­οι ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Χρι­στοῦ.
       Με­τά τήν ῾Α­νά­λη­ψη τοῦ Κυ­ρί­ου στο­ύς οὐ­ρα­νο­ύς, οἱ ἀ­πό­στο­λοι καί οἱ νέ­οι μα­θη­ταί τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐ­μα­ζε­ύ­ον­ταν σέ εἰ­δι­κο­ύς χώ­ρους καί τε­λοῦ­σαν τήν θε­ί­αν Εὐ­χα­ρι­στί­α. Οἱ χῶ­ροι αὐ­τοί λέ­γον­ταν ῾῾Εὐ­κτή­ριοι οἶ­κοι᾿᾿ σπί­τια προ­σευ­χῆς.῞Ε­νας τέ­τοι­ος τό­πος ἦ­ταν καί τό ῾Υ­περ­ρῶ­ο στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. ᾿Αρ­γό­τε­ρα ἐ­πει­δή πλή­θαι­ναν οἱ χρι­στια­νοί ἀ­να­ζή­τη­σαν πι­ό εὑ­ρύ­χω­ρο μέ­ρος καί κα­τάλ­λη­λα δι­α­ρυθ­μι­σμέ­νο γι­ά νά τε­λοῦν τή θε­ί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α· το­ύς χώ­ρους αὐ­το­ύς το­ύς ὀ­νό­μα­ζαν Να­ο­ύς. Τέ­τοι­οι Να­οί ὐ­πῆρ­χαν ἐ­πί Δι­ο­κλη­τια­νοῦ, ἀλ­λά το­ύς κα­τέ­στρε­ψε ὁ εἰ­δω­λο­λά­τρης αὐ­το­κρά­το­ρας μέ το­ύς δι­ωγ­μο­ύς πού ἐ­ξα­πέ­λυ­σε ἐ­ναν­τί­ον τῶν χρι­στια­νῶν.
Φαί­νε­ται ὅ­τι οἱ Να­οί αὐ­τοί προ­ῆλ­θαν ἀ­πό τά ῾῾Μαρ­τύ­ρια᾿­᾿. Τά Μαρ­τύ­ρια ἦ­ταν μι­κρά οἰ­κο­δο­μή­μα­τα πού ἔ­κτι­ζαν οἱ χρι­στια­νοί πά­νω στο­ύς τά­φους τῶν μαρ­τύ­ρων καί τά ὁ­ποῖ­α στίς τρεῖς πλευ­ρές εἶ­χαν ἀ­ψῖ­δες. Κά­τω ἀ­πό τίς ἀ­ψῖ­δες αὐ­τές μα­ζεύ­ο­νταν οἱ  χριστι­α­νοί κά­θε ἐ­πέ­τει­ο τοῦ θα­νά­του τοῦ Μάρ­τυ­ρα καί τελοῦ­σαν τή θ. Λει­τουρ­γί­α. Μέ τόν και­ρόν αὐ­τές οἱ ἀ­ψῖ­δες ἐ­ξε­λή­χθη­σαν σέ με­γα­λο­πρε­πεῖς Να­ούς.
 ῞Ο­πως ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἱ­στο­ρι­κά, ἡ πλά­κα τοῦ τά­φου τοῦ Μάρ­τυ­ρα χρη­σι­μο­ποι­ό­ταν σάν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα, πού τε­λοῦ­σαν τή Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α τήν ἡ­μέ­ρα τῆς γι­ορ­τῆς τοῦ Μάρ­τυ­ρα.  Τό γε­γο­γο­νός αὐ­τό ἐ­πη­ρέ­α­σε πο­λύ τή μελ­λο­ντι­κή πο­ρεί­α τοῦΝαοῦ καί τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας.
Τό μι­σό δεύ­τε­ρο τοῦ 4ου αἰ­ώ­να, οἱ χρι­στι­α­νοί με­τέ­φε­ραν τά λεί­ψα­να τῶν Μαρ­τύ­ρων στίς πό­λεις καί ἔ­κτι­ζαν με­γα­λο­πρε­πεῖς Να­ούς καί το­πο­θε­τοῦ­σαν τά λεί­ψα­να κά­τω ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα. Γι­' αὐ­τό συ­νε­χί­ζε­ται μέ­χρι σή­με­ρα ὁ κα­θα­για­σμός καί τά ἐγ­καί­νια τοῦ Να­οῦ μέ τήν το­πο­θέ­τη­ση στήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα λεί­ψα­ναἉ­γί­ων. Τό­σο ὁ Μ. Κων­σταν­τῖ­νος ὄ­σο καί ὁ Ἰ­ου­στι­νια­νός, ἀ­νέ­λα­βαν δρᾶ­ση γι­ά τήν ἀ­νοι­κο­δό­μη­ση πα­λαι­ῶν καί νέ­ων Μαρ­τυ­ρί­ων - Να­ῶν.. Τό ἔρ­γο αὐ­τό τό συ­νέ­χι­σαν καί ἄλ­λοι χρι­στια­νοί αὐ­το­κρά­το­ρες, μέ ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα τό με­γα­λο­πρε­πήΝα­ό τῆς ῾Α­γί­ας Σο­φί­ας στήν Κων­σταν­τι­νο­ύ­πο­λη, πού ἔ­κτι­σε ὁ ᾿Ι­ου­στι­νια­νός καί καυ­χώ­με­νος εἶ­πε «νε­νί­κη­κά σε Σο­λο­μών». ῞Ε­κτο­τε πέ­ρα­σαν οἱ Να­οί σέ δι­ά­φο­ρους ρυθ­μο­ύς καί σχή­μα­τα τά ὁ­ποῖ­α δέν θά ἀ­να­φέ­ρου­με ἐ­δῶ.
       Κά­θε Να­ός πού κτι­ζό­ταν ἁ­φι­ε­ρω­νό­ταν εἴ­τε στό ὄ­νο­μα τῆς ῾Α­γί­ας Τρι­ά­δος, εἴ­τε τῆς Θε­ο­τό­κου, εἴ­τε στό ὄ­νο­μα κά­ποι­ου ἁ­γί­ου Μάρ­τυ­ρα. Θά πρέ­πει νά ποῦ­με ὅ­τι κά­θε Να­ός ἐγ­και­νι­ά­ζε­ται καί ἁ­γι­ά­ζε­ται ἀ­πό τόν ἐ­πί­σκο­πο δι­ά τοῦ ῾Α­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος καί κα­τά τήν τε­λε­τήν τῶν ᾿Εγ­και­νί­ων πού τε­λεῖ­ται μέ ἀ­γρυ­πνί­α, χρε­ί­ε­ται ἐσ­σω­τε­ρι­κά μέ ἅ­γιο Μῦ­ρο καί στήν ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα το­πο­θε­τοῦν­ται λε­ί­ψα­να ἁ­γί­ων.      
       

       Στήν τε­λι­κή του μορ­φή ὁ  ὀρ­θό­δο­ξος Να­ός δι­α­κρί­θη­κε σέ τρί­α μέ­ρη. Τό νάρ­θη­κα ἤ πρό­να­ο, τόν κυ­ρί­ως Να­ό καί τό ἱ­ε­ρό Βῆ­μα.                               
       Νάρ­θη­κας ἤ πρό­να­ος λέ­γε­ται τό πρός τά δυ­τι­κά μέ­ρος τοῦ Ναοῦ, ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ον ἄλ­λο­τε οἱ κα­τη­χο­ύ­με­νοι πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν τό πρῶ­το μέ­ρος τῆς θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας τήν λε­γο­μέ­νην λει­τουρ­γί­α τῶν Κα­τη­χου­μέ­νων. Στό μέ­ρος αὐ­τό τοῦ Ναοῦἐ­τε­λοῦν­το καί δι­ά­φο­ρες τε­λε­τές καί ἀ­κου­λου­θί­ες.
       ῾Ο κυ­ρί­ως Να­ός· Στόν  κυ­ρί­ως Να­ό δι­α­κρί­νου­με, Τά στα­σί­δια, τόν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κὀ θρό­νο, τόν ἄμ­βω­να, τά ἀ­να­λό­για, τό σο­λέ­α ἤ σο­λεῖ­ον, τό εἰ­κο­νο­στά­σι ἤ τέμ­πλο.
        Τά στα­σί­δια, εἶ­ναι τά ξύ­λι­να κα­θί­σμα­τα γι­ά νά ξε­κου­ρά­ζουν το­ύς πι­στο­ύς κα­τά τίς με­γά­λες ἀ­κο­λου­θί­ες καί στίς στιγ­μές πού ἐ­πι­τρέ­πε­ται τό κά­θι­σμα. ᾿Ε­δῶ θά πρέ­πει νά ἐ­πι­ση­μά­νου­με ὅ­τι δέν εἶ­ναι σω­στό νά ἀ­να­γράφο­νται ὀ­νό­μα­τα στά στα­σί­δι­α καί νά τά δι­εκ­δι­κοῦν οἰ δω­ρη­τές, γι­α­τί ὅ,τι δω­ρη­θεῖ στήν ᾿Εκ­κ­λη­σί­α εἶ­ναι κοι­νό, χά­νει τή ἰ­δι­ο­κτη­σί­α του, ἀ­νή­κει στήν ᾿Εκ­κ­λη­σί­α.
       ῾Ο ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κός θρό­νος, βρί­σκε­ται στά δε­ξιά τοῦ εἰ­σερ­χο­μέ­νου στόν κυ­ρί­ως Να­ό καί εἶ­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νος ἐ­πά­νω στό σο­λέ­α. Ἀρ­χι­κά ἦ­ταν στή μέ­ση τοῦΝαοῦ. Στό θρό­νο αὐ­τό, στέ­κει ὁ ἐ­πί­σκο­πος ὅ­ταν χο­ρο­στα­τεῖ. Στό θρό­νο, εἶ­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νη καί ἡ εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ ἐ­πει­δή Αὐ­τός εἶ­ναι ἡ κε­φα­λή τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας. ῾Ο ἀρ­χι­ε­ρέ­ας εἶ­ναι ὁ ἀν­τι­πρό­σω­πος τοῦ Κυ­ρί­ου καί με­τέ­χει στήν ῾Ι­ε­ρω­σύ­νη τοῦ Χρι­στοῦ καί εἶ­ναι ἡ ὁ­ρα­τή κε­φα­λή τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας. Γι᾿ αὐ­τό λέ­γει καί ὁ ἅ­γιος᾿Ι­γνά­τιος ὁ θε­ο­φό­ρος, « ὅ­που ἐ­πί­σκο­πος ἐ­κεῖ καί ἡ ᾿Εκ­κλη­σία»­.
       ῾Ο ἄμ­βω­νας, βρί­σκε­ται ἀ­ρι­στε­ρά ἀ­πέ­ναν­τι τοῦ Δε­σπο­τι­κοῦ θρό­νου στη­ρί­ζε­ται δέ, σέ μι­ά ἀ­πό τίς κο­λῶ­νες τοῦ Ναοῦ. Πῆ­ρε κι᾿ αὐ­τός δι­ά­φο­ρες μορ­φές καίσή­με­ρα ἀ­κό­μα βλέ­που­με δι­α­φο­ρο­ποι­ή­σεις. ᾿Α­πό τόν ἄμ­βω­να στά χρό­νια τῶν Κα­τη­χου­μέ­νων, ὁ δι­ά­κο­νος ἀ­πάγ­γε­λε τά εἰ­ρη­νι­κά καί δι­έ­τασ­σε το­ύς Κα­τη­χο­ύ­με­νους νά ἀ­πέλ­θουν. Καί ἡ αὐ­το­κρα­το­ρι­κή στέ­ψη ἐ­γί­νε­το στόν ἄμ­βω­να ὅ­που ὁΠα­τρι­άρ­χης ἔ­χρι­ε σταυ­ρο­ει­δῶς μέ Μῦ­ρο τόν αὐ­το­κρά­το­ρα. Σή­με­ρα ἀ­πό τόν ἄμ­βω­να δι­α­βά­ζε­ται τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο καί κά­πο­τε γί­νε­ται τό κή­ρυ­γμα τοῦ θεί­ου λό­γου.
       Τά ἀ­να­λό­γι­α, εἶ­να τά ξύ­λι­να βή­μα­τα πού βλέπου­με δε­ξι­ά καί ἀ­ρι­στε­ρά τῶν χο­ρῶν τῶν ψαλ­τῶν. Στά πα­λι­ά χρό­νι­α πού ἔ­ψαλ­λεν ὁ λα­ός ἧ­ταν στό κέ­ντρο τοῦΝαοῦ μέ τόν ἄμ­βω­να. Ὅ­ταν ὅ­μως ἐ­πε­κρά­τη­σε ἡ ἀ­ντι­φω­νι­κή ψαλ­μω­δί­α πού χώ­ρι­σε τούς ψάλ­τες σέ χο­ρούς, ἐ­το­ποθε­τή­θη­σαν δύ­ο ἀ­να­λό­γι­α, ἕ­να σέ κά­θε χο­ρό ὅ­πως τά βλέ­που­με σή­με­ρα, γι­ά χρή­ση τῶν ψαλ­τῶν.
       Σο­λέ­ας, εἶ­ναι ὁ χῶ­ρος με­τα­ξύ τοῦ τέ­μπλου καί τοῦ θρό­νου τοῦ ἀρ­χι­ε­ρέ­α τόνὁ­ποῖ­ο βλέ­που­με χω­ρι­σμέ­νο μέ κι­γκλί­δω­μα σέ πολ­λούς Να­ούς.
       Τό εἰ­κο­νο­στά­σι, εἶ­ναι τό σκα­λι­στό ξύ­λι­νο δι­άφρα­γμα πού χω­ρί­ζει τό ἅ­γι­ο Βῆ­μα ἀ­πό τόν κυ­ρί­ως Να­ό. Αὐ­τό σάν ἄλ­λο τεῖ­χος κα­λύ­πτει τά τε­λού­με­να ἐ­ντός τού Ἱε­ροῦ Βή­μα­τος ἐ­νῶ στρέ­φει πρός το­ύς πι­στο­ύς τίς εἰ­κό­νες του, τά ὁ­ρα­τά ση­μεῖ­α τῶν ἀ­ο­ρά­των πραγ­μά­των. Πα­λιά τό τέμ­πλο δέν εἶ­χε τήν ἴ­δια μορ­φή· ἤ­ταν ἕ­να χα­μη­λό κιγ­κλί­δω­μα πού χώ­ρι­ζε τόν κυ­ρί­ως Να­ό ἀ­πό τό Ἱ­ε­ρό Βῆ­μα. Τή ση­με­ρι­νή του μορ­φή τήν πῆ­ρε με­τά τόν θρί­αμ­βο τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας ἐ­πί τῶν εἰ­κο­νο­μά­χων. Στή μέ­ση τοῦ τέμ­πλου βλέ­που­με τήν ῾Ω­ρα­ί­α Πύ­λη, βλέ­πο­ντας πρός τό τέ­μπλο καίδε­ξι­ά μας εἶ­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νη μι­ά με­γά­λη εἰ­κό­να τοῦ Βα­σι­λέ­α Χρι­στοῦ καί στ᾿ἀ­ρι­στε­ρά μας εἶ­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νη με­γά­λη εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας μας καί στή συ­νέ­χει­α βλέ­που­με με­γά­λες εἰ­κό­νες τοῦ Προ­δρό­μου, τοῦ ᾿Ι­ωάν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου καίἄλ­λες. Στίς δύ­ο ἄ­κρες τοῦ τέ­μπλου βρί­σκο­νται δύ­ο μι­κρές θύ­ρες πού  ἔ­χουν ζω­γρα­φι­σμέ­νους, ἡ μι­ά τόν ᾿Αρ­χάγ­γε­λο Μι­χα­ήλ καί ἡ ἄλ­λη τόν Γα­βρι­ήλ, σάν ἄλ­λους φρου­ρούς νά ἐ­μπο­δί­ζουν αὐ­τούς πού μπαί­νουν στό ἱ­ε­ρό. Ψη­λά στό τέ­μπλο εἶ­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νες μι­κρές εἰ­κό­νες συ­νή­θως ἀ­πό τό δω­δε­κα­όρ­τι­ον τῆς ᾿Εκ­κ­λη­σί­ας. Πι­ό ψη­λά δε­σπό­ζει ὁ ᾿Ε­σταυ­ρω­μέ­νος Κύ­ρι­ος καί δί­πλα Του ἡ Παρ­θέ­νος καίΜη­τέ­ρα Του Μα­ρί­α καί ὁ ᾿Ι­ωάν­νης ὁ Θε­ο­λό­γος. ᾿Ε­πί­σης ἀ­πό ψη­λά κρέ­μο­νται ἀ­ση­μέ­νι­α κα­ντή­λι­α πρός τι­μή τῶν εἰ­κο­νι­ζο­μέ­νων ἀλ­λά καί νά φω­τί­ζουν τό χῶ­ροὅ­πως πα­λι­ά στό να­ό τοῦ Σο­λο­μῶ­ντος οἱ χρυ­σές λυ­χνί­ες.( Α. Βα­σιλ. 7, 9).
       Τό ῞Α­γιο Βῆ­μα, εἶ­ναι τό πι­ό μι­κρό ἀλ­λά καί τό ἱ­ε­ρό­τε­ρο μέ­ρος, εἶ­ναι ἡ ψυ­χήτοῦ να­οῦ. Εἶ­ναι τά «῞Α­για τῶν ῾Α­γί­ων» για­τί ἐ­δῶ ἁ­γι­ά­ζον­ται τά τί­μια δῶ­ρα καίμε­τα­βάλ­λον­ται σέ Σῶ­μα καί Αἷ­μα Χρι­στοῦ. Πά­νω στήν ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα βρί­σκε­ται πάν­το­τε το σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου μέ­σα στό ἀρ­το­φό­ριο.
       Στόν ἱ­ε­ρό αὐ­τό χῶ­ρο δι­α­κρί­νου­με, τήν ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα, καί τήν ἱ­ε­ρή Πρό­θε­ση,ἤ Προ­σκο­μι­δή. ῎Αλ­λο­τε ὐ­πῆρ­χαν τό Σύν­θρο­νο καί τό σκευ­ο­φυ­λά­κι­ο, ἀλ­λά σή­με­ραἐ­ξέ­λει­παν.
       Η ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα, εἶ­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νη στό μέ­σον τοῦ χώ­ρου καί κα­τα­σκευ­ά­ζε­ται ἀ­πό ξύ­λο σκα­λι­στό ἤ μάρ­μα­ρο. ῾Η ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα εἶ­ναι ὁ Γολ­γο­θᾶς, τό Θυ­σι­α­στή­ριον πά­νω στό ὁ­ποῖ­ον ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται σέ κά­θε Λει­τουρ­γί­α ἡ ἀ­να­ί­μα­κτη θυ­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου. Κα­τά τή Με­γά­λη Εἴ­σο­δο τά τί­μια δῶ­ρα πού συμ­βο­λί­ζουν τόν Χρι­στό, με­τα­φέ­ρον­ται στήν ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα γι­ά νά ἐ­πι­τε­λε­σθεῖ τό Μυ­στή­ριο τῆς Θε­ί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, γι­ά νά  θρέ­ψει καί νά ἁ­γι­ά­σει τίς ψυ­χές πού συμ­με­τέ­χουν καί με­τα­λαμ­βά­νουν ἀ­πό τήν Θυ­σί­αν αὐ­τήν. ᾿Ε­πά­νω στήν ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα καί μέ­σα στό ἀρ­το­φό­ριο, φυ­λά­γε­ται ὁ­λό­χρο­να τό Σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου γι­ά νά με­τα­λαμ­βά­νουν οἱ πι­στοί σέ ἔ­κτα­κτες ἀ­νάγ­κες. Εἶ­ναι λοι­πόν ἡ ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα, Θυ­σι­α­στή­ριον, Γολ­γο­θᾶς, μυ­στι­κή, ἤ πνευ­μα­τι­κή Τρά­πε­ζα.
       ῾Η ῾Ι­ε­ρή Πρό­θε­ση. Μπα­ί­νον­τας στό Να­ό τή βλέ­που­με στά ἀ­ρι­στε­ρά· εἶ­ναιἕ­να κο­ί­λω­μα μέ­σα στόν τοῖ­χο καί εἶ­ναι σάν μι­ά μι­κρή Τρά­πε­ζα στήν ὁ­ποῖ­α με­τα­φέ­ρον­ται οἱ προ­σφο­ρές, ὁ ἄρ­τος καί ὁ οἷ­νος πού ξε­χω­ρί­στη­καν γι­ά τή θ. Λει­τουρ­γί­α. Γι­ά τά ὅ­σα γί­νον­ται ἐ­δῶ ἀ­να­φερόμαστε σέ εἰ­δι­κό μέ­ρος.
       Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ Να­ός καί ὅ­σα ὑ­πάρ­χουν σ᾿ αὐ­τόν καί εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­α γι­ά τόἔρ­γο τῆς λα­τρε­ί­ας μας. Θά πρέ­πει νά το­νι­σθεῖ ἐ­δῶ, ὅ­τι ὁ Να­ός εἶ­ναι καί οἶ­κος Θε­οῦ, ἔ­τσι τόν θε­ω­ροῦ­με καί σή­με­ραû  εἶ­ναι δέ γι­ά μᾶς χῶ­ρος ἱ­ε­ρός. Ἡ πίστη αὐτή προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τή δι­α­βε­βαί­ω­ση πού ἔ­δω­σεν ὁ Θε­ός στόν Σο­λο­μῶ­ντα...῾«καί ἔ­σο­νται οἱ ὀ­φθαλ­μοί μου ἐ­κεῖ καί ἡ καρ­δί­α μου πᾶ­σας τάς ἡ­μέ­ρας» (Γ. Βα­σιλ. 9,3). Βε­βαι­ώ­νει ὁ Θε­ός, ὅ­τι στό μέ­ρος πού θά λα­τρεύ­ε­ται τό ὄ­νο­μά Του, ἐ­κεῖθά εἶ­ναι ἐ­στραμ­μέ­νη ἡ προ­σο­χή Του καί θά ἐκ­δη­λώ­νε­ται ἡ πα­ρου­σί­α Του.
       ῾Ο Συ­με­ών Θεσ­σα­λο­νί­κης, λέ­γει γι­ά τό θέ­μα αὐ­τό τά ἑ­ξῆς· «Ο να­ός λοι­πόν,ἄν καί συ­ντε­θει­μέ­νος ἀ­πό ἄ­ψυ­χον ὕ­λην, εἶ­ναι ὅ­μως οἶ­κος Θε­οῦ, ἐ­πει­δή ἁ­γι­ά­ζε­ται δι­ά τῆς Θεί­ας χά­ρι­τος­μέ τάς εὐ­χάς τάς ἱ­ε­ρα­τι­κάς καί δέν εἶ­ναι πλέ­ον κα­θώς οἱἄλ­λοι οἶ­κοι, ἀλ­λά ἁ­φι­ε­ρω­μέ­νος εἶ­ναι ἐ­πί γῆς εἰς τόν Θε­όν καί πλου­τεῖ τήν χά­ριν του νά ἔ­χει ἔ­νοι­κον αὐ­τόν τόν Θε­όν καί τήν δό­ξαν του ἐν αὐ­τῷ καί τήν χά­ριν...βλέ­πο­μεν προ­φα­νέ­στα­τα ὅ­τι θεῖ­αι ὅ­ντως δυ­νά­μεις ἐ­νερ­γοῦ­νται εἰς τούς να­ούς καί ἐμ­φά­νει­αι ἀγ­γέ­λων καί ἁ­γί­ων καί θαύ­μα­τα τε­λοῦ­νται καί ζη­τή­μα­τα δί­δο­νται καί ἱ­ά­μα­τα χα­ρί­ζο­νται.῞Ο­που εἶ­ναι λοι­πόν τοῦ Θε­οῦ ὁ­νο­μα­σί­α καί ἐ­πί­κλη­σις τοῦ ποι­η­τοῦ τοῦ πα­ντός... ἐ­κεῖ ὁ­λα ἅ­γι­α καί ὅ­λα ἐ­νερ­γοῦν καί σώ­ζουν δι­άτῆς ἐν ἑ­αυ­τοῖς χά­ρι­τος».
       Πρα­γμα­τι­κά ὁ Να­ός μας εἶ­ναι οἶ­κος Θε­οῦ καί τό­πος ἁ­γι­α­σμά­τος τῆς δό­ξας Του καί πη­γή πολ­λῶν δω­ρε­ῶν στόν πι­στό πού εἰ­σέρ­χε­ται σ᾿ αὐ­τόν μέ ἐ­πί­γνω­ση.᾿Ε­δῶ κα­θα­ρί­ζε­ται δι­ά τοῦ Βα­πτί­σμα­τος καί ἁ­γι­ά­ζε­ται δι᾿ ὅ­λων τῶν Μυ­στη­ρί­ων καί ἀ­θα­να­το­ποι­εῖ­ται καί σώ­ζε­ται. Ἀλλά καί ἀπό τό χῶρο αὐτό πέμπεται στήν ἄλλη ζωή.
       ῾Ο προ­φή­της καί βα­σι­λι­άς Δαυ­ΐδ τι­μοῦ­σε πο­λύ τό να­ό, ὅ­ταν ἔ­λε­γε· ῾῾ Κύ­ρι­ε, ἡ­γά­πη­σα εὐ­πρέ­πει­αν οἴ­κου σου καί τό­πον σκη­νώ­μα­τος δό­ξης σου᾿᾿( Ψαλ.25,28). Καί ὁ ἱ­ε­ρέ­ας πα­ρα­κα­λεῖ, στήν ὀ­πι­σθάμ­βω­νον εὐ­χή· ...ἁ­γί­α­σον Κύ­ρι­ε, τούς ἀ­γα­πῶ­ντας τήν εὐ­πρέ­πει­αν τοῦ οἴ­κου σου· καί ἀλ­λοῦ ψάλ­λο­μεν « ἅ­γι­ος ὁνα­ός σου θαυ­μα­στός ἐν δι­και­ο­σύ­νη».
       ῾Ο Να­ός, εἶ­ναι ὁ οὐ­ρα­νός στή γῆ. Μέ­σα στό Να­ό οἱ­ πι­στοί, ἀ­παλ­λα­γμέ­νοιἀ­πό τή γο­η­τεί­α τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ κό­σμου καί τή μέ­θη τῶν πα­θῶν καί ἐ­πι­θυ­μι­ῶν,ἔ­χουν μι­ά μό­νον ἐ­πι­θυ­μί­α, νά ἐ­πι­κοι­νω­νί­σουν μέ τόν Πλά­στη τους καί νά ζη­τή­σουν τή βο­ή­θει­α καί τήν εὐ­λο­γί­α Του.῾Ο πι­στός κα­τευ­θύ­νει τήν προ­σευ­χή του στό θρό­νο τῆς χά­ρι­τος γι­ά βρεῖ τό ἔ­λε­ος πού χρει­ά­ζε­ται καί τή βο­ή­θει­α τήν ἀ­κα­τα­μά­χη­τη. Καί τό σπου­δαι­ό­τε­ρο ἔρ­χε­ται ὁ Θε­ός νά συ­να­ντη­θεῖ καί νά ἑ­νω­θεῖμέ τόν ἄν­θρω­πο, νά ἀ­νυ­ψώ­σει τόν πε­σμέ­νο ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α ἄν­θρω­πο, ψη­λάστόν οὐ­ρα­νό νά τόν θε­ώ­σει. Δί­και­α λοι­πόν λέ­με ὁ­τι ὁ Να­ός εἶ­ναι καί θρό­νος Θε­οῦ καί ἁ­γι­α­στή­ρι­ο Κυ­ρί­ου.
       Μέ­σα στό Να­ό οἱ εὐ­σε­βεῖς ψυ­χές βρί­σκον­ται στό σπί­τι τοῦ πα­τέ­ρα, αἰ­σθά­νον­ται τή χα­ρά τοῦ παι­διοῦ πού βρί­σκε­ται συ­νε­χῶς στήν πα­τρι­κή ἀγ­κά­λη, στόπα­τρι­κό σπί­τι. Μέ­σα στόν ᾿Ορ­θό­δο­ξο Να­ό οἱ πι­στοί προ­γε­ύ­ον­ται τή βα­σι­λε­ί­α τοῦ Θε­οῦ, πού ἀρ­χί­ζει ἀ­πό ἐ­δῶ καί ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται στό μέλ­λον­τα αἰ­ώ­να.
       Κά­τω ἀ­πό το­ύς θό­λους τοῦ Να­οῦ συ­ναγ­μέ­νη ἡ ᾿Εκ­κλη­σί­α, τό Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, φα­νε­ρώ­νει καί τή στε­νή σχέ­ση της μέ τή θρι­αμ­βε­ύ­ου­σα ᾿Εκ­-κλη­σί­α, μέ τάμνη­μό­συ­να καί τίς λει­τουρ­γεῖ­ες της.
       ᾿Α­κό­μα, ὁ Να­ός μέ τό σχῆ­μα του καί τό δι­ά­κο­σμό του, μέ τίς ἅ­γι­ες μορ­φές­τοῦ Χρι­στοῦ, τῆς Πα­να­γί­ας καί τῶν ἄλ­λων ἁ­γί­ων καί μ᾿ ὅ­σα τε­λοῦν­ται ἐν­τός του, τόν κά­νουν πραγ­μα­τι­κό οὐ­ρα­νόν καί θρό­νον τοῦ Θε­οῦ ἐ­πί τῆς γῆς.