Ὁ γιατρὸς κουνοῦσε τὸ κεφάλι του ἀποδοκιμαστικά.
— Μὰ εἶναι λογικό, π. Ἀθανάσιε, νὰ βγαίνεις ἔξω,
στὴν παγωνιὰ καὶ τὴ θύελλα,ἀφοῦ ξέρεις πὼς ἔχεις τόσο ἀδύνατους
πνεύμονες;
Ὅλοι ἀνησυχοῦσαν γιὰ μένα. Ἔλεγαν πὼς ὁ θάνατος
κρεμόταν πάνω ἀπ᾿ τὸκεφάλι μου, μὰ ὁ Χριστὸς τὸν ἔδιωξε
καὶ μοῦ χαμογέλασε...
Ὅταν ὁ παπὰς εἶναι καλὰ καὶ δὲν ἀντιμετωπίζει
δοκιμασίες καὶ θλίψεις, οἱἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ ὄχι μόνο δὲν τὸν
πολυσέβονται, μὰ καὶ τὸν εἰρωνεύονται, τοῦ πετᾶνε ἄπρεπες
κουβέντες, τραγουδᾶνε μπροστά του ἄσεμνα τραγούδια...Ὅταν ὅμως ἀρρωστήσει
— τί ἀντίθεση! — εἶναι ἕτοιμοι καὶ τὴν ψυχή τους νὰδώσουν γιὰ νὰ τὸν
βοηθήσουν... Κακὰ τὰ ψέματα, ὁ ρῶσος νιώθει ἀπ᾿ ὅλουςἐγκαταλειμμένος,
καὶ μόνο τὸν Ἱερέα θεωρεῖ ἀκόμα σὰν «πατέρα του»... πατέρα συχνὰ ἀνάξιο, ὅμως
οἰκεῖο καὶ ἀχώριστο... Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ μὲ μένα: Ὅτανἤμουνα
καλά, ὑπέμενα συχνὰ τὶς εἰρωνεῖες καὶ τὶς ἀπρέπειές τους.
Μόλιςἀρρώστησα βαριά, ἄρχισαν νὰ κλαῖνε, νὰ προσεύχονται γιὰ μένα,
νὰ μοῦ φιλᾶνε τὰ χέρια!
* * *
Τώρα γιὰ μένα ὅλος ὁ κόσμος ἔγινε
ναὸς τοῦ Θεοῦ. Νὰ τί σημαίνει ἀρρώστια!
Πάνω στὸ τραπέζι ἔπεσαν οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου. Ἀκούμπησα ἐκεῖ τὰ χέρια
μου κι ἔνιωσα πολλὴ χαρὰ — ἡ ζωὴ συνεχίζεται!
Βγῆκα ἔξω, στὸν καθαρὸ ἀέρα, γιὰ πρώτη φορά. Ὁ Μάρτης
περπατάει πάνω στὸ χιόνι καὶ πίσω του χοροπηδᾶνε καὶ φτερουγίζουν
τὰ σπουργίτια. Ἄχ, αὐτὰ τὰσπουργίτια! Τί χαριτωμένα ποὺ εἶναι!
Σὲ γεμίζουν εὐθυμία καὶ εὐφροσύνη μὲ τὴζωηράδα τους, τὰ καμώματά
τους, τὴν ἱκανοποίησή τους... «Καλὴ λίαν» εἶναι ἡγῆ τοῦ Θεοῦ!
Σὲ λίγο θά ᾿ρθει ἡ ἄνοιξη, καί, ὅπως λέει ὁ λαός
μας, θ᾿ ἀρχίσει νὰκεντάει τὴν καινούργια νυφιάτικη φορεσιὰ τῆς γῆς μὲ τὰ πολύχρωμα
λουλούδια, τὰ χορτάρια καὶ τὰ ποικιλόσχημα φύλλα.
Ὁ διακο-Ζαχαρίας μὲ βοήθησε νὰ σηκωθῶ ἀπὸ τὸ κρεβάτι. Ἡ ἔκφρασή
του, τὸχαμόγελό του— μαρτυροῦν πὼς εἶναι πολὺ εὐχαριστημένος γιὰ τὴ βελτίωσή
μου. Παρατηρῶ τὸ πλατύ, φωτεινό του πρόσωπο καὶ συλλογίζομαι:
«Τί καλὰ ποὺ θά᾿ταν, ἂν ἔτσι πάντα πορεύονταν οἱ ἄνθρωποι
πάνω στὴ γῆ τοῦ Θεοῦ, βοηθώνταςὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ χαμογελώντας
τόσο γλυκά... μὲ τόση εὐχαρίστηση... ποὺξεπηδάει ἀπ᾿ τὰ βάθη
τῆς καρδιᾶς...»
Δὲν εἶναι καλὸ γιὰ ἕναν ἱερέα νὰ σκέφτεται
τὰ γήινα... Μὰ σήμερα ᾖρθαν στὸνοῦ μου γήινες ἀναμνήσεις,
ποὺ μ᾿ ἔκαναν νὰ μελαγχολήσω: θυμήθηκα τὴμακαρίτισσα τὴν
πρεσβυτέρα μου—πόσο θὰ χαιρόταν τώρα γιὰ τὴν ἀνάρρωσή μου!... θὰ μὲ στήριζε
γιὰ νὰ περπατήσω... Ἦταν κι ἐκείνη ψυχὴ στοχαστική... Ἂν
ζοῦσε, θ᾿ ἀναπολούσαμε τοὺς νεανικούς μας περιπάτους στὴ Μόσχα..., τὶςἀναβάσεις
στὶς βουνοπλαγιὲς τοῦ Βορομπίεβι..., τὸ θεῖο πόθο ποὺ γεννοῦσε
στὶς καρδιές μας τὸ ἄκουσμα τῆς σαρακοστιανῆς καμπάνας... Κάθε ἄνοιξη
μᾶς θύμιζε τὴν ἁγνὴ νιότη—το «χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε».
Μὰ δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχει μέσα
του ἀπόλυτη, ἀθόλωτη χαρά!
* * *
Μεγάλη Σαρακοστή. Μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Μὲ βαρειὲς ἁμαρτίες
εἶναι φορτωμένος ὁ ἄνθρωπος. Ἀλίμονο, κάθε χρόνο τὰ ἁμαρτήματά
του εἶναι πιὸμεγάλα καὶ πιὸ μαῦρα... Ἀσήκωτος ὁ ζυγὸς
στοὺς ὤμους τοῦ Ἱερέα: Νὰ λύνει τοὺςἀνθρώπους ἀπ᾿ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας!
Σὲ πολλοὺς πρέπει νὰ βάλω ἐπιτίμια, σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες
τῆς ἐκκλησίας, ἀλλὰ δὲν τὸ ἀντέχω... Δὲν μπόρεσα ποτὲ νὰ γίνω
αὐστηρός! Ἀπὸ τὴν ἄλλη πάλι, πόση συμπάθεια νιώθω, ὅταν
βλέπω τὴν εἰλικρινῆ μετάνοιά τους! Αὐτὴ ἡ μετάνοια εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα
τοῦ ρωσικοῦλάου, τὸ μοναδικό του ὅπλο μπροστὰ στὸ κακό,
ποὺ ὅλο καὶ πλησιάζει...Ἁμαρτάνει μὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ κλάψει
πικρά, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ λόγια τουἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης στὸν
Μεγάλο Κανόνα: «Ἀπώλεσα τὸ πρωτόκτιστον κάλλος καὶ τὴν εὐπρεπειάν
μου· καὶ ἄρτι κεῖμαι γυμνὸς καὶ καταισχύνομαι».
Τ᾿ ἀνοιξιάτικα νερὰ κυλᾶνε στὴ γῆ,
σχηματίζοντας ρυάκια.
Μετὰ τὸ Μέγα Ἀπόδειπνο πῆγα ἕναν
περίπατο στὸ δάσος κι ἔκοψα μερικὰκλαδιὰ ἀπὸ τὶς λυγαριές,
τὶς στολισμένες μὲ τὰ κόκκινα λουλούδια τους. Θαρρῶπώς, ὅταν θὰ πεθαίνω,
δὲν θὰ ὀνειρεύομαι ἀπ᾿ τὰ γήινα τίποτ᾿ ἄλλο, παρὰμονάχα
τοῦτες τὶς ἀνθισμένες κόκκινες λυγαριές!
... Τὰ δάση μας τὰ κόβουν! Καὶ τὰ κόβουν ἀσυλλόγιστα,
μὲ καταστροφικὴμανία. Ὁλόγυρα στὸ χωριό μας ὑπῆρχαν τόσα
πυκνά, παρθένα δάση... Καὶζοῦσαν ἐκεῖ μέσα τόσα πουλιά, τόσα ἀγρίμια...
Μὰ τώρα, ἐρημιά...
Παρατηρῶ, πὼς ὅσο περισσότερο καταστρέφεται ἡ φύση,
τόσο χειροτερεύει ἡζωὴ πάνω στὴ γῆ, τόσο σκοτεινιάζουν τὰ πρόσωπα
τῶν ἀνθρώπων…θελήσαμε νὰ δείξουμε τὴν ψευτοπαλληκαριά μας πάνω στὴ φύση!
Βαλθήκαμε νὰ τὴν κατακτήσουμε, νὰ τὴν ὑποτάξουμε, νὰ τὴν ἐξουσιάσουμε,
νὰ τὴν «ἀξιοποιήσουμε»...
Πόσες φορές, ἀπὸ ἀλαζονικὴ ἐπιδεκτικότητα καὶ μόνο,
δὲν κάψαμε τεράστια δάση, δὲν σκοτώσαμε τόσα ζῷα καὶ πουλιά... Μὲ τρόμο ἀντιμετωπίζει
πιὰ ἡ φύση τὸν ἄνθρωπο, σὰν τὸν χειρότερο ἐχθρό της. Μήπως ἀπ᾿ αὐτὸ θὰ ἔρθει ἡ μεγάλη
θλίψη;