Ο μακαριστός Αγιορείτης Γέροντας π. Γαβριήλ Διονυσιάτης
σ' ένα βιβλίο του αναφέρει τα εξής:Είναι βαρύ αμάρτημα η ιεροκατηγορία και ο χλευασμός των λειτουργών της
εκκλησίας μας. Κατά τη μακρά περίοδο (70 χρόνια), που έζησα στον ευλογημένο
αυτό τόπο, στο Άγιον Όρος, είδα πολλές τιμωρίες εξ αιτίας αυτής της
αμαρτίας.
Είδα και σε ένα χειρόγραφο, στη βιβλιοθήκη της μονής μας
την εξής διήγηση:
Σ' ένα χωριό ένας γέροντας ιερέας, ενώ ήταν σ' όλα τα άλλα καλός και ιδιαίτερα
φιλακόλουθος , υπέπιπτε στο πάθος της μέθης. Όταν έβγαινε από την εκκλησία,
παρασυρόταν από το πάθος του προς τα καφενεία. Εκεί, μετά από 2-3 ποτηράκια
αλκοόλ έχανε τον εαυτό του, ζαλιζόταν, συναισθανόμενος όμως την θέση του
σηκωνόταν και τρικλίζοντας έπαιρνε το δρόμο για το σπίτι του. Σ' αυτό το δρόμο όμως είχε ο αδελφός του κατάστημα. Όταν τον έβλεπε να περνάει
σε τέτοια κατάσταση, έβγαινε στην πόρτα του μαγαζιού του, και όχι από λύπη αλλά
μάλλον από ευθιξία , τον εφασκέλωνε απο πίσω με το δεξί του χέρι (τον εμούτζωνε
όπως λέμε).
Μετά από λίγο καιρό συνέπεσε να πεθάνει ο εύθικτος αυτός αδελφός του ιερέως. Όταν ύστερα από τρία χρόνια άνοιξαν τον τάφο του για την ανακομιδή βρήκαν το δεξί του χέρι ακέραιο. Τότε με συμβουλή του άλλου εφημέριου ιερέως, επήραν το αδιάλυτο χέρι και το εξέθεσαν στον νάρθηκα του ναούγια να τον συγχωρήσουν οι συγχωριανοί του, για τυχόν λιποβαρή ζυγίσματα ή άλλες αδικίες συνηθισμένες σ' όσους ασχολούνται με το εμπόριο. Άλλα και πάλι μετα από άλλο ένα έτος ενταφιασμού βρέθηκε το χέρι αδιάλυτο.
Τότε -κατά θεία νεύση- ένας άλλος έμπορος που είχε το κατάστημα του απέναντι, ανέφερε στον εφημέριο το γεγονός του καθημερινού φασκελώματος και του χλευασμού του γέροντα ιερέα από τον αδελφό του. Οπότε κατάλαβε ο καλός εκείνος ιερέας, ποια ήταν η αιτία.
Και αφού προσκάλεσε τον γέροντα συλλειτουργό του τον παρότρυνε να κάνει τρισάγιο και να διαβάσει πάνω απ' το αδιάλυτο χέρι τη συγχωρητική ευχή. Πράγματι μόλις έγιναν αυτά, αμέσως τα σαρκώδη μέρη του άλιωτου χεριού διελύθησαν και έμειναν γυμνά τα οστά.
Με άλλα λόγια η κατάκριση και τα σχόλια εις βάρος ιερέων (που τα έχουμε πολλοί από εμάς πολύ εύκολα) είναι πολλές φορές αμαρτία πιο βαριά από τα φασκελώματα και τιμωρούνται πιο αυστηρά.
Μετά από λίγο καιρό συνέπεσε να πεθάνει ο εύθικτος αυτός αδελφός του ιερέως. Όταν ύστερα από τρία χρόνια άνοιξαν τον τάφο του για την ανακομιδή βρήκαν το δεξί του χέρι ακέραιο. Τότε με συμβουλή του άλλου εφημέριου ιερέως, επήραν το αδιάλυτο χέρι και το εξέθεσαν στον νάρθηκα του ναούγια να τον συγχωρήσουν οι συγχωριανοί του, για τυχόν λιποβαρή ζυγίσματα ή άλλες αδικίες συνηθισμένες σ' όσους ασχολούνται με το εμπόριο. Άλλα και πάλι μετα από άλλο ένα έτος ενταφιασμού βρέθηκε το χέρι αδιάλυτο.
Τότε -κατά θεία νεύση- ένας άλλος έμπορος που είχε το κατάστημα του απέναντι, ανέφερε στον εφημέριο το γεγονός του καθημερινού φασκελώματος και του χλευασμού του γέροντα ιερέα από τον αδελφό του. Οπότε κατάλαβε ο καλός εκείνος ιερέας, ποια ήταν η αιτία.
Και αφού προσκάλεσε τον γέροντα συλλειτουργό του τον παρότρυνε να κάνει τρισάγιο και να διαβάσει πάνω απ' το αδιάλυτο χέρι τη συγχωρητική ευχή. Πράγματι μόλις έγιναν αυτά, αμέσως τα σαρκώδη μέρη του άλιωτου χεριού διελύθησαν και έμειναν γυμνά τα οστά.
Με άλλα λόγια η κατάκριση και τα σχόλια εις βάρος ιερέων (που τα έχουμε πολλοί από εμάς πολύ εύκολα) είναι πολλές φορές αμαρτία πιο βαριά από τα φασκελώματα και τιμωρούνται πιο αυστηρά.