- Γέροντα,
πῶς συμβαίνει ἕνας νέος, ἐνῶ ἀπὸ παιδὶ ζοῦσε πνευματικὰ καὶ εἶχε φιλότιμο, νὰ
φθάση σὲ σημεῖο νὰ παραστρατήση τελείως;-Ἄς μὴν κρίνη κανείς. Εἶναι πολλοὶ
παράγοντες ποὺ ἐπιδροῦν. Τὰ παιδιὰ ποὺ ζοῦν κοσμικά, ἀπρόσεκτα, ἐλγέγχονται, ὅταν
βλέπουν τὰ ἄλλα ποὺ ζοῦν ἁγνά, πνευματικά, καὶ θέλουν νὰ τὰ παρασύρουν. Μιὰ φορὰ
προχωροῦσαν στὸν δρόμο δυὸ παιδιά. Τὸ ἕνα κάποια στιγμὴ σκόνταψε καὶ ἔπεσε μέσα
σὲ ἕναν λάκκο μὲ λασπόνερα καὶ ἔγιναν τὰ ροῦχα του ὅλο λάσπες.
Μόλις πῆγαν παραπέρα, ἔσπρωξε τὸν φίλο του καὶ τὸν ἔριξε σὲ ἕναν λάκκο, γιὰ νὰ λασπωθῆ, γιατὶ ἔνιωθε ἄσχημα νὰ εἶναι αὐτὸς λασπωμένος καὶ ἐκεῖνος καθαρός.
Οἱ παρέες πολὺ ἐπηρεάζουν τὰ παιδιά. Ἐγώ, ὅταν ἥμουν μικρός, εἶχα μέσα στὴν φύση μου τὴν ἀγάπη
Ξεκινοῦσα νὰ πάω κάπου μὲ τὰ ζῶα καὶ κοίταζα νὰ βάλω καὶ τὸν ἕναν ἐπάνω στὸ ζῶο, νὰ βάλω καὶ τὸν ἄλλον, νὰ πάρω καὶ τὸν μικρὸ ἀδελφό μου στὸν ὦμο. Μιὰ φορὰ ὁ ἕνας ἀδελφός μου σκότωσε ἕνα πουλάκι κι ἐγὼ στενοχωρέθηκα πολὺ καὶ τὸν μάλωσα. Πῆρα μετὰ τὸ πουλάκι καὶ τὸ ἔθαψα μὲ κλάματα.
Ἐκεῖνο τὸ διάστημα ἔκανα παρέα μὲ παιδιὰ τῆς ἡλικίας μου. Πηγαίναμε στὸ δάσος, προσευχόμασταν, διαβάζαμε Συναξάρια, νηστεύαμε. Μετὰ οἱ μητέρες τους ἄρχισαν νὰ μὴν ἀφήνουν νὰ ἔρχωνται μαζί μου. «Μὴν κάνετε παρέα μ’ αὐτόν, τοὺς ἔλεγαν, θὰ σᾶς χτικιάση».
Ὁπότε μὲ ἄφησαν καὶ ἔνιωθα μόνος. Μὲ κορόιδευαν κιόλας, «καλόγερο ἀπὸ ἐδῶ, μὲ ἔλεγαν, καλόγερο ἀπὸ ἐκεῖ», μοῦ εἶχαν κάνει τὴν ζωὴ μαρτύριο. Ἔφθασα κάποτε σὲ σημεῖο ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ ἀντέξω τὴν κοροϊδία. Τότε εἶπα κι ἐγώ: «Θὰ πάω μὲ τὰ μεγαλύτερα παιδιὰ καὶ θὰ ὑποκρίνωμαι».
Ἄρχισα λοιπὸν νὰ κάνω συντροφιὰ μὲ μεγαλύτερα παιδιά. Πῆρα λάστιχα καὶ ἔκανα σφενδόνα. Πρῶτα ἔβαζα δῆθεν σημάδι μόνο μὲ τὴν σφενδόνα. Ὕστερα πῆρα σκάγια καὶ εἶχα γίνει ὁ καλύτερος σκοπευτής. Μιὰ φορὰ, μόλις σκότωσα ἕνα πουλάκι καὶ τὸ εἶδα σκοτωμένο συνῆλθα.
Πέταξα καὶ τὰ λάστιχα, καὶ τὰ σκάγια. «Ἐσύ ἔκλαιγες, εἶπα, ὅταν ὁ ἀδελφός σου σκότωσε ἕνα πουλάκι, καὶ τὸν μάλωσες, ποὺ τὸ σκότωσε, καὶ τώρα ποῦ ἔφθασες; Σκοτώνεις πουλιὰ καὶ σιγὰ-σιγὰ θὰ φθάσης νὰ σκοτώνης καὶ ζῶα». Πράγματι, ἄν συνέχιζε ἔτσι, θὰ προχωροῦσα στὸ κυνήγι ζώων καὶ μετὰ θὰ τὰ ἔγδερνα κιόλας.
Ἀπὸ μία εὐαισθησία σὲ τί κακότητα μπορεῖ νὰ φθάση κανείς, ἄν δὲν προσέξη καὶ παρασυρθῆ ἀπὸ κακὲς παρέες! Ἐνῶ, οἱ καλὲς συντροφιὲς πολὺ βοηθοῦν. Ὁ Θεὸς γέμισε τοὺς ἀνθρώπους μὲ διάφορα χαρίσματα. Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως βλέπει τὴν διαστροφὴ τῶν ἄλλων, ἔτσι μπορεῖ νὰ δῆ καὶ τὴν ἀρετή τους καὶ νὰ την μιμηθῆ.
Ἀπόσπασμα ἀπό τίς σελίδες 103-105 τοῦ βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ ΄Δ' ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Μόλις πῆγαν παραπέρα, ἔσπρωξε τὸν φίλο του καὶ τὸν ἔριξε σὲ ἕναν λάκκο, γιὰ νὰ λασπωθῆ, γιατὶ ἔνιωθε ἄσχημα νὰ εἶναι αὐτὸς λασπωμένος καὶ ἐκεῖνος καθαρός.
Οἱ παρέες πολὺ ἐπηρεάζουν τὰ παιδιά. Ἐγώ, ὅταν ἥμουν μικρός, εἶχα μέσα στὴν φύση μου τὴν ἀγάπη
Ξεκινοῦσα νὰ πάω κάπου μὲ τὰ ζῶα καὶ κοίταζα νὰ βάλω καὶ τὸν ἕναν ἐπάνω στὸ ζῶο, νὰ βάλω καὶ τὸν ἄλλον, νὰ πάρω καὶ τὸν μικρὸ ἀδελφό μου στὸν ὦμο. Μιὰ φορὰ ὁ ἕνας ἀδελφός μου σκότωσε ἕνα πουλάκι κι ἐγὼ στενοχωρέθηκα πολὺ καὶ τὸν μάλωσα. Πῆρα μετὰ τὸ πουλάκι καὶ τὸ ἔθαψα μὲ κλάματα.
Ἐκεῖνο τὸ διάστημα ἔκανα παρέα μὲ παιδιὰ τῆς ἡλικίας μου. Πηγαίναμε στὸ δάσος, προσευχόμασταν, διαβάζαμε Συναξάρια, νηστεύαμε. Μετὰ οἱ μητέρες τους ἄρχισαν νὰ μὴν ἀφήνουν νὰ ἔρχωνται μαζί μου. «Μὴν κάνετε παρέα μ’ αὐτόν, τοὺς ἔλεγαν, θὰ σᾶς χτικιάση».
Ὁπότε μὲ ἄφησαν καὶ ἔνιωθα μόνος. Μὲ κορόιδευαν κιόλας, «καλόγερο ἀπὸ ἐδῶ, μὲ ἔλεγαν, καλόγερο ἀπὸ ἐκεῖ», μοῦ εἶχαν κάνει τὴν ζωὴ μαρτύριο. Ἔφθασα κάποτε σὲ σημεῖο ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ ἀντέξω τὴν κοροϊδία. Τότε εἶπα κι ἐγώ: «Θὰ πάω μὲ τὰ μεγαλύτερα παιδιὰ καὶ θὰ ὑποκρίνωμαι».
Ἄρχισα λοιπὸν νὰ κάνω συντροφιὰ μὲ μεγαλύτερα παιδιά. Πῆρα λάστιχα καὶ ἔκανα σφενδόνα. Πρῶτα ἔβαζα δῆθεν σημάδι μόνο μὲ τὴν σφενδόνα. Ὕστερα πῆρα σκάγια καὶ εἶχα γίνει ὁ καλύτερος σκοπευτής. Μιὰ φορὰ, μόλις σκότωσα ἕνα πουλάκι καὶ τὸ εἶδα σκοτωμένο συνῆλθα.
Πέταξα καὶ τὰ λάστιχα, καὶ τὰ σκάγια. «Ἐσύ ἔκλαιγες, εἶπα, ὅταν ὁ ἀδελφός σου σκότωσε ἕνα πουλάκι, καὶ τὸν μάλωσες, ποὺ τὸ σκότωσε, καὶ τώρα ποῦ ἔφθασες; Σκοτώνεις πουλιὰ καὶ σιγὰ-σιγὰ θὰ φθάσης νὰ σκοτώνης καὶ ζῶα». Πράγματι, ἄν συνέχιζε ἔτσι, θὰ προχωροῦσα στὸ κυνήγι ζώων καὶ μετὰ θὰ τὰ ἔγδερνα κιόλας.
Ἀπὸ μία εὐαισθησία σὲ τί κακότητα μπορεῖ νὰ φθάση κανείς, ἄν δὲν προσέξη καὶ παρασυρθῆ ἀπὸ κακὲς παρέες! Ἐνῶ, οἱ καλὲς συντροφιὲς πολὺ βοηθοῦν. Ὁ Θεὸς γέμισε τοὺς ἀνθρώπους μὲ διάφορα χαρίσματα. Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως βλέπει τὴν διαστροφὴ τῶν ἄλλων, ἔτσι μπορεῖ νὰ δῆ καὶ τὴν ἀρετή τους καὶ νὰ την μιμηθῆ.
Ἀπόσπασμα ἀπό τίς σελίδες 103-105 τοῦ βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ ΄Δ' ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ