Τό σύνορο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου τό προγεύεσαι καθημερινά
τήν ὥρα ἐκείνη, ὅπου μετά τή βραδυνή σου ἐπιστροφή ἀναζητᾶς τήν εὐλογημένη ἡσυχία,
ἀλλά περισσότερο τό σφάλισμα τῶν κουρασμένων ὀφθαλμῶν σου: κουρασμένων ἀπό ἔνα
πλῆθος εἰκόνων πού ἀποθηκεύουν μέ τήν, ἐν εὐθέτω καιρῶ, προοπτική τῆς ἐπεξεργασίας.
(Μέ τά χρόνια ἀρχίζεις νά κατανοεῖς πώς οἱ εἰκόνες πού ξαποσταίνουν τήν ψυχή
σου ὅλο καί λιγοστεύουν, καθώς τό Ὡραῖο καί Κόσμιο ὅλο καί χάνονται ἀπό τήν
κοινωνία τῶν ἀνθρώπων. Δυστυχῶς.)
Οἱ στιγμές λοιπόν ἐκεῖνες μεταξύ τοῦ ξύπνιου καί τοῦ ὕπνου ἔχουνμιά ἰδιαίτερη καί πολύ σημαντική δύναμη: δύναμη λυτρωτική πούἀσφαλῶς σέ φέρνει μέχρι τό βάθος τῆς ψυχῆς σου, καθώς μέ τρόποἁπλό, ἀλλά ἀμέτρητα ἐπώδυνο ἐξετάζεις τή συνειδησή σου. Εἶναι
ἔνα ἔσχατο κοίταγμα στόν καθρέφτη της, ὅπου φαίνεται ὄχι τό εἴδωλό σου, ἀλλά ἡ
πολιτεία σου. Μιά πολιτεία, πού μονάχα ἐσύ κι ὀ Θεός γνωρίζετε.
Γι᾿ αὐτό καί τήν ὤρα ἐκείνη, πού στά μάτια κατεβαίνει ὁ
νυσταγμός πασχίζεις νά κάμεις κάποια δειλά βήματα μετανοίας. Νά ξαναδέσεις τό νῆμα
τῆς συνάντησής σου μέ Ἐκεῖνον, γιατί τό θεωρεῖς ἀπαραίτητο, καθώς ὁ λόγος τοῦ
Νηπτικοῦ Πατρός, πού συμβουλεύει ὄτι ἡ κλίνη μπορεῖ νά εἶναι ὁ τάφος μας, ἀφοῦ ὀ
ὕπνος εἶναι "εἰκών θανατου" (Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος), ἀνακαλεῖται
στό νοῦ.
Συναντᾶς ξανά λοιπόν πρόσωπα πού ἀντάμωσες ὅλη τήν ἡμέρα, ἤ
σέ κάποιους ἄλλους καιρούς καί διαπιστώνεις μέσα στήν ψυχή σου ἕνα νυγμό, καθώς
προβάλλεται στήν ὀθόνη τοῦ νοῦ ἡ συμπεριφορά σου, ὁ ἀργός σου λόγος, ἡ βιαστική
- ἀπορριπτική φυγή σου καί κάποια ἄλλα ἀτοπήματά σου. Πασχίζεις νά
ταχτοποιήσεις τά ὅσα ἄτακτα συσσώρευσες μέσα σου καί παρατηρᾶς, πώς δέν ἔχεις
τή δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς, γιατί μιά ἐσωτερική σύγχυση ἐπικρατεῖ ἀκόμα μέσα
σου, λές καί ταράχτηκε ἡ ἥρεμη ἡ δεξαμενή καί θόλωσε τό νερό.
Ἔτσι, παρακαλεῖς Ἐκεῖνον, πού εἶναι "ἡ ὄντως Εἰρήνη",
ὅπως σοῦ χαρίσει ἀνάπαυση, γιατί μόνον ἔτσι θά ἔχεις ὕπνο "πάσης σατανικῆς
φαντασίας ἀπηλλαγμένον". Γιατί ὁ ὔπνος ἄν καί εἶναι τό μυστηριῶδες τῆς ἀνθρώπινης
ζωῆς στοιχεῖο, ἐν τούτοις ἀναπαύει καί ἀναζωογονεῖ τόν ἄνθρωπο. Τόν καθιστᾶ
κάθε πρωΐ καινούριο, ἀνανεωμένο, δημιουργικό καί ἐλπιδοφόρο, καθώς διαπιστώνει
πώς τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός καιρό μετανοίας. Μιάν ἄλλη δηλαδή εὐκαιρία, ὥστε νά
ζωντανέψει μέσα του ἡ λαχτάρα γιά ἐπιστροφή καί ἀληθινή μετάνοια. Ἄλλωστε, τό αἴτημα
ὅπως, "Τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ ἐκτελέσαι..."
ἔχει ἀναμφίβολα τή σημασία του καί ὁπωσδήποτε τόν συμβουλευτικό - σωτηριολογικό
χαρακτῆρα του.
Λίγο πρίν τά βλέφαρα σφαλίσουν, πρίν ἀρχίσει τό σῶμα νά δέχεταιτήν παραμυθία τοῦ ὕπνου, διαπιστώνεις γι᾿ ἄλλη μιά φορά τήν ἀνάγκήνά παραδοθεῖς στά χέρια τοῦ Θεοῦ, γιατί τό θεωρεῖς καί ἀπαραίτητο,ἀλλά καί φυσικό. Συντονίζεις
λοιπόν τό εἶναι σου μέ τήν παρακάτω εὐχή κι ἀρχίζεις νά περνᾶς τό μεσότοιχο, ἀπό
τό νυσταγμό στόν ὕπνο, πού ἀναμφίβολα εἶνα "ἀργία τῶν αἰσθήσεων" (Ἁγ.
Ἰωάννης Σιναΐτης).
"Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τό
Πνεῦμα τό Ἅγιον· Τριάς Ἁγία δόξα σοι". Ἀμήν.