Μια φορά, στη Ρωσία ένα ορφανό αγοράκι μεγάλωνε με τη γιαγιά του.
Η γιαγιά του εντελώς αγράμματη γυναίκα, δεν ήξερε καμιά προσευχή αλλά τον έμαθε μόνο να λέει: «Φύλακα άγγελε, φύλαξέ με».
Έτσι το παιδί συνήθισε πάντα να λέει αυτή την προσευχούλα. Πρωί και βράδυ και παντού όπου βρισκόταν.
Το παιδί μεγάλωσε, υπηρέτησε στο Αυτοκρατορικό ναυτικό και όταν απολύθηκε με τα χρήματα της αποζημίωσης ξεκίνησε για τα μέρη του. Ωστόσο καθόταν αρκετά μακρυά από την θάλασσα και έπρεπε να περάσει μέσα από δάση.
Στη Ρωσία υπάρχουν κατά διαστήματα πανδοχεία που επιδοτούνται από το κράτος για να προσφέρουν κατάλυμα στους οδοιπόρους και ταξιδιώτες. Υποχρεωτικά. Αλλιώς τιμωρούνται.
Ο απολυμένος ναύτης αναγκάστηκε να ζητήσει καταφύγιο σε μια τέτοια καλύβα που την φύλαγαν ένας γέρος με μια γριά.
Διστακτικά κτύπησε την πόρτα αλλά από μέσα άκουσε βρισιές και βλασφήμιες, αντί να τον ανοίξουν ως όφειλαν.
— Φύγε, του φώναξαν, δεν υπάρχει κατάλυμα για σένα. Τράβα πιο κάτω.
— Σας παρακαλώ ανοίξτε μου παρακάλεσε το παιδί. Δείξτε Λίγη καλοσύνη. Η νύχτα απόψε είναι πολλή άγρια και φοβάμαι. Θα με φάνε οι λύκοι και τα άγρια θηρία.
— Διώξτον διώξτον, φώναζε η γριά στο γέρο. Δεν θέλω απόψε ξένους εδώ.
— Σας παρακαλώ επέμενε και πάλι το παιδί...
Τότε ο γέρος άνοιξε λίγο την πόρτα, ξεπρόβαλε ένα πολύ άγριο μούτρο, ενώ τα χνώτα του μύριζαν άφθονο οινόπνευμα. Αλλά και γενικά από μέσα αναδιδόταν μπόχα από μυρωδιά ποτού.
— Τι θέλεις, ξανάπε ο γέρος άγρια, για να φύγει.
— Σας παρακαλώ, είπε και πάλι το παιδί. Μη με διώχνετε. Είναι άγρια η νύχτα. Εν ανάγκη και να πληρώσω. Έχω λεφτά. Ορίστε.
Κι έβγαλε τα λεφτά. Αθώο παιδί. Ο γέρος μόλις άκουσε για λεφτά γούρλωσε τα μάπα.
— Είπες λεφτά; έκανε. Και που τα βρήκες εσύ τα λεφτά;
Το παιδί εντελώς αθώο του έδειξε τα λεφτά του.
— Να ορίστε έχω λεφτά. Τώρα απολύθηκα και έχω...
Ο γέρος όταν είδε τα λεφτά άνοιξε την πόρτα.
Άντε πέρνα, του είπε.
Εν τω μεταξύ η γρηά όλο και φώναζε από μέσα μεθυσμένη να τον ξαποστείλει από ‘κεί που ήρθε.
Πω-πω! κακία, σκέφτηκε το παιδί. Είπα να περάσω μια νύχια και κάνουν έτσι. Πού να τους έλεγα ότι θέλω να μείνω κανένα χρόνο!
Τον πέταξαν σε μια γωνιά στο σκοτεινό δωμάτιο και πήγαν να συνεχίσουν την κραιπάλη τους. Ο νέος φοβήθηκε πολύ τα πρόσωπά τους, μετάνιωσε αλλά τώρα ήταν ήδη πολύ αργά. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Είπε την προσευχούλα που την έμαθε η γιαγιά του «φύλακα άγγελε, φύλαγέ με» και όπως ήταν ψόφιος από την κούραση τον πήρε γρήγορα ο ύπνος. Αλλά ξαγρυπνούσαν οι άγγελοι του!
Τί μεγάλο πράγμα! Διότι μόλις πέρασε λίγη ώρα και κατάλαβαν ο γέρος με τη γριά ότι τον πήρε ο ύπνος, ανοίγει σιγά-σιγά ο γέρος την πόρτα, και μπαίνει μέσα. Στο μισό φως φάνηκε να κρατάει ένα τσεκούρι στο χέρι και σιγά- σιγά πηγαίνει πάνω απ' το Κεφάλι του παιδιού, να το σκοτώσει.
- Τελείωνε γρήγορα, φώναξε αχνά η γριά. Πριν προλάβει να ξυπνήσει κατέβασέ το! Μια κι έξω σου λέω.
Κι όμως σαν να σκούντησε κάποιος το παιδί άνοιξε τα μάπα του. Τι νά δει! Ο γέρος έτοιμος να του κατεβάσει το τσεκούρι στο κεφάλι. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε!
Και ξαφνικά εκείνη τη στιγμή κάποιος χτύπησε την εξώπορτα. Τραντάχτηκε όλο το σπίτι. Τάκα, τάκα, τάκα...
— Αστυνομία, ανοίξτε, ανοίξτε γρήγορα... Τάκα, τάκα, τάκα και τα χτυπήματα όλο και πλήθαιναν.
— Ανοίξτε γρήγορα! Αστυνομία! Θα σπάσουμε την πόρτα. Κάντε γρήγορα, Αστυνομία....
Γέρος και γριά τα ‘χασαν. Ο γέρος έκρυψε γρήγορα το τσεκούρι κάτω από το κρεβάτι κα έπεσε στα πόδια του ναύτη και τον εκλιπαρούσε να μην πει τίποτα στην αστυνομία. Να μην τον προδώσει. Ενώ η γριά έκαμνε κάτι σαστισμένα κι έλεγε:
— Ναι, ναι, τώρα, τώρα αμέσως, μια στιγμή... θ' ανοίξω...
— Ανοίξτε, ανοίξτε γρήγορα έκανε πάλι απ' έξω η φωνή. Τελείωσε η υπομονή μας, γρήγορα...
— Σε παρακαλώ, μην με προδίδεις, έλεγε ο γέρος.
— Εγώ, τόλμησε να κάνει το παιδί... δεν...όχι...
Με το που πήγε ο γέρος προς την εξώπορτα, ο νέος ανοίγει το παράθυρο και πηδάει απ' έξω και το σκάζει. Ισόγειο βλέπετε, ήταν το σπιτάκι. Πήγε πίσω από κάτι θάμνους και τι να δει! Ούτε αστυνομία, ούτε άλογα, ούτε τίποτα.
Όλα τα είχαν κάνει οι Άγγελοι που τους είχε επικαλεστεί τόσες φορές για να τον φυλάγουν. Και φύλαγαν.