Θα μπορούσε να είναι ένα πολύ όμορφο παραμύθι. Ωστόσο, η παρακάτω
αφήγηση είναι ιδιαίτερα διδακτική για όλους εμάς τους μορφωμένους και
"σοφούς" κατά κόσμον. Την ξεσήκωσα από το βιβλίο "Σχεδόν άγιοι" του π. Τύχωνος Σεβκούνωφ (Εκδόσεις Εν πλω, σελ. 233-234) και την παραθέτω συντετμημένη:
Ζούσε στην αρχαία Αίγυπτο ένας μοναχός που ήταν φίλος με έναν φελλάχο αγρότη. Μια μέρα ο αγρότης του είπε:
"Κι εγώ λατρεύω τον Θεό που δημιούργησε αυτόν τον κόσμο! Κάθε απόγευμα χύνω σε μια γαβάθα κατσικίσιο γάλα και το βάζω κάτω από τη φοινικιά. Το βράδυ ο Θεός έρχεται και πίνει το γαλατάκι μου. Του αρέσει πάρα πολύ! Ούτε μια φορά δεν έμεινε τίποτε στη γαβάθα".
Ο μοναχός γέλασε και εξήγησε στον αγρότη ότι ο Θεός δεν πίνει γάλα, εκείνος επέμενε, και τελικά ο μοναχός του πρότεινε να αγρυπνήσουν και να παρακολουθήσουν τι θα γίνει. Πράγματι, ο αγρότης έβαλε τη γαβάθα με το γάλα κάτω από τη φοινικιά, και οι δυο τους έμειναν άγρυπνοι. Στο φως του φεγγαριού σύντομα εμφανίσθηκε μια αλεπουδίτσα που πήγε κατευθείαν στο γάλα και το ήπιε μέχρι τέλος. Ο αγρότης απογοητεύθηκε και ομολόγησε ότι ο μοναχός είχε δίκαιο. Εκείνος πάλι προσπάθησε να τον παρηγορήσει και του εξήγησε ότι ο Θεός είναι πνεύμα και δεν έχει ανάγκη από τροφή, αλλά ο αγρότης ήταν απαρηγόρητος και έφυγε κλαίγοντας. Όταν ο μοναχός γύρισε στην καλύβα του, βρήκε ξαφνιασμένος έναν άγγελο να του φράζει το δρόμο και να του λέει:
"Αυτός ο απλός άνθρωπος δεν είχε ούτε παιδεία ούτε σοφία ούτε μόρφωση για να λατρέψει τον Θεό διαφορετικά απ' ό,τι έκανε. Κι εσύ, με τη σοφία και τη μόρφωσή σου, του πήρες αυτή τη δυνατότητα. Θα πεις ότι χωρίς αμφιβολία έκρινες σωστά; Όμως ένα πράγμα δεν ξέρεις, ω σοφέ: ο Θεός, βλέποντας την ειλικρινή καρδιά αυτού του αγρότη, κάθε βράδυ έστελνε στον φοίνικα την αλεπουδίτσα, για να τον καθησυχάσει και να δεχθεί την θυσία του".
Ζούσε στην αρχαία Αίγυπτο ένας μοναχός που ήταν φίλος με έναν φελλάχο αγρότη. Μια μέρα ο αγρότης του είπε:
"Κι εγώ λατρεύω τον Θεό που δημιούργησε αυτόν τον κόσμο! Κάθε απόγευμα χύνω σε μια γαβάθα κατσικίσιο γάλα και το βάζω κάτω από τη φοινικιά. Το βράδυ ο Θεός έρχεται και πίνει το γαλατάκι μου. Του αρέσει πάρα πολύ! Ούτε μια φορά δεν έμεινε τίποτε στη γαβάθα".
Ο μοναχός γέλασε και εξήγησε στον αγρότη ότι ο Θεός δεν πίνει γάλα, εκείνος επέμενε, και τελικά ο μοναχός του πρότεινε να αγρυπνήσουν και να παρακολουθήσουν τι θα γίνει. Πράγματι, ο αγρότης έβαλε τη γαβάθα με το γάλα κάτω από τη φοινικιά, και οι δυο τους έμειναν άγρυπνοι. Στο φως του φεγγαριού σύντομα εμφανίσθηκε μια αλεπουδίτσα που πήγε κατευθείαν στο γάλα και το ήπιε μέχρι τέλος. Ο αγρότης απογοητεύθηκε και ομολόγησε ότι ο μοναχός είχε δίκαιο. Εκείνος πάλι προσπάθησε να τον παρηγορήσει και του εξήγησε ότι ο Θεός είναι πνεύμα και δεν έχει ανάγκη από τροφή, αλλά ο αγρότης ήταν απαρηγόρητος και έφυγε κλαίγοντας. Όταν ο μοναχός γύρισε στην καλύβα του, βρήκε ξαφνιασμένος έναν άγγελο να του φράζει το δρόμο και να του λέει:
"Αυτός ο απλός άνθρωπος δεν είχε ούτε παιδεία ούτε σοφία ούτε μόρφωση για να λατρέψει τον Θεό διαφορετικά απ' ό,τι έκανε. Κι εσύ, με τη σοφία και τη μόρφωσή σου, του πήρες αυτή τη δυνατότητα. Θα πεις ότι χωρίς αμφιβολία έκρινες σωστά; Όμως ένα πράγμα δεν ξέρεις, ω σοφέ: ο Θεός, βλέποντας την ειλικρινή καρδιά αυτού του αγρότη, κάθε βράδυ έστελνε στον φοίνικα την αλεπουδίτσα, για να τον καθησυχάσει και να δεχθεί την θυσία του".