Να είναι τις χριστιανός σημαίνει να πιστεύη εις την
ανάστασιν των νεκρών· να ελπίζη εις την υπό του ουρανίου Πατρός υιοθεσίαν ημών·
να αποδέχηται την θείαν μορφήν της υπάρξεως· να γίνηται δια της δωρεάς της
Πατρικής αγάπης ό,τι Αυτός ο Ίδιος είναι κατά την ουσίαν Αυτού τουτέστι θεός.
Τοιαύται είναι αι επαγγελίαι του Θεού και Πατρός εις ημάς τους πιστεύοντας εις
Χριστόν Ιησούν ως τον Μονογενή και ομοούσιον Υιόν του Πατρός.
Είναι μεγάλη αμαρτία να μειώσωμεν την δοθείσαν εις ημάς εν Πνεύματι Αγίω αποκάλυψιν περί του Ανθρώπου περί του τρόπου δια του οποίου συνελήφθη ο Άνθρωπος εν τω νοΐ του Θεού, πριν ή δημιουργηθή ο ορατός ούτος κόσμος. Η τιμωρία δια την αμαρτίαν ταύτην – της απιστίας εις την ανάστασιν – είναι ιδιαιτέρου χαρακτήρος. Αποτελεί την ιδίαν ημών αυτοκαταδίκην: Απορρίπτομεν το δώρον του Δημιουργού ημών. Δια τι όμως απορρίπτομεν τούτο;
Κυρίως και προ πάντων, διότι η Πατρική Δωρεά αποκτάται μετά μεγάλου κόπου και πολλών παθημάτων. Το θέμα τούτο είναι άκρως βαθύ.
Ποίος είναι εις θέσιν να παρουσιάση το έργον τούτο εναργώς εις τους ανθρώπους, τους ισταμένους επί διαφόρων επιπέδων συνειδήσεως και νοημοσύνης; Τίς δύναται να περιγράψη πρεπόντως τον εντελώς ιδιαίτερον ενθουσιασμόν του πνεύματος ημών, όταν εν τω Φωτί της Θεότητος αποκαλύπτωνται εις ημάς αι πάνσοφοι οδοί του Ζώντος Θεού;
Πώς όμως δυνάμεθα να πιστεύσωμεν εις το δυνατόν της αναστάσεως ημών δια την αιωνιότητα μετά τον κατά το σώμα θάνατον ημών; Όλα τα βιώματα ημών φαίνονται εις ημάς συνδεδεμένα ακριβώς μετά του σώματος τούτου και των αισθήσεων αυτού. Αισθανόμεθα εισέτι και την σκέψιν ημών ως κίνησιν ενεργείας τινός εν τω φυσικώ εγκεφάλω και τη καρδία ημών …
Δεν εδόθη εις πάντας η εμπειρία των καταστάσεων προσευχής, κατά τας οποίας το πνεύμα ημών ελευθερούται από των υλικών δεσμών και των συνθηκών του χρόνου και του χώρου. Τουναντίον εις ελαχίστους. Αλλ’ ιδού πιστεύομεν εις την επιστήμην μετ’ αφελούς πίστεως παρά την πασιφανή αυτής σχετικότητα. Πάντες δε ημείς χάριν αφομοιώσεως των τελευταίων αυτής επιτεύξεων από παιδικής ηλικίας παραδιδόμεθα εις επωδύνους προσπαθείας επί δεκαετίας. Εις τας υψίστας αυτού μορφάς ο πνευματικός αγών πορεύεται απείρως πέραν πάσης ανθρωπίνης επιστήμης, αλλά εις τα αρχικά στάδια είναι απλούς και χαροποιός εισέτι. Προσπαθώ να εξηγήσω την αληθινήν αιτίαν της αρνήσεως των ανθρώπων να ακολουθήσουν τον Χριστόν-Αλήθειαν.
«Ει Χριστός κηρύσσεται ότι εκ νεκρών εγήγερται, πώς λέγουσι τινες εν υμίν ότι ανάστασις νεκρών ουκ έστιν; Ει δε ανάστασις νεκρών ουκ έστιν, ουδέ Χριστός εγήγερται. Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε η πίστις υμών … Και ει εν τη ζωή ταύτη ηλπικότες εσμέν εν Χριστώ μόνον, ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων εσμέν … Τί και ημείς κινδυνεύομεν πάσαν ώραν; Καθ’ ημέραν (εγώ ο Παύλος) αποθνήσκω …» (Α’ Κορ. 15,12-14· 15,19 και 30-31).
*Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί Προσευχής, εκδ. Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 1993, σελ. 39-40.
Είναι μεγάλη αμαρτία να μειώσωμεν την δοθείσαν εις ημάς εν Πνεύματι Αγίω αποκάλυψιν περί του Ανθρώπου περί του τρόπου δια του οποίου συνελήφθη ο Άνθρωπος εν τω νοΐ του Θεού, πριν ή δημιουργηθή ο ορατός ούτος κόσμος. Η τιμωρία δια την αμαρτίαν ταύτην – της απιστίας εις την ανάστασιν – είναι ιδιαιτέρου χαρακτήρος. Αποτελεί την ιδίαν ημών αυτοκαταδίκην: Απορρίπτομεν το δώρον του Δημιουργού ημών. Δια τι όμως απορρίπτομεν τούτο;
Κυρίως και προ πάντων, διότι η Πατρική Δωρεά αποκτάται μετά μεγάλου κόπου και πολλών παθημάτων. Το θέμα τούτο είναι άκρως βαθύ.
Ποίος είναι εις θέσιν να παρουσιάση το έργον τούτο εναργώς εις τους ανθρώπους, τους ισταμένους επί διαφόρων επιπέδων συνειδήσεως και νοημοσύνης; Τίς δύναται να περιγράψη πρεπόντως τον εντελώς ιδιαίτερον ενθουσιασμόν του πνεύματος ημών, όταν εν τω Φωτί της Θεότητος αποκαλύπτωνται εις ημάς αι πάνσοφοι οδοί του Ζώντος Θεού;
Πώς όμως δυνάμεθα να πιστεύσωμεν εις το δυνατόν της αναστάσεως ημών δια την αιωνιότητα μετά τον κατά το σώμα θάνατον ημών; Όλα τα βιώματα ημών φαίνονται εις ημάς συνδεδεμένα ακριβώς μετά του σώματος τούτου και των αισθήσεων αυτού. Αισθανόμεθα εισέτι και την σκέψιν ημών ως κίνησιν ενεργείας τινός εν τω φυσικώ εγκεφάλω και τη καρδία ημών …
Δεν εδόθη εις πάντας η εμπειρία των καταστάσεων προσευχής, κατά τας οποίας το πνεύμα ημών ελευθερούται από των υλικών δεσμών και των συνθηκών του χρόνου και του χώρου. Τουναντίον εις ελαχίστους. Αλλ’ ιδού πιστεύομεν εις την επιστήμην μετ’ αφελούς πίστεως παρά την πασιφανή αυτής σχετικότητα. Πάντες δε ημείς χάριν αφομοιώσεως των τελευταίων αυτής επιτεύξεων από παιδικής ηλικίας παραδιδόμεθα εις επωδύνους προσπαθείας επί δεκαετίας. Εις τας υψίστας αυτού μορφάς ο πνευματικός αγών πορεύεται απείρως πέραν πάσης ανθρωπίνης επιστήμης, αλλά εις τα αρχικά στάδια είναι απλούς και χαροποιός εισέτι. Προσπαθώ να εξηγήσω την αληθινήν αιτίαν της αρνήσεως των ανθρώπων να ακολουθήσουν τον Χριστόν-Αλήθειαν.
«Ει Χριστός κηρύσσεται ότι εκ νεκρών εγήγερται, πώς λέγουσι τινες εν υμίν ότι ανάστασις νεκρών ουκ έστιν; Ει δε ανάστασις νεκρών ουκ έστιν, ουδέ Χριστός εγήγερται. Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε η πίστις υμών … Και ει εν τη ζωή ταύτη ηλπικότες εσμέν εν Χριστώ μόνον, ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων εσμέν … Τί και ημείς κινδυνεύομεν πάσαν ώραν; Καθ’ ημέραν (εγώ ο Παύλος) αποθνήσκω …» (Α’ Κορ. 15,12-14· 15,19 και 30-31).
*Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί Προσευχής, εκδ. Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 1993, σελ. 39-40.