Ξεχύνω τά λόγια τῆς καρδιᾶς μου, πού ἁπαλά σκιρτᾶ ἀπό χαρά ἄφθαρτη
κι ἀνέκφραστη.
Ἀδελφοί, ἄν εἰσχωρήσετε στά λόγιά μου μέ καθαρό λογισμό, θά
εὐφρανθεῖτε σάν σέ συμπόσιο πνευματικό!
Ἡ πίστη στό Χριστό εἶναι ζωή. Ὅποιος τρέφεται μέ τήν πίστη,
γεύεται ἤδη, στή διάρκεια τῆς ἐπίγειας πορείας του, τήν αἰώνια ζωή, πού ἑτοιμάστηκε
γιά τούς δικαίους στό τέλος αὐτῆς τῆς πορείας. Ὁ Κύριος εἶπε: «Ὅποιος πιστεύει
σ’ ἐμένα, αὐτός ἔχει τήν αἰώνια ζωή».
Μέ τήν πίστη οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ὑπέμειναν σκληρές δοκιμασίες. Ἔχοντας οἰκειωθεῖ τό πλοῦτο καί τήν εὐφροσύνη τῆς αἰώνιας ζωῆς, θεώρησαν σκουπίδια τά θέλγητρα τῆς πρόσκαιρης. Μέ τήν πίστη δέχονταν τίς θλίψεις καί τίς στενοχώριες σάν δῶρα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, δῶρα μέ τά ὁποῖα Ἐκεῖνος τούς ἀξίωσε νά γίνουν μιμητές καί μέτοχοι τῶν παθημάτων ἑνός ἀπό τά πανάγια Πρόσωπά Του, πού ἔστερξε νά δεχθεῖ τή φύση μας καί νά οἰκονομήσει τή λύτρωσή μας.
Μέ τήν πίστη οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ὑπέμειναν σκληρές δοκιμασίες. Ἔχοντας οἰκειωθεῖ τό πλοῦτο καί τήν εὐφροσύνη τῆς αἰώνιας ζωῆς, θεώρησαν σκουπίδια τά θέλγητρα τῆς πρόσκαιρης. Μέ τήν πίστη δέχονταν τίς θλίψεις καί τίς στενοχώριες σάν δῶρα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, δῶρα μέ τά ὁποῖα Ἐκεῖνος τούς ἀξίωσε νά γίνουν μιμητές καί μέτοχοι τῶν παθημάτων ἑνός ἀπό τά πανάγια Πρόσωπά Του, πού ἔστερξε νά δεχθεῖ τή φύση μας καί νά οἰκονομήσει τή λύτρωσή μας.
Ἡ ἀπέραντη εὐφροσύνη, πού γεννιέται ἀπό τήν πίστη,
καταβροχθίζει τή σκληρότητα τοῦ πόνου. Ἔτσι, στή διάρκεια ὀδυνηρῶν βασάνων,
νιώθει κανείς μόνο τέρψη. Τό ὁμολόγησε ὁ μεγαλομάρτυρας Εὐστράτιος (13
Δεκεμβρίου) λίγο πρίν ἀπό τήν τελείωσή του. Τά βασανιστήρια στά ὁποῖα μέ ὑποβάλλεις,
εἶπε στόν ἡγεμόνα Ἀγρικόλα, εἶναι γιά μένα εὐφροσύνη!.
Μέ τήν πίστη οἱ ἅγιοι βυθίστηκαν στά βάθη τῆς ταπεινοφροσύνης. Μέ τά καθαρά μάτια τῆς πίστεως εἶδαν πώς οἱ ἀνθρώπινες θυσίες στό Θεό δέν εἶναι παρά τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, χρέη τοῦ ἀνθρώπου στό Θεό, ἀχρείαστα σ’ Ἐκεῖνον ἀλλά ἀπαραίτητα καί σωτήρια γιά τόν ἄνθρωπο. «Ἄκου, λαέ μου», λέει ὁ Θεός, «γιατί θά σοῦ μιλήσω• ἄκου, Ἰσραήλ, γιατί θά διαμαρτυρηθῶ σ’ ἐσένα. Ὁ Θεός, ὁ Θεός σου, εἶμ’ ἐγώ. Δέν θά σέ ἐλέγξω γιά τίς θυσίες σου… γιατί δική μου εἶναι ὅλη ἡ οἰκουμένη καί δικά μου ὅλα τά πλούτη της», «τί ἔχεις ποὺ νά μήν τό ἔλαβες; Ἀφοῦ, λοιπόν, τό ἔλαβες ἀπό τό Θεό, γιατί καυχιέσαι σάν νά μήν τό εἶχες λάβει ὡς δῶρο;». «Σ’ ὅποιον δόθηκαν πολλά, πολλά θά ζητηθοῦν ἀπ’ αὐτόν καί σ’ ὅποιον δόθηκαν περισσότερα, περισσότερα θά ζητηθοῦν».
Οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ θαυματουργοῦσαν, ἀνάσταιναν νεκρούς, προέλεγαν τό μέλλον, ἦταν γεμάτοι ἀπό πνευματική γλυκύτητα, ἀλλά συνάμα καί γεμάτοι ἀπό ταπεινοφροσύνη. Μέ ἀπορία, θαυμασμό καί φόβο ἔβλεπαν ὅτι ὁ Θεός ἔστερξε γενναιόδωρα νά προσφέρει καί νά ἐμπιστευτεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα Του στό χῶμα, στή λάσπη. Μπροστά σ’ αὐτό τό μυστήριο, ὁ νοῦς κυριεύεται ἀπό φρίκη καί σωπαίνει, ἡ καρδιά πλημμυρίζει ἀπό ἀνείπωτη χαρά, ἐνῶ ἡ γλώσσα δέν ἔχει τή δύναμη νά ἐκφραστεῖ.
Μέ τήν πίστη οἱ ἅγιοι ἀγάπησαν τούς ἐχθρούς τους. Τά μάτια τοῦ νοῦ τους, φωτισμένα ἀπό τήν πίστη, σταθερά ἔβλεπαν τό Θεό μέσα στή πρόνοιά Του. Σέ παραχώρηση αὐτῆς τῆς θείας πρόνοιας ἀπέδιδαν οἱ ἅγιοι ὅλες τίς ἐπιθέσεις πού δέχονταν. Ἔτσι ὁ Δαβίδ, «βλέποντας τόν Κύριο παντοτινά μπροστά του», γιά νά μή λιποψυχήσει μπροστά στίς τόσες θλίψεις καί δοκιμασίες του, ἀποκρίθηκε, ὅταν ὁ Σεμεΐ τόν καταριόταν καί τόν πετροβολοῦσε: «Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε νά καταριέται τόν Δαβίδ. Τί δουλειά ἔχετε ἐσεῖς μ’ ἐμένα, γιοί τῆς Σαρουΐας», λογισμοί τῆς ὀργῆς καί τῆς ἐκδικήσεως; «Ἀφῆστε τον νά μέ καταριέται, γιατί ὁ Κύριος τοῦ τό εἶπε… Ἴσως ὁ Κύριος, βλέποντας τήν ταπείνωσή μου, νά μοῦ δώσει ἀγαθά ἀντί γιά τήν κατάρα…».
Ἡ ψυχή δέχεται τή δοκιμασία σάν θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν της. Εὐγνωμονεῖ τό Θεό καί Τοῦ ψάλλει: «Βάλε με, Κύριε, σέ δοκιμασίες, βάλε με σέ πειρασμούς, βάλε φωτιά στίς σκέψεις μου καί στήν καρδιά μου». Ἔτσι ἄς ἀντιμετωπίζουμε τίς δοκιμασίες. Γιά τούς ἀνθρώπους καί τά ἄλλα ὄργανα τῶν δοκιμασιῶν μας ἄς μή νιώθουμε καμιά κακία, καμιά ἐχθρότητα. Ἡ ψυχή πού δοξολογεῖ τόν Πλάστη της, ἡ ψυχή πού εὐγνωμονεῖ τόν οὐράνιο Γιατρό, πλημμυρισμένη ἀπό ἀνέκφραστα αἰσθήματα, ἀρχίζει νά εὐλογεῖ τά μέσα τῆς θεραπείας της.
Καί νά! Ξάφνου ἀνάβει μέσα της ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς. Τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕτοιμος νά θυσιάσει καί τή ζωή του γιά τόν ἐχθρό του, θεωρώντας μάλιστα πώς αὐτό δέν ἀποτελεῖ στήν πραγματικότητα θυσία ἀλλά ὑποχρέωση, ὑποχρέωση ἀνάξιου δούλου. Ἀπό τώρα ὁ οὐρανός εἶναι ἀνοιχτός. Μπαίνουμε στήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον καί μέσω αὐτῆς στήν ἀγάπη πρός τό Θεό. Βρισκόμαστε στό Θεό καί ὁ Θεός βρίσκεται σ’ ἐμᾶς. Νά τί θησαυρό περιέχει ἡ πίστη, ἡ μεσίτρια καί χορηγήτρια τῆς ἐλπίδας καί τῆς ἀγάπης. Ἀμήν
Μέ τήν πίστη οἱ ἅγιοι βυθίστηκαν στά βάθη τῆς ταπεινοφροσύνης. Μέ τά καθαρά μάτια τῆς πίστεως εἶδαν πώς οἱ ἀνθρώπινες θυσίες στό Θεό δέν εἶναι παρά τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, χρέη τοῦ ἀνθρώπου στό Θεό, ἀχρείαστα σ’ Ἐκεῖνον ἀλλά ἀπαραίτητα καί σωτήρια γιά τόν ἄνθρωπο. «Ἄκου, λαέ μου», λέει ὁ Θεός, «γιατί θά σοῦ μιλήσω• ἄκου, Ἰσραήλ, γιατί θά διαμαρτυρηθῶ σ’ ἐσένα. Ὁ Θεός, ὁ Θεός σου, εἶμ’ ἐγώ. Δέν θά σέ ἐλέγξω γιά τίς θυσίες σου… γιατί δική μου εἶναι ὅλη ἡ οἰκουμένη καί δικά μου ὅλα τά πλούτη της», «τί ἔχεις ποὺ νά μήν τό ἔλαβες; Ἀφοῦ, λοιπόν, τό ἔλαβες ἀπό τό Θεό, γιατί καυχιέσαι σάν νά μήν τό εἶχες λάβει ὡς δῶρο;». «Σ’ ὅποιον δόθηκαν πολλά, πολλά θά ζητηθοῦν ἀπ’ αὐτόν καί σ’ ὅποιον δόθηκαν περισσότερα, περισσότερα θά ζητηθοῦν».
Οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ θαυματουργοῦσαν, ἀνάσταιναν νεκρούς, προέλεγαν τό μέλλον, ἦταν γεμάτοι ἀπό πνευματική γλυκύτητα, ἀλλά συνάμα καί γεμάτοι ἀπό ταπεινοφροσύνη. Μέ ἀπορία, θαυμασμό καί φόβο ἔβλεπαν ὅτι ὁ Θεός ἔστερξε γενναιόδωρα νά προσφέρει καί νά ἐμπιστευτεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα Του στό χῶμα, στή λάσπη. Μπροστά σ’ αὐτό τό μυστήριο, ὁ νοῦς κυριεύεται ἀπό φρίκη καί σωπαίνει, ἡ καρδιά πλημμυρίζει ἀπό ἀνείπωτη χαρά, ἐνῶ ἡ γλώσσα δέν ἔχει τή δύναμη νά ἐκφραστεῖ.
Μέ τήν πίστη οἱ ἅγιοι ἀγάπησαν τούς ἐχθρούς τους. Τά μάτια τοῦ νοῦ τους, φωτισμένα ἀπό τήν πίστη, σταθερά ἔβλεπαν τό Θεό μέσα στή πρόνοιά Του. Σέ παραχώρηση αὐτῆς τῆς θείας πρόνοιας ἀπέδιδαν οἱ ἅγιοι ὅλες τίς ἐπιθέσεις πού δέχονταν. Ἔτσι ὁ Δαβίδ, «βλέποντας τόν Κύριο παντοτινά μπροστά του», γιά νά μή λιποψυχήσει μπροστά στίς τόσες θλίψεις καί δοκιμασίες του, ἀποκρίθηκε, ὅταν ὁ Σεμεΐ τόν καταριόταν καί τόν πετροβολοῦσε: «Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε νά καταριέται τόν Δαβίδ. Τί δουλειά ἔχετε ἐσεῖς μ’ ἐμένα, γιοί τῆς Σαρουΐας», λογισμοί τῆς ὀργῆς καί τῆς ἐκδικήσεως; «Ἀφῆστε τον νά μέ καταριέται, γιατί ὁ Κύριος τοῦ τό εἶπε… Ἴσως ὁ Κύριος, βλέποντας τήν ταπείνωσή μου, νά μοῦ δώσει ἀγαθά ἀντί γιά τήν κατάρα…».
Ἡ ψυχή δέχεται τή δοκιμασία σάν θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν της. Εὐγνωμονεῖ τό Θεό καί Τοῦ ψάλλει: «Βάλε με, Κύριε, σέ δοκιμασίες, βάλε με σέ πειρασμούς, βάλε φωτιά στίς σκέψεις μου καί στήν καρδιά μου». Ἔτσι ἄς ἀντιμετωπίζουμε τίς δοκιμασίες. Γιά τούς ἀνθρώπους καί τά ἄλλα ὄργανα τῶν δοκιμασιῶν μας ἄς μή νιώθουμε καμιά κακία, καμιά ἐχθρότητα. Ἡ ψυχή πού δοξολογεῖ τόν Πλάστη της, ἡ ψυχή πού εὐγνωμονεῖ τόν οὐράνιο Γιατρό, πλημμυρισμένη ἀπό ἀνέκφραστα αἰσθήματα, ἀρχίζει νά εὐλογεῖ τά μέσα τῆς θεραπείας της.
Καί νά! Ξάφνου ἀνάβει μέσα της ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς. Τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕτοιμος νά θυσιάσει καί τή ζωή του γιά τόν ἐχθρό του, θεωρώντας μάλιστα πώς αὐτό δέν ἀποτελεῖ στήν πραγματικότητα θυσία ἀλλά ὑποχρέωση, ὑποχρέωση ἀνάξιου δούλου. Ἀπό τώρα ὁ οὐρανός εἶναι ἀνοιχτός. Μπαίνουμε στήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον καί μέσω αὐτῆς στήν ἀγάπη πρός τό Θεό. Βρισκόμαστε στό Θεό καί ὁ Θεός βρίσκεται σ’ ἐμᾶς. Νά τί θησαυρό περιέχει ἡ πίστη, ἡ μεσίτρια καί χορηγήτρια τῆς ἐλπίδας καί τῆς ἀγάπης. Ἀμήν