Ἐν τούτοις, τὴν μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς ζωντανῆς
παρουσίας τοῦ Χριστοῦ τὴν καταθέτουν ὅσοι πολεμοῦν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία
του. Μὲ τέτοια λύσσα δὲν χτυποῦν ποτὲ ἕναν πεθαμένο, μὲ τέτοιο πάθος δὲν
κυνηγοῦν ποτὲ ἕναν νεκρό. Πρὸς τί ὁ ἀδιάκοπος πόλεμος, ἂν ὁ ἀντίπαλος εἶναι
ἕνα πτῶμα; Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ζῆ!
Ἀναστήθηκε, γιὰ νὰ μένει ζωντανὸς ἀνάμεσά μας, ὄχι
μόνο ὡς Θεὸς μὲ τὴν πανταχοῦ παρουσία του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη ὀντότητά
του πιά, ποὺ ξέρει νὰ συμπαθεῖ καὶ νὰ κατανοεῖ, ὡς ἀναστημένος καὶ πνευματικὸς ἄνθρωπος,
ὁ Θεάνθρωπος.
Μέσα στὸ δισκοπότηρο ἀνασταίνεται κάθε Κυριακὴ καὶ
προσφέρει τὸν Ἑαυτό του «εἰς κοινωνίαν». Τὸ Σῶμα του καὶ τὸ Αἷμα του κυλοῦν
μέσα στὶς φλέβες τῶν πιστῶν, ὁ λόγος Του ἀκούγεται καθαρὸς μὲ τὴ φωνὴ τοῦ
Εὐαγγελίου, ἡ συναναστροφὴ τοῦ ἐξασφαλίζεται ἀκέραιη μέσα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι αὐτὴ μία παλλόμενη καὶ σφύζουσα πραγματικότητα δίπλα στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο,
ποὺ δὲν τοῦ ὑπόσχεται ἁπλῶς, ἀλλὰ ἔχει καὶ νὰ τοῦ δείξει καὶ νὰ τοῦ δώσει ὅ,τι
δὲν βρίσκει στὰ δῶρα τοῦ πολιτισμοῦ μας, ὅ,τι ἀναζητᾶ μὲ ἔκδηλη ἀγωνία· τὴν ζωὴ
τὴν ἀληθινή, τὴν αἰώνια ζωή, ποὺ εἶναι ὁ ἀναστημένος Χριστός.