Ένας γέροντας έστειλε τον υποτακτικό του στην Αίγυπτο για να
φέρει μία καμήλα και μ’ αυτή να μεταφέρουν τα εργόχειρά τους από την σκήτη τους
στην Αίγυπτο.
Όταν ο αδελφός έφερε την καμήλα, τον συναντά ένας άλλος γέροντας ασκητής και του λέε:
-Αν ήξερα ότι θα πήγαινες στην Αίγυπτο θα σου έλεγα να φέρεις και για μένα μία καμήλα.
Ο υποτακτικός πηγαίνει στο γέροντά του και λέει τι του είπε ο ασκητής. Ο γέροντας αφού τον άκουσε του είπε:
-Πάρε την καμήλα, πήγαινέ την στον ασκητή και πες του: «Εμείς τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας. Πάρε την καμήλα και κάνε και εσύ τη δουλεία σου». Κι ακολούθησέ του στην Αίγυπτο. Κατόπιν πάρε την καμήλα και φέρε την πάλι πίσω, για να στείλουμε κ’ εμείς στην Αίγυπτο τα δικά μας πράγματα.
Ο υποτακτικός πράγματι έκανε ότι του είπε ο γέροντάς του. Αφού φόρτωσε την καμήλα με τα εργόχειρα του ασκητού, ξεκίνησε μαζί του για την Αίγυπτο. Φτάνοντας στον προορισμό τους ξεφόρτωσαν το ζώο και αφού η αποστολή ολοκληρώθηκε λέει ο υποτακτικός στον ασκητή:
-Εύξαι υπέρ εμού, πάτερ.
-Που πηγαίνεις; τον ρωτάει ο ασκητής.
-Στη σκήτη, για να μεταφέρω και τα δικά μας εργόχειρα, απαντά με ειλικρίνεια ο υποτακτικός.
Τότε ο ασκητής, όταν άκουσε αυτά, κατανύχθηκε και με δάκρυα στα μάτια έβαλε μετάνοια στον υποτακτικό λέγοντας:
-Να με συγχωρέσετε, γιατί η πολύ σας αγάπη έλαβε τον καρπό μου.