
Εκείνη που βασιζόταν στις αρετές της και στις καλοσύνες της
περίμενε μεγάλες τιμές, αλλά έπεσε έξω στην πρόβλεψή της. Κάποια ταπεινή
χωριατοπούλα κρίθηκε άξια για την πρώτη θέση. Δεύτερος ήταν ένας φτωχός χωρικός
που φορούσε μάλιστα και τσαρούχια.
Ακολούθησαν στη σειρά πλήθη απλοϊκών
ανθρώπων. Σε μια στιγμή ο Κύριος έπαυσε να προσκαλεί άλλους. Εκείνη πάνω στην
απελπισία της αποφάσισε να τον πλησιάσει και να του υπενθυμίσει τα καλά που
είχε κάνει.
Ο Χριστός όμως απέστρεψε εντελώς το πρόσωπό Του απ’ αυτήν.
Εξουθενωμένη πλέον, έπεσε στο έδαφος, έκλαψε και αναγνώρισε ταπεινά πως
πραγματικά δεν της άξιζε η ουράνια Βασιλεία. Να, αγαπητοί μου -εδώ δυνάμωσε τη
φωνή του ο στάρετς- το ταπεινό φρόνημα! Έτσι έπρεπε να σκεφτόμαστε όλοι. Όταν
ξύπνησε από το όνειρο η αρχόντισσα, δεν τόλμησε πια να φιλοξενήσει υπερήφανες
ιδέες στην ψυχή της. Της έδωσε ο Θεός με το όνειρο αυτό ένα αξέχαστο όνειρο.