Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Περί αποφυγής της αποθαρρύνσεως

Ένα ρήμα των Πατέρων το όποιο συναντήσαμε προχθές στην ανάγνωση της τράπεζας, το όποιο αναφέρει ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής, μου έκανε μεγάλη εντύπωση.
«Ὡς ὁδοιπόρος ἄσματι κλέπτων τόν κόπον τῆς ὁδοιπορίας». Όπως παλαιότερα θυμάμαι, τότε πού χρησιμοποιούσαν ως μεταφορικά μέσα τα υποζύγια, πολλές φορές
παρακολουθούσα τους πατέρες και τους παππούδες πού εργάζονταν σκληρά μέσα στον καύσωνα με τα ζώα τους και σιγοτραγουδούσαν λίγο για να ξεχνούν έτσι τον κόπο
της οδοιπορίας. Αυτό οι Πατέρες το μεταφέρουν και στην δική μας ζωή. Είναι γνωστό ότι «τό μέν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δέ σάρξ ἀσθενής». Ας έχουμε λοιπόν σαν όρο στην ζωή μας,
«τό πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίω δουλεύοντες». Στην πραγματικότητα όμως ο άνθρωπος κουράζεται με τις διάφορες περιστάσεις και περιπέτειες. Όλα αυτά είναι εκείνα τα
όποια αλλοιώνουν την ζωή, δεν την αφήνουν να είναι ευθεία. Και μείς οι ίδιοι, όπως ξέρουμε, δεν έχομε πάντα την ίδια προαίρεση. Γενικά η προαίρεσή μας είναι αμετακίνητη
στο να ακολουθούμε τον Χριστό. Όλες αυτές οι αλλοιώσεις όμως, πού είναι τα αίτια και τα αιτιατά, σπρώχνουν, έλκουν, τραβούν, βαραίνουν και κάνουν την ζωή του άνθρωπου
πολλές φορές δύσκολη. Γι αυτό χρειάζεται από μέρους μας προσοχή, ώστε έχοντας υπ’ όψιν όλα αυτά, να μην φεύγουμε από τον σκοπό μας.

Είναι γεγονός ότι οι μεν συνθήκες υπεγράφησαν στην αρχή πού μας κάλεσε η θεία Χάρις και τα πράγματα τα τοποθετήσαμε σωστά, χάριτι Χριστού και δεν πρόκειται τώρα
να στραφούμεν εις τα οπίσω. Όμως, η πρακτική μορφή της ζωής έχει πολύ μεγάλη διαφορά από την θεωρητική. Επειδή λοιπόν συμβαίνουν στην ζωή μας όλες αυτές
οι ανακοπές, ένεκα της πολύμορφης αμαρτίας και από τον πόλεμο πού μας κάνει ο σατανάς, γι αυτό χρειάζεται να είμαστε πάντοτε έτοιμοι. Στις δυσκολίες αυτές να μην
λυγίζωμε και, στις περιπτώσεις εκείνες πού μας βαρύνει η απόγνωση και η απογοήτευση, να ενθαρρύνουμε τον εαυτό μας έχοντας υπ’ όψιν ότι: «Οὐκ ἄξια τά παθήματα
τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἠμᾶς», ενθυμούμενοι ότι ο Κύριος για την δική μας αγάπη «ἐκένωσεν ἑαυτόν». Αύτη η έννοια να μη φεύγει
ποτέ από μέσα σας. Η φράση «ἐκένωσεν ἑαυτόν» είναι ασύλληπτη, απερίγραπτη, αφάνταστη και ανερμήνευτη στα κτιστά όντα, όσο και αν είναι τέλεια. Και αυτό το έκανε
για την δική Του αγάπη προς εμάς τους ευτελείς. Πολλές φορές σκέπτομαι και λέω: Σε τί χρειαζόταν στον Θεό η κένωση; Μπορούσε και προστακτικά όπως έβαλε την κτίση
σε ύπαρξη, εκ του μηδενός, διά της θεοπρεπούς Του μεγαλοσύνης να μας επαναφέρει στην ισορροπία. Μέσα όμως στα βαθύτερα μυστήρια της ακατάληπτης Του πανσοφίας,
περιείχετο το σχέδιο τούτο να μάς επαναφέρει στην ισορροπία πρακτικά, με το να γίνει και Αυτός όπως είμαστε μείς. Για να ενδυθεί ύλη, σαν Θεός πού είναι, και να βρεθεί
σε τόπο και χώρο και χρόνο ο υπεράγαθος, έπρεπε να μετάσχει της δικής μας πτώχειας και έκανε αυτό για να δείξει το απόλυτο της αγάπης Του.

Αυτές όλες οι σκέψεις είναι μία τονωτική ένεση, για να το πούμε με την ιατρική γλώσσα. Συμβαίνει δηλαδή το ίδιο, όπως σ’ έναν οργανισμό πού εξαντλείται και φθάνει σε
κατάσταση κωματώδη και οι γιατροί με ένα τονωτικό φάρμακο τον ενισχύουν και έτσι ξυπνάει και ανακτά τις δυνάμεις του. Ενθυμούμενοι αυτά, γινόμεθα προθυμότεροι και
ευλαβέστεροι για να αντέξουμε στις πιέσεις του σατανά. Η πολύμορφη αμαρτία μαζί με τον πατέρα της διάβολο, προσπαθεί να μάς φράξει τον δρόμο. Εμείς υπογράψαμε
συνθήκη με τον Κύριό μας πού δέχθηκε την επιστροφή και την μετάνοιά μας. Από την στιγμή πού τον γνωρίσαμε, προσπαθούμε να μην αμαρτάνουμε, αλλά να ευσεβούμε
και το ενδιαφέρον μας είναι να βρισκόμαστε στο θέλημά Του. Υπεγράφησαν τα συμβόλαια αυτά από το βάπτισμα κι Εκείνος έμεινε πιστός στις υποσχέσεις Του. Μάς έδωσε
την θείαν Χάριν και μείς φυσικά προσπαθούμε, όσο μπορούμε, να την κρατήσουμε. Ο διάβολος όμως, προσπαθώντας να μάς πολεμήσει, δεν διστάζει να μεταχειριστεί τα πάντα,
και τους φίλους, και τους συγγενείς, και τους οικογενείς, και τις ύλες, και τα πρόσωπα, και τα πράγματα, και τον χώρο και τον χρόνο για να μάς απατήσει. Ξέροντας όλα αυτά,
πρέπει και μείς να χρησιμοποιούμε σε όλες τις φάσεις της μάχης τα κατάλληλα αντίρροπα πνευματικά φάρμακα, τα όποια είναι γνωστά από τις πατερικές μας παραδόσεις.
Όταν μάς πνίγη η αποθάρρυνση, εμείς προβάλλαμε το θάρρος, έχοντας υπ’ όψιν μας την αγάπη του Ιησού μας και τις υποσχέσεις Του. Όταν μάς πιέζει ο καύσωνας της οιήσεως
και της κενοδοξίας, ενθυμούμαστε την ευτέλεια μας, την ανικανότητα μας, πού δεν είμαστε άξιοι ούτε ένα λογισμό να κρατήσουμε και έτσι ταπεινώναμε τον εαυτό μας.

Μοιάζουμε με τους γεωπόνους, όπως λέει η Αμμά Σάρρα, πού όταν δουν ένα βλαστάρι πού μεγαλώνει πολύ, το κόβουν και, αν δουν ένα πού είναι αδύνατο, του βάζουν κοπριά
και το ποτίζουν και το σηκώνουν. Έτσι κι εμείς μεταχειριζόμαστε αυτούς τους τρόπους να κρατήσουμε τον εαυτό μας τους όποιους βρίσκουμε και στην Γραφή. Βλέπετε ο
Προφητάναξ Δαβίδ, ο πατέρας της προσευχής και της μετανοίας, όταν αισθανόταν απογοήτευση και αποθάρρυνση, θεωρούσε τον εαυτό του και έλεγε: «Ἴνα τί περίλυπος
εἰ ἡ ψυχή μου καί ἴνα τί συνταρράσσει μέ; Ἔλπισον ἐπί τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν τόν ζῶντα». Όσες φορές πάλι έβλεπε ότι τον πείραζε η οίηση και η κενοδοξία, έλεγε:
«Ἐγώ εἰμί γῆ καί σποδός, ἐγώ εἰμί σκώληξ καί οὐκ ἄνθρωπος» και «ἄνθρωπος ὡσεί χόρτος αἵ ἡμέραι αὐτοῦ καί ὡσεί ἄνθος τοῦ ἀγροῦ οὕτως ἑξανθήσει» και τα τόσα
άλλα με τα οποία περιέγραφε πλήρως την ανθρώπινη ευτέλεια και προκαλούσε μιαν ισορροπία. Αυτό χρειάζεται και σε μας, γιατί η νεανική ηλικία είναι η δυσκολότερη.
Το διαπιστώνουμε εμείς πού γεράσαμε και περάσαμε αυτές τις γέφυρες. Στην νεανική ηλικία έρχεται ο λογισμός και λέει: «Πότε θα περάσουν τα χρόνια, πώς θα υπομένω
εγώ αυτή την κακοπάθεια, πώς θα υπομένω αυτή την ζωή την μονότονη, πότε θα γεράσω να φύγω, να φθάσω τις επαγγελίες;». Έτσι λέει η νεανική ηλικία έτσι λέγαμε και μείς
κάποτε. Τώρα πού γεράσαμε, γυρίζουμε και λέμε: Μα πότε πέρασαν τα εξήντα χρόνια; Πέρασαν και δεν το καταλάβαμε. Αλλοιώς τώρα σκεπτόμαστε σαν γέροντες και
αλλοιώς όταν είμασταν νέοι. Σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο όλα είναι τρεπτά. Τίποτε δεν μένει μόνιμο. Εκείνο πού μένει είναι το ΕΛΕΟΣ του Χριστού μας πού αληθινά παρηγορεί
την ανθρώπινη ύπαρξη και προσωπικότητα. Είναι ακριβώς η παρουσία της ΑΓΑΠΗΣ του Θεού πού είναι κάτι το αμετάκλητο, το αμετατόπιστο, το απαραχάρακτο, το βέβαιο,
το θετικό. Όλα τα άλλα, οι ανθρώπινες σκέψεις, οι ανθρώπινες απειλές, οι ανθρώπινες υποσχέσεις, τα στοιχεία, οι κινήσεις, όλα αυτά είναι ψευδή, όλα είναι τρεπτά, όλα απατούν.
Ένα δεν απατά, η υπόσχεση του Κυρίου μας πού μένει «εἰς τόν αἰώνα». Η υπόσχεση του Κυρίου μας πού δεν είναι αφηρημένη, αλλά συγκεκριμένη. Είδαμε την ΑΓΑΠΗ του
πρακτικά, την αισθανόμαστε, τη ζούμε και την βιώνομε.

Με βάση λοιπόν αυτή την αγάπη, πού διά της Χάριτος Του παραμένει μαζί μας ως ενδημούσα πλέον κατάσταση, δεν θα φοβηθούμε ούτε τις απειλές των δαιμόνων, ούτε τις
απειλές των ανθρώπων, ούτε τις απειλές των στοιχείων και αυτής της φύσεως ακόμα αλλά επικαλούμενοι συνεχώς την θείαν Χάριν, η όποια με αποδείξεις πλέον φαίνεται ότι
είναι μαζί μας, θα συνεχίσουμε, διότι ο προχθές και χθες και σήμερον Θεός και αύριο και μεθαύριο είναι «ο αυτός». Έτσι, με αυτές τις ελπίδες, με αυτές τις προθέσεις, συνεχίζοντες
την πορεία μας να είστε βέβαιοι ότι θα επιτύχουμε. Μην σας τρομάζει καμιά κατάσταση, και καμιά περίσταση να μην γίνεται εμπόδιο στον δρόμο σας, διότι «ἡ ἀλήθεια τοῦ Κυρίου
ἠμῶν μένει εἰς τόν αἰώνα». Αυτή είναι και η πραγματικότητα. Αμήν.