ΠΕΡΙ ΑΝΕΞΙΚΑΚΙΑΣ
Κάποιος χριστιανός πήγε να συμβουλευθεί τον Αββά Σιλουανό.
-Έχω ένα θανάσιμο εχθρό, πάτερ, του είπε. Τα κακά που μου έχει κάνει αυτός ο άνθρωπος είναι αναρίθμητα. Προ καιρού κέρδισε με απάτη ένα μεγάλο κομμάτι από το χωράφι μου. Με συκοφαντεί, κακολογεί κι εμένα και την οικογένειά μου. Πριν λίγες ημέρες έμαθα πως αποπειράθηκε να με δηλητηριάσει. Είμαι αποφασισμένος να τον παραδώσω στη δικαιοσύνη.
- Κάνε όπως θέλεις, του είπε με αδιαφορία ο Αββάς Σιλουανός.
- Δεν νομίζεις, πάτερ, πως όταν τιμωρηθεί και μάλιστα αυστηρά, θα σωθεί η ψυχή του; ρώτησε ο άνθρωπος, που τώρα άρχισε να ενδιαφέρεται και για την ψυχική ωφέλεια του εχθρού του.
- Κάνε ό,τι σε αναπαύει, είπε με το ίδιο ύφος ο Όσιος.
- Πηγαίνω, λοιπόν, στον δικαστή κατ' ευθείαν, είπε ο χριστιανός και σηκώθηκε να φύγει.
- Μη βιάζεσαι τόσο, του είπε ο Όσιος. Ας προσευχηθούμε πρώτα να κατευοδώσει ο Θεός την πράξη σου.
Άρχισε το «Πάτερ ἡμῶν». «Καὶ μὴ ἀφίης ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς οὐδὲ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν», ακούστηκε να λέγει μεγαλοφώνως ο Όσιος, σαν έφτασε σ' αυτόν τον στίχο.
- Λάθος, Αββά, δεν λέγει έτσι η Κυριακή Προσευχή, διόρθωσε ο χριστιανός.
- Έτσι όμως είναι, αποκρίθηκε μ' όλη του την απάθεια ο Γέροντας. Αφού αποφάσισες να παραδώσεις τον αδελφό του στον δικαστή, ο Σιλουανός δεν κάνει άλλη προσευχή για σένα.