Αυτή ήταν η μια πλευρά των Κατουνακίων. Στην άλλη φθάσαμε, όταν οι καυτές ακτίνες του ηλίου -ήταν τέλος του μήνα θεριστή- έγλειφαν τις τελευταίες νοστιμιές των βράχων. Προχωρημένο απόβραδο φθάσαμε στην καλύβα του Οσίου Εφραίμ. Μέσα σε θαμπό φως διεκρίνετο η φιγούρα του Γέροντα. Υψίκορμος και δεμένος όπως ήτανε φάνταζε σαν γερασμένος κορμός πλατάνου. Αργότερα μου διηγείτο:
- Και τις τέσσερις πεζούλες του κήπου μας τις έσκαβα μόνος μου με το δικέλλι. Τώρα προτείνω στους υποτακτικούς να πιάση ο καθένας από μια πεζούλα να σκάψη και μου καμώνονται πως δεν μπορούνε (άλλος έχει τη μέση του, άλλος τα χέρια του) και ζητάνε φρέζα.
- Παιδιά μου, η μηχανή θα καταστρέψη την ησυχία του τόπου.
- Όχι Γέροντα. Να πάρουμε φρέζα.
- Ε, πάρτε και χέζα να ησυχάσετε.
Ο παπα-Εφραίμ εκείνα τα χρόνια δεν ήταν όνομα μεγάλο στον Άθωνα. Κάποιοι δειλά-δειλά σιγοψιθύριζαν για την αξία του λόγου του. Μέχρι και το '78, που ζητήσαμε από γείτονά του να μας δείξη το μονοπάτι που οδηγεί στην κέλλα του, μας είπε:
- Έχω ακούσει πως έχει καλή διδαχή και έχω λογισμό να τον επισκευθώ.
Ο Γέρων εκείνο το ευλογημένο βράδυ μας υποδέχθηκε με περισσή καταδεκτικότητα. Μας ωδήγησε στην εκκλησία και ξοπίσω του ακολουθούσε γέροντας ξυπόλυτος, που φαινόταν τα γηρατειά να του σκόρπισαν τον νου και είχε απόλυτη εξάρτηση από τον παπα-Εφραίμ. Όταν του συστηθήκαμε πως είμαστε θεολόγοι, μας κοίταξε μ' ένα μειδίαμα συμπάθειας που μας προσγείωσε αμέσως. Βρε τι μάθαμε στο σχολειό και τι πάθαμε στην έρημο! Ήταν φοβερό: εμείς τα εικοσιπεντάχρονα παιδαρέλια να συστηνώμαστε θεολόγοι σ' ένα λευκασμένο Γέροντα της ερήμου! Πήραμε μάθημα δυνατό και το κρατώ ακόμη:
- Καλά μου παιδιά, θεολόγος είναι αυτός που ομιλεί με τον Θεό και όχι αυτός που σπουδάζει θεολογία.
Ο γέρος μας άφησε να επιστρέψουμε στους Δανιηλαίους καταγοητευμένοι. Φορτίσαμε το είναι μας από την σκηνή της ερήμου και ήταν αλήθεια, γιατί και αργότερα, οσάκις τον απαντήσαμε, φορτωμένοι φύγαμε από τον παπα-Εφραίμ.