Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

Η απλοική χωριάτισσα και ο γερμανός στρατιώτης



Και παραθέτω τώρα μιαν εξιστόρηση που έχω άπό ένα νεαρό Πολωνό φίλο μου πού οί Γερμανοί τον ανάγκασαν να κάνη το διερ­μηνέα στο ρωσικό μέτωπο (κατόπι αυτός μπόρεσε να διαφυγή και να πάρη μέρος στην αντίσταση).
Στή διάρκεια του πρώτου χειμώ­να της εκστρατείας στη Ρωσία, μ' ένα φοβερό κρύο 35 βαθμών κάτω άπ' το μηδέν, βρισκόταν μ' ένα νεαρό Γερμανό αξιωματικό σ' ένα αυτοκίνητο πάνω στον κύριο δρόμο. Και οί δυο τους τουρτούριζαν παγωμένοι άπ' το κρύο. Αποφάσισαν να σταματήσουν στο πρώτο άχερόσκεπο καλύβι του πρώτου χωρίου πού θα συναντούσαν, για να ζεσταθούν λιγάκι.
Τώρα ή καλύβα που οί δυο νέοι κατά τύ­χη μπήκαν ήταν άπα τις φτωχότερες του χωριού, χωρίς καν ξύλινο πάτωμα, κι' ήταν γεμάτη παιδάκια. Ή οικογένεια πού ζούσε έκεί φιλοξενούσε δυο ακόμη οικογένειες του γειτονικού χωριού πού είχαν κάψει οί υποχωρούντες Γερμανοί· διότι δρακόντεια διαταγή είχε δοθη στα γερμανικά στρατεύματα να κατακαίνε ανελέητα όλα τα χω­ριά άπ' οπού υποχωρούσαν, για να μην αφήσουν στον εχθρό παρά συντρίμια, μιαν έρημο γεμάτη καταστροφή...
Τέτοιο μέτρο ήταν ουσιαστικά μια απόφαση θανάτου για τους φτωχούς ανθρώπους που γινόταν θύματα αυτής της θηριωδίας, άστεγοι με τα παιδάκια τοον στην παγωνιά των 35 βαθμών.
Ή μια από τις δυο οικογένειες είχε μπορέσει να διάσωση μιαν αγελάδα, ή άλλη ένα σακκί αλεύρι. Αυτό ήταν το πάν πού μπόρεσαν ν' απο­κομίσουν. Μόλις μπήκαν οί δυο νέοι, μια νεαρή γυναίκα στο φτωχοκάλυβο βάλθηκε ν' άνοίγη την καρδιά της με το ρωσικό τρόπο, όπως το συνηθίζουν οί χωριάτισσες, παραπονούμενη μελοδραματικά:
«Οί καιροί είναι σκληροί και δύσκολοι, όλα πάνε τόσο άσκημα, ό κόσμος υποφέρει, και κάνει τόσο κρύο», κ.λ.π. "Υστερα γυρίζοντας προς τους δυο νέους, πού τους έπαιρνε και τους δυο για Γερμανούς, αρχίζει να τους λυπάται: «Δεν είναι πια χαρού­μενα για σας. Βρίσκεστε 'δώ σε ξένη χώρα, με τέτοια παγωνιά. "Α, πολύ νέοι ακόμη, και μακριά άπ' τους δικούς σας!» κ.λ.π.
"Υστερα βγαίνει άπ' το δωμάτιο και μετά μερικά λεπτά ξανάρ­χεται με μια κανάτα ζεστό γάλα και δυο μεγάλες φέτες ψωμί, και τους τα δίνει. Κι' όταν θέλησαν αυτοί ν' αρνηθούν, αυτή επιμένει: θα τους κάνη καλό να πιουν κάτι ζεστό και να φάνε λιγάκι. "Ε λοιπόν! ήταν ή γυναίκα που οι Γερμανοί είχαν προμελετημένα κάψει το σπίτι της στο γειτονικό χωριό πριν μια μέρα...
Οι δυο νέοι αναστατώθη­καν, τα 'χασαν! Αυτό το φέρσιμο της μάνας δεν είχε καμμιά σχέση με το κήρυγμα του μίσους ανάμεσα στα έθνη, τις φυλές ή τις τάξεις... Εδώ ήταν παρόν εν' αλλιώτικο κήρυγμα: ή σπορά της «καλής είδήσεως» του Ευαγγελίου είχε βαθιά φυτευθή στο υποσυνείδητο των ψυχών. Ήταν ή εφαρμογή, στη ζωή, του μηνύματος του Ευαγγε­λίου από μιαν απλοϊκή χωριάτισσα ή οποία μπορεί και να μην το 'ξερε πώς το εκπλήρωνε...

Από το βιβλίο του Ν.Αρσενίεφ«Η ρωσική ευσέβεια»Εκδόσεις Ρηγόπουλου