«Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως»
Η αγάπη, όπως μας τη δίδαξε ο Χριστός, δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά γίνεται πράξη καθημερινής ζωής, όταν την αντιπροσφέρουμε στο συνάνθρωπό μας. Αυτό υπαγορεύει η ευχαριστιακή θεώρησή της και ειδικότερα η συναίσθηση ότι πρώτος ο Ίδιος ο Κύριος μάς προσφέρει την αγάπη Του, ως δωρεά που πηγάζει από τη σταυρική Του θυσία και ανοίγει τους ορίζοντες για τη σωτηρία μας. Η αγάπη για να είναι αληθινή συνδέεται σαφώς και με την έννοια της δικαιοσύνης, όπως απορρέει μέσα από την αλήθεια του ευαγγελικού λόγου.
Εκτείνεται απεριόριστα
Ο λόγος του Κυρίου ξεπροβάλλει τόσο ξεκάθαρος: «Όπως θέλετε να σας φέρνονται οι άνθρωποι, έτσι και εσείς να συμπεριφέρεστε σ’ αυτούς». Στην ανταπόδοση των ίσων, φαίνεται να εμφιλοχωρεί η αρχή της δικαιοσύνης. Όποιος θέλει να εισπράττει αγάπη επιβάλλεται και ο ίδιος να αγαπά. Όποιος θέλει να μην τον αδικούν ούτε και εκείνος θα πρέπει να αδικεί. Και ακόμα πιο πέρα, να δέχεται και να ανέχεται την αδικία όταν πρόκειται για τον εαυτό του. Αυτό το πνεύμα που παραπέμπει στην αρχή της δικαιοσύνης, επικρατούσε λίγο πολύ και στην προ της έλευσης του Χριστού εποχή.
Ο Χριστός όμως προχωρεί πολύ βαθύτερα και επιφέρει ανατροπές τέτοιες, ώστε να αποκαλύπτεται το μέγεθος της αγάπης. Η αγάπη αφήνει τις αγκάλες ν’ ανοίξουν απεριόριστα για να βρει καταφύγιο στη ζεστασιά τους ακόμα και ο εχθρός. Το να αγαπάμε αυτόν που μας αγαπά, είναι κάτι το φυσικό. Το να αγαπάμε όμως και αυτόν που μας εχθρεύεται, είναι κάτι που ξεφεύγει από τα φυσικά όρια και μας εισάγει στο χώρο της θεανθρώπινης παρουσίας.
Ο Χριστός τονίζει πολύ χαρακτηριστικά: «και αν αγαπάτε εκείνους που σας αγαπούν, τι σπουδαίο νομίζετε ότι κάνετε; Και οι κακοί άλλωστε αγαπούν εκείνους που τους αγαπούν. Και αν κάνετε το καλό σ’ εκείνους που σας κάνουν καλό, τι σπουδαίο κάνετε; Και οι κακοί το ίδιο κάνουν». Υποδεικνύει ότι θα πρέπει να μοιάζουμε στον Πατέρα μας τον Θεό, ο οποίος είναι Οικτίρμων και Ελεήμων. «Αγαπάτε του εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε…».
Η υπέρβαση
Μέσα στην Εκκλησία, η αγάπη λειτουργεί στη βάση της υπέρβασης της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Και αυτό γιατί η ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι συμβατή με το δίκαιο του ισχυρού και της προαγωγής συμφερόντων και σκοπιμοτήτων. Καταστάσεις, δηλαδή που υποσκάπτουν την αγάπη και την αφήνουν μετέωρη και ξεκάρφωτη πραγματικότητα. Πρώτος ο Χριστός, η κεφαλή της Εκκλησίας, έζησε την πραγματική αγάπη, η οποία από την φύση της είναι θυσία, προσφορά του εαυτού μας, υπέρ φύση ζωή. Έτσι, στην προοπτική της Εκκλησίας, η αγάπη απλώνεται διάπλατα σε φίλους και εχθρούς, σε φτωχούς και πλουσίους, σε δικούς και ξένους.
Αγαπητοί αδελφοί, η ευαγγελική περικοπή με τα βαθιά μηνύματα και νοήματά της, μάς βάζει μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα. Στο ότι η Εκκλησία του Χριστού δεν επιδιώκει απλώς τη συντήρηση ενός νεκρού πτώματος, αλλά φροντίζει για την ανάστασή του. Δεν περιορίζεται σε μερικές συνταγές «καλής ζωής», αλλά θέτει στόχους ουράνιας εμβέλειας. Να αγαπάμε όλο τον κόσμο. Αυτό δεν προβάλλει σε καμιά περίπτωση ως αδυναμία, αλλά ως δυνατότητα αληθινής ζωής. Να πεθαίνουμε καθημερινά για να αναστηθούμε. Να πεθαίνουμε ως προς τα πάθη που στενεύουν ασφυκτικά τους ορίζοντες της αγάπης και να γευόμαστε τη γλυκύτητα της Ανάστασης, η οποία διακλαδώνεται μέσα από τη δυναμική της εντολής του Κυρίου: «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε…». Στην προοπτική αυτή καταξιώθηκαν και όλες οι άγιες μορφές που κοσμούν το οικοδόμημα της Εκκλησίας μας, όπως είναι και όλοι οι εν Κύπρω διαλάμψαντες άγιοι και ο άγιος Κυπριανός, των οποίων τη μνήμη τιμούμε σήμερα.