Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

«Συνέχισέ το»

. Θά ‘θελα νὰ σᾶς μεταφέρω μία ἱστορία κάπως διαφορετική, ἴσως οὐτοπικὴ μὰ δυνατὴ καὶ μὲ νόημα μεγάλο. Κάτι ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη πιά, σὲ ὅτι συμβαίνει δίπλα μας τοῦτες τὶς μέρες…

. Πρὶν ἀπὸ χρόνια ἕνας σπουδαῖος γιατρὸς ταξίδευε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴν ἔρημο μὲ ἕνα τροχόσπιτο. Ξαφνικά, μετὰ ἀπὸ ἕνα ἀπότομο τράνταγμα, τὸ αὐτοκίνητο στρίβει δεξιὰ στὸ πλάι τοῦ δρόμου. Λάστιχο στὸν μπροστινὸ δεξὶ τροχό. Τὰ δίδυμα ἔχουν τρομάξει, ἡ γυναίκα του προσπαθεῖ νὰ τὰ ἠρεμήσει. «Μὴν ἀνησυχεῖτε», τοὺς λέει, «θὰ βάλω τὴν ρεζέρβα καὶ θὰ συνεχίσουμε». Πράγματι, ἀλλάζει τὸ λάστιχο μὲ μεγάλο κόπο. Εἶχε 40 βαθμοὺς θερμοκρασία. Μπαίνει στὸ αὐτοκίνητο καὶ διαπιστώνει πὼς τὰ δίδυμα συνεχίζουν νὰ κλαῖνε. Ἡ γυναίκα του ἔχει ἀπελπιστεῖ. Ο γιατρὸς τῆς λέει: «Κάνε ὑπομονή, σὲ 50 χιλιόμετρα ἔχει βενζινάδικο καὶ θὰ σταματήσουμε». Ξαναβγαίνει στὸν δρόμο, δὲν προλαβαίνει ὅμως νὰ κάνει πάνω ἀπὸ 50 μέτρα καὶ ἕνας θόρυβος, ἴδιος μὲ πρίν, τὸν ἀναγκάζει νὰ φρενάρει ἀπότομα. Βγαίνει καὶ τί νὰ δεῖ; Καὶ τὸ ἄλλο λάστιχο σκασμένο. Τὰ δίδυμα ἔχουν τρομάξει πολὺ καὶ κλαῖνε πιὰ μὲ λυγμούς. Ὁ γιατρὸς εἶναι ἀπελπισμένος καὶ ἡ γυναίκα του ἀπὸ τὸν πανικό της βρίσκεται σὲ κατάσταση ὑστερίας.
. Ἐν τῷ μεταξύ, ἀρχίζει νὰ πέφτει τὸ σκοτάδι καὶ οὔτε ἕνα αὐτοκίνητο δὲν φαίνεται στὸν ὁρίζοντα. Ὁ γιατρός, ὅσο περνᾶ ἡ ὥρα, καταλαμβάνεται ἀπὸ ἕναν ἀπίστευτο φόβο, ὄχι τόσο γιὰ τὸν ἴδιο ὅσο γιὰ τὴν οἰκογένειά του. Ἔχουν περάσει δύο ὧρες, ὅταν στὸ βάθος φαίνονται τὰ φῶτα ἑνὸς αὐτοκινήτου. Ὁ γιατρὸς σὰν τρελὸς μὲ τὰ χέρια ψηλὰ τρέχει στὴν μέση τοῦ δρόμου νὰ σταματήσει τὸν περαστικὸ γιὰ νὰ ζητήσει βοήθεια. Τὸ αὐτοκίνητο πλησιάζει καὶ φρενάρει. Εἶναι ἕνα μεγάλο ἀγροτικὸ τὸ ὁποῖο στὴν καρότσα του ἔχει ἕνα λυκόσκυλο. Φαίνεται καλὸ σκυλί. Ὁ γιατρὸς πάει στὸ τζάμι τοῦ ὁδηγοῦ καὶ ἀντικρίζει ἕνα μεγαλόσωμο ἄνδρα μὲ ἀπεριποίητο μούσι. Στὸ δεξὶ κάθισμα βλέπει ἕνα ζευγάρι δεκανίκια.

-«Σὲ παρακαλῶ, ἔχω δύο μικρὰ παιδιά, ἔπαθα δύο φορὲς λάστιχο, βοήθησέ μας», λέει στὸν ἄγνωστο ὁδηγό.

-«Καὶ τί θὲς νὰ κάνω;», τοῦ ἀπαντάει ἐκεῖνος.

-«Εἶδα στὸν χάρτη ὅτι σὲ 50 χιλιόμετρα ἔχει ἕνα βενζινάδικο. Θὰ μὲ πᾶς νὰ φτιάξω τὸ λάστιχο;», τοῦ λέει ὁ γιατρός.

-«Θὲς νὰ σοῦ δώσω τὸ αὐτοκίνητο νὰ πᾶς ἐσύ, νὰ μείνω ἐγὼ μὲ τὴν οἰκογένειά σου, νὰ μὴ μείνουν μόνοι τους στὴν ἐρημιά;», ψιθυρίζει ἤρεμα ὁ ἄγνωστος.

Ὁ γιατρὸς κοιτάζει ἄφωνος τὸν ξένο γιὰ τὴν διάθεσή του νὰ τοῦ δώσει τὸ αὐτοκίνητο, ἀλλὰ καὶ ἀνήσυχος νὰ τὸν ἀφήσει μόνο μὲ τὴν οἰκογένειά του. Ὁ ξένος καταλαβαίνει τὸν προβληματισμό του καὶ τοῦ λέει:

-«Μὴν ἀνησυχεῖς, εἶμαι καλὴ παρέα γιὰ τὰ παιδιά. Ἐσὺ νὰ προσέξεις τὸν σκύλο μου ποὺ εἶναι στὴν καρότσα. Εἶναι καλὸ σκυλὶ ἀλλὰ ἄγριο καὶ ἔχει μάθει νὰ μὲ προστατεύει.»

Ὁ γιατρὸς ἀπὸ τὸν φόβο του, μήπως ὁ ἄγνωστος ἀλλάξει γνώμη, τοῦ λέει: -«Σύμφωνοι».

Ἐξηγεῖ τὴν κατάσταση στὴν γυναίκα του, ἐνῶ ὁ ἄγνωστος πηγαίνει στὸ τροχόσπιτο μὲ τὶς πατερίτσες. Ἔχει δύο ξύλινα πόδια. Ο γιατρὸς δὲν περιμένει τὴν ἀντίδραση τῆς γυναίκας του.
Εἶναι φοβισμένος καὶ ἀπελπισμένος. Φεύγει μὲ τὸ ἀγροτικὸ γεμάτος ἀγωνία καὶ ἐνοχές. Πηγαίνει στὸ βενζινάδικο, φτιάχνει τὸ λάστιχο καὶ παίρνει τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς μὲ τὸν ἱδρώτα νὰ στάζει ἀπὸ τὴν ἀγωνία γιὰ τὴν οἰκογένεια του. Μετὰ ἀπὸ μιάμιση ὥρα ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἔφυγε, φρενάρει ἀπότομα δίπλα στὸ τροχόσπιτο. Πλησιάζει καὶ ἀντὶ γιὰ κλάματα, ἀκούει γέλια. Ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ βρίσκεται μπροστὰ στὸ ἑξῆς θέαμα. Ὁ ἄγνωστος κάνει γκριμάτσες στὰ δίδυμα, τὰ ὁποῖα ἔχουν ξεκαρδιστεῖ στὰ γέλια καὶ ἡ γυναίκα του φτιάχνει κάτι νὰ φᾶνε, σὰν νὰ μὴν ἔχει συμβεῖ τίποτα. Γυρνάει, τὸν κοιτάζει καὶ τοῦ λέει:

-«Γειά σου ἀγάπη μου».

Ὁ γιατρὸς τοὺς κοιτάζει ἄφωνος. Ὁ ἄλλος δὲν περιμένει τὴν ἀπάντησή του, πιάνει τὶς πατερίτσες του καὶ σηκώνεται μονολογώντας:

-«Νὰ πηγαίνω κι ἐγώ.»

Ὁ γιατρὸς τὸν συνοδεύει ἔξω καὶ φτάνοντας στὸ αὐτοκίνητό του, λέει:

-«Σὲ εὐχαριστῶ πολύ, μὲ ἔσωσες. Πῶς μπορῶ νὰ σοῦ ξεπληρώσω τὸ καλὸ ποὺ μοῦ ἔκανες;»

Ὁ ἄγνωστος μὲ τὰ ξύλινα πόδια τὸν κοιτάζει στὰ μάτια καὶ τοῦ λέει:

-«Θὰ σοῦ πῶ μιὰ μικρὴ ἱστορία. Ἤμουν στρατιώτης στὸ Βιετνάμ, ὅταν ἔπεσε δίπλα μου μία χειροβομβίδα. Ἕνας ἄνδρας, μὲ κουβάλησε στὴν πλάτη του 5 χιλιόμετρα . Νιώθω πολὺ εὐτυχισμένος ποὺ μοῦ λείπουν μόνο δύο πόδια. Μόνο μία χάρη θέλω νὰ μοῦ κάνεις. Συνέχισέ το.»

-«Ποιό;», τὸν ρωτάει ὁ γιατρός.

-«Τὸ καλὸ ποὺ σοῦ ἔκανα», τοῦ ἁπαντᾶ ἐκεῖνος.
Ὁ γιατρὸς εἶναι σήμερα διάσημος γιὰ δύο λόγους:

Ὁ πρῶτος εἶναι οἱ μοναδικὲς ἱκανότητές του ὡς χειρουργοῦ καὶ ὁ δεύτερος ἡ φράση «Συνέχισέ το», ποὺ ἔλεγε κάθε φορὰ ποὺ κάποιος χωρὶς οἰκονομικὴ δυνατότητα τὸν ρωτοῦσε: «Γιατρέ, τί σοῦ χρωστάω;»

Νὰ ‘ναι ἄραγε τόσο δύσκολο ἢ βαρὺ γιὰ τὸν καθένα μας νὰ συνεχίσουμε αὐτὸ ποὺ μόλις διαβάσαμε; Ναί, ἔχει σίγουρα κάποιο κόστος, μὰ ἐκεῖ δὲν εἶναι καὶ τὸ δυνατό του σημεῖο; Νὰ μπορεῖ ὁ κάτοχος ἑνὸς τέτοιου φρονήματος νὰ ὑποτάξει τὸ Ἐγώ του….

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΧΟΛΙΟ «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Τὸ δυνατό του σημεῖο θὰ ἦταν ἂν μαζὶ μὲ τὴν «συνέχεια» ἀντλοῦσε περισσότερο νόημα, προοπτικὴ καὶ καταξίωση ἀπὸ τὸν Ἀληθινὸ Ἐγγυητὴ τῆς Ἀγάπης, ποὺ εἶναι ὁ Ἴδιος ἡ Αὐτοαγαθότης.