Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

«Παιδί μου δός μου τήν καρδιά σου»

«Υἱέ μου δός μοι σήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´ 26)

«Υἱέ μου», δηλαδή παιδί μου, γιέ μου...Ὄχι δοῦλε μου. Ἄλλωστε μᾶς τό δήλωσε: «οὐκέτι λέγω ὑμᾶς δούλους»( Ἰω. 15, 15)-«Δέν σᾶς ἀποκαλῶ πλέον δούλους» ἀλλά υἱούς, παιδιά μου.
«Δός μοι σήν καρδίαν» δηλ. δός μου τήν καρδιά σου...Ὄχι τά λεφτά σου...ὄχι τό τάμα σου..., ὄχι τή λαμπάδα σου...,ὄχι τά λόγια σου....Διότι πάλι μᾶς τό δήλωσε: «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε εἰσελεύσεται εἰς τήν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ' ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»(Ματθ. 7, 21).
Δός μου τήν καρδιά σου..., ὄχι τά πράγματά σου, ὄχι τά δικά σου... ἀλλά ἐσένα τόν ἴδιο.
Θέλω τήν καρδιά σου καί ὅ,τι αὐτή περιέχει· θέλω τά συναισθήματά σου, τίς ἐπιθυμίες σου, τή θέλησή σου, τή βούλησή σου γιά νά τά ἐξαγιάσω...Θέλω ἐπίσης τίς ἁμαρτίες σου γιά νά τίς ἐξαλείψω.
«Υἱέ μου δός μοι σήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´ 26)
Ὁ ἀγαθός καί πανοικτίρμων Κύριος ζητᾶ τήν καρδιά μας.
Ζητᾶ τό κέντρο τῆς ψυχοσωματικῆς μας ὕπαρξης.
-Γιατί;
-Γιά νά μᾶς γεμίσει μέ τήν ἄπειρη χαρά Του. Γιά νά μᾶς κάνει θεούς κατά χάριν· κατά πάντα ὅμοιους μέ Αὐτόν «πλήν τῆς κατ’ οὐσίαν ταυτότητος», ὅπως διδάσκει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.
Ὁ Θεός θέλει τήν καρδιά μας, διότι ἐκεῖ θέλει νά ἀναπαύεται, νά βασιλεύει καί νά κυριαρχεῖ. Ὄχι γι’ Αὐτόν ἀλλά γιά ἐμᾶς, γιά τό δικό μας τό καλό...
Μᾶς ζητᾶ ὁλόκληρη τήν καρδιά μας: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου» (Λκ. 10, 27) μᾶς λέει στήν πρώτη ἐντολή. Θέλει νά Τοῦ τήν δώσουμε αὐτοπροαίρετα καί ὄχι ἀναγκαστικά. Θέλει νά Τόν θέλουμε καί νά Τόν ἀγαπᾶμε.
Διότι θέλει νά γίνει ἕνα μαζί μας διά τῆς ἀκτίστου Του δόξης. Θέλεις νά μᾶς γεμίσει μέ τήν μακαριότητα πού Ἐκεῖνος ζεῖ.
«Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω» (Ἀποκ. 3, 20). Ὁ Κύριος κρούει στήν θύρα τῆς καρδιᾶς κάθε ἀνθρώπου ζητώντας νά εἰσέλθει σ’ αὐτή, ὄχι ὡς ἕνας διαβάτης πού ζητᾶ τό δικό του συμφέρον, ἀλλ΄ ὡς εὐεργέτης πού θέλει νά μᾶς διακονήσει.
Ἐάν Τόν ἀκούσουμε καί Τοῦ ἀνοίξουμε (διότι ποτέ ἀπό μόνος Του δέν παραβιάζει τήν πόρτα-μόνο περιμένει ὑπομονητικά μία ζωή... ὅσο διαρκεῖ ἡ γήϊνη ζωή μας...περιμένει καί χτυπᾶ γιά νά Τοῦ ἀνοίξουμε) τότε θά ζωστεῖ τό λέντιο καί θά γίνει ἀπό φιλοξενούμενος φιλοξενῶν καί «ξενοδοχῶν ἡμᾶς».
Θά μᾶς καθαρίσει τήν καρδία καί θά τήν γεμίσει μέ τήν Θεία Του Χάρη. Θά δειπνήσει μαζί μας, γεμίζοντας μας μέ ἄρρητη εὐφροσύνη. «Ἐάν τις ἀκούσει τῆς φωνῆς Μου καί ἀνοίξει τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ» (Ἀποκ. 3, 20).
Ἡ καρδία μας πού ζητᾶ νά τήν εὐεργετήσει εἶναι γεμάτη μέ κάθε εἶδος ἀκαθαρσίας, εἶναι ταλαίπωρη, πονεμένη, ἀκατάστατη, χωρίς χῶρο ἐλεύθερο γιά νά χωρέσει τόν «Ἀχώρητον παντί». Μόνον ὁ Κύριος μπορεῖ νά τήν καθαρίσει, νά τήν ἀναπαύσει, νά τήν ἡρεμίσει, νά τήν κάνει χωρητική τῆς Μεγαλωσύνης Του, θρόνο τῆς δόξης Του, θυσιαστήριο δικό Του. Γι’ αὐτό καί μᾶς ζητάει νά Τοῦ τήν δώσουμε.
Ἡ καρδιά τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ πρέπει νά εἶναι Θυσιαστήριο τοῦ ζῶντος Θεοῦ μέσα στό ναό τοῦ σώματός του. Νά τί μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, τό στόμα τοῦ Χριστοῦ: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναός τοῦ Θεοῦ ἐστε καί τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν»;(Α΄ Κορ. 3, 16).
Ἀπό τήν στιγμή τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματός μας εἴμαστε δυνάμει ναοί τοῦ Θεοῦ. Καλούμαστε νά γίνουμε καί ἐνεργείᾳ τηρώντας τίς Θεῖες Ἐντολές. Ναός τοῦ Θεοῦ εἶναι τό ἀνθρώπινο σῶμα, Ἱερό Βῆμα ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί Θυσιαστήριο ὁ νοῦς του.
Ὁ ναός, τό Ἱερό Βῆμα καί τό Θυσιαστήριο πρέπει νά εἶναι ἀπόλυτα καθαρά καί ἅγια.
Ὁ Κύριος μόνο μπορεῖ νά τά καθαρίσει καί νά τά καθαγιάσει. Γιαυτό μᾶς ζητᾶ νά Τοῦ τά δώσουμε· γιά νά τά μεταβάλλει σέ ἄξιο ναό, Ἱερό Βῆμα καί Ἱερό Θυσιαστήριο Του.
«Ὁ Κύριος» μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ «ζητᾶ μία καρδιά γεμάτη ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον. Αὐτή εἶναι ὁ τόπος, στόν ὁποῖον Ἐκεῖνος ἀναπαύεται καί ἐμφανίζεται μέ τήν πληρότητα τῆς ἐπουρανίου δόξης Του.
«Υἱέ, δός μοι σήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´ 26), μᾶς λέει ὁ Κύριος, κι Ἐκεῖνος ὑπόσχεται νά μᾶς δώση τό κάθε τι. Ζητᾶ τήν καρδιά μας ὁ Κύριος, γιατί μέσα σ᾿ αὐτή θέλει νά ἐγκαθιδρύση τή βασιλεία Του. «Ἐγγύς Κύριος πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν, πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν ἐν ἀληθείᾳ» (Ψαλμ. ρμδ´ 18)»[1].