Εκείνη τη στιγμή, περνά ο νοικοκύρης του αμπελιού. Τη
χαιρετά και της λέει:
-Κυρούλα, θα ‘θελες κανένα σταφύλι;
Και στην καταφατική απάντηση της, χώθηκε μέσα στ’ αμπέλι για
να κόψει.
Η γυναίκα περίμενε. Πέντε, δέκα λεπτά, ένα τέταρτο πέρασαν,
χωρίς ο αμπελουργός να φανεί.
Βαρέθηκε λοιπόν να τον περιμένει και με την ιδέα πως ο
άνθρωπος την είχε ξεχάσει, ξεκίνησε να φύγει.
Μα να! Την ίδια στιγμή, φορτωμένος ένα πανέρι με διαλεχτά
σταφύλια, φαίνεται μπροστά της και της λέει χαμογελώντας:
-Με συμπαθάς που άργησα. Μα ήθελα να σου διαλέξω μερικά
καλά.
Πολλές φορές, στην προσευχή μας, ζητάμε από τον Κύριο
κάτι.
Και μην παίρνοντας άμεση απάντηση, θαρρούμε πως ο Θεός
αδιαφορεί για μας. Αλλά, μετά από λίγο καιρό, η απάντηση του έρχεται,
πλούσια και ευλογημένη, όσο δεν μπορούσαμε να τη
φανταστούμε. Και μας πιάνει τότε ντροπή για την ολιγοπιστία μας.
Ο Θεός είχε αργήσει, γιατί ήθελε να γεμίσει το πανέρι των
ευλογιών του, πριν το προσφέρει στη ψυχή, που ζητούσε ένα μόνο τσαμπί.