Ἦταν χαρά Θεοῦ αὐτές οἱ μέρες στό χωριουδάκι, ὅπου πῆγαν γιά διακοπές. Τό σπιτάκι πάνω σέ ἕνα ὕψωμα πού ἀντίκριζε τή θάλασσα ἦταν ὅ,τι χρειάζονταν γιά νά ἠρεμήσουν καί νά ξεκουραστοῦν. Ἡ ἠρεμία σάν νά ἦταν ἐκεῖ ἐγκατεστημένη καί περίμενε τούς ἀνθρώπους, γιά νά τούς πεῖ ὅτι ἀκόμα ὑπάρχει σέ κάποιους ξεχασμένους ἀπόμερους τόπους, ὅπως αὐτόν πού τώρα βρίσκονταν. Ἡ φύση γύρω πλούσια σέ ποικιλία, καί ἀπό πάνω ἕνας βαθύς γαλάζιος οὐρανός, πού πήγαινε κι ἔσμιγε στόν ὁρίζοντα μέ τό γαλάζιο της θάλασσας, ἦταν μία ὀμορφιά πού καλοῦσε νά τήν ἀπολαύσεις μέ ὅλη τήν ὕπαρξή σου.
Γι’ αὐτό καί οἱ περίπατοι ἦταν στό καθημερινό πρόγραμμα καί πρώτη φορά κανείς δέν διαμαρτυρόταν γιά τό περπάτημα. Ἔτσι κι ἐκεῖνο τό ἀπομεσήμερο ξεκίνησαν νά πᾶνε στήν ἀνατολική πλευρά τοῦ τόπου, πού δέν εἶχαν ἀκόμη πάει. Τά τρία παιδιά εἶχαν βάλει διαγωνισμό, ποιός νά φτάνει στό ἑπόμενο σημεῖο, πού ἔβαζαν ὡς στόχο, πρῶτος καί οἱ γονεῖς ἀκολουθοῦσαν γρήγορα, γιά νά τά ἐπιβλέπουν. Ἔτσι, ξεμάκρυναν ἀρκετά.
«Κοιτάξτε ἐκεῖνο τό σύννεφο! Σάν ἄλογο πού τρέχει δέν εἶναι;», φώναξε κάποια στιγμή ἡ μικρή, πού πάντα ἡ φαντασία της κάλπαζε. «Λές νά ἔχουμε μπόρα;», εἶπε ἀνήσυχη ἡ μητέρα καί ἔκοψαν λίγο ταχύτητα. Τώρα κοίταζαν κάθε λίγο τόν οὐρανό. Ἡ μπόρα ναί, ἐρχόταν. Αὐτά τά σύννεφα πού μαζεύονται τόσο γρήγορα σάν νά φωνάζουν τό ἕνα στό ἄλλο νά βγοῦν ἀπό τούς ἀόρατους κρυψῶνες τους, πῶς κάλυψαν ἀπότομα τόν οὐρανό! Οἱ πρῶτες χοντρές ψιχάλες ἄρχισαν νά πέφτουν. Ἡ μικρή ἔπιασε φοβισμένη τό χέρι τοῦ πατέρα μέ τό πρῶτο μπουμπουνητό. Ὅλοι ἔνιωσαν ἀνήσυχοι. Δύσκολο καί ἴσως ἐπικίνδυνο νά βρίσκεσαι τόση ἀπόσταση μακριά ἀπό κάθε εἴδους σκεπή μέσα στήν καταιγίδα.
Αὐθόρμητα κοίταζαν ὅλοι γύρω, μήπως ὑπῆρχε κάποιο ἀσφαλές σημεῖο. «Νά ἕνα σπιτάκι!», φώναξε σάν νά ἔκανε τήν μεγαλύτερη ἀνακάλυψη ἡ μεγάλη κόρη καί ἀμέσως ὅλοι προχώρησαν πρός τήν κατεύθυνση πού τούς ἔδειξε. Καί ὁ ἀδελφός μέ ἱκανοποίηση, γιατί ἀνακάλυψε κι ἐκεῖνος κάτι, παρατήρησε ὅτι δέν ἦταν σπιτάκι, ἀλλά ἐκκλησάκι.
Οἱ στάλες τῆς βροχῆς πύκνωσαν κι ἦταν χοντρές καί κτυποῦσαν ὁρμητικές στίς πλάτες, στά κεφάλια… «Ἀνοῖξτε τό βῆμα σας», φώναζε ὁ πατέρας καί ἅρπαξε στήν ἀγκαλιά του τή μικρή, πού δέν μποροῦσε νά τρέξει ἄλλο. Τό μεγάλο ξέσπασμα τῆς μπόρας τούς βρῆκε στό ἐκκλησάκι. Μέ πόση ἀνακούφιση μπῆκαν ὅλοι μέσα! Ἔνιωθαν ὅτι μπῆκαν στόν πιό ζεστό καί φιλόξενο χῶρο. Ἕνα, «δόξα σοι ὁ Θεός» βγῆκε ἀπό τήν καρδιά τῶν γονιῶν. Ὅλα ἦταν σέ τάξη μέσα στό μικρό ἐξωκκλήσι. Ἦταν φανερό ὅτι κάποια ἤ κάποιες εὐλαβικές ψυχές τό φρόντιζαν τακτικά. Ἔξω ἡ βροχή ἔπεφτε ὁρμητική. Ἡ φύση σκοτεινίασε καί προκαλοῦσε φόβο μέ τίς ἀστραπές καί τίς βροντές. Ξαφνικά, ἕνας κρότος ἐκκωφαντικός ἀκούστηκε ἀρκετά κοντά. «Κεραυνός!», εἶπαν ὅλοι. Τά παιδιά μαζεύτηκαν κοντά στούς γονεῖς φοβισμένα, ἄλλα κι ἐκεῖνοι κοιτάχτηκαν ἀνήσυχοι.
«Νά ἀνάψουμε τό κεράκι μας καί θά μᾶς φυλάξει ὁ Θεός. Ἐκεῖνος ἄνοιξε τό σπίτι του καί μᾶς ἔβαλε μέσα, γιά νά μᾶς φυλάξει. Ἐδῶ εἴμαστε σέ ἀσφαλισμένο καταφύγιο. Νά κάνουμε ὅλοι τήν προσευχή μας καί σέ λίγο πού θά περάσει ἡ μπόρα θά πᾶμε στό σπίτι». Αὐτή ἡ σκέψη τῆς μητέρας ἔστρεψε τήν προσοχή ὅλων στό εἰκονοστάσι. Τό στοργικό βλέμμα τοῦ Κυρίου καί ἡ γλυκιά μορφή τῆς Παναγίας ἔδιωξαν τόν φόβο. Τό ἀναμμένο κεράκι, τό θυμίαμα πού βρῆκαν κι ἄναψαν, ἡ προσευχή, ζέσταναν τίς καρδιές. Ἔξω ἡ βροχή ἔπεφτε πιό ἤρεμα, ὥσπου ἔπαψε ἐντελῶς. Σέ λίγο ἕνα πανέγχρωμο οὐράνιο τόξο ὑπογράμμισε τήν ὀμορφιά τοῦ τοπίου καί ἔδωσε καινούργια χαρά σέ ὅλους. Ὁ δρόμος τοῦ γυρισμοῦ τούς φάνηκε ἀκόμα πιό ὄμορφος, ὅπως ὅλα ἦταν ξεπλυμένα ἀπό τή βροχή καί τά ρυάκια τοῦ νεροῦ ἔτρεχαν στίς κατηφόρες.
Πόσο ταιριάζει σέ τέτοιες περιστάσεις τό, «Κύριε, καταφυγή ἐγενήθης ἡμῖν» (Ψαλμ. πθ΄, 1). Καταφύγιο κυριολεκτικά, ἀλλά κυρίως πνευματικά, γίνεται ὁ Ναός, τό σπίτι τοῦ Θεοῦ καί μᾶς σκεπάζει στίς μπόρες τῆς ζωῆς. Οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι, πού ἀγάπησαν τόν Θεό καί γι’ αὐτό εἶχαν ἀνοικτή τήν καρδιά τους γιά νά νιώθουν τή δική Του ἀγάπη, αἰσθάνονταν ἔντονα τήν ἀνάγκη νά καταφεύγουν σ’ Αὐτόν, γιά νά προστατεύονται ἀπό τούς ποικίλους κινδύνους καί πειρασμούς.
Σέ καιρό θλίψεων, πού ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου νιώθει νά περισφίγγεται ἀπό τά κακά πού τή στενοχωροῦν, χωρίς νά φαίνεται πουθενά διέξοδος, μόνο ἡ πίστη, ἡ προσευχή καί ἡ πλήρης καταφυγή στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά ρίξουν φῶς στό σκοτάδι τῆς ζωῆς. «Σύ μου εἶ καταφυγή ἀπό θλίψεως τῆς περιεχούσης με» (Ψαλμ. λα΄, 7), ἀναφωνεῖ γιά τήν πολυτάραχη ζωή του ὁ Δαβίδ. Τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀποζητοῦσε καί ἔπαιρνε σέ κάθε δύσκολη περίσταση τῆς ζωῆς του. «Ἐγενήθης ἀντιλήπτωρ μου καί καταφυγή μου ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς μου. Βοηθός μου εἶ» (Ψαλμ. νη΄, 17 - 18). Κι ὅταν ὁ Χριστός περπατοῦσε στούς δρόμους τῶν ἀνθρώπων, τί ἄλλο ἦταν παρά καταφύγιο ὅλων τῶν πονεμένων; Σ’ Αὐτόν κατέφυγαν ὁ Ἰάειρος, ἡ Χαναναία, ἡ αἱμορροοῦσα, οἱ τυφλοί…, ὅλοι ὅσοι δέν εἶχαν καμιά ἐλπίδα ἀπό πουθενά.
Σέ καιρό ἀδιεξόδων καί πνευματικῶν κινδύνων, πού κανείς δέν ξέρει πῶς νά φυλάξει τόν ἑαυτό του καί τούς δικούς του, ὅταν ἄνθρωποι, καταστάσεις, πειρασμοί μᾶς ἀπειλοῦν, μόνο στόν Θεό μποροῦμε νά καταφύγουμε καί νά ἀσφαλιστοῦμε μέσα στήν παντοδύναμη παρουσία Του. «Γενοῦ μοι εἰς Θεόν ὑπερασπιστήν καί εἰς οἶκον καταφυγῆς τοῦ σῶσαί με. Ὅτι κραταίωμά μου καί καταφυγή μου εἶ σύ» (Ψαλμ. λ΄, 3 - 4). Ἰδιαίτερα, ὅταν ὁ ἐχθρός τῆς ψυχῆς μας ὁ διάβολος ἐντείνει τούς πειρασμούς του καί μᾶς πολεμᾶ, γιά νά μᾶς ρίξει σέ ἁμαρτίες καί νά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν δρόμο τῆς σωτηρίας, ἰσχυρή πρέπει νά βγαίνει ἀπό τήν ψυχή μας ἡ παράκληση, νά μᾶς βγάλει ἀπό τίς παγίδες του ὁ μόνος δυνατός. «Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, ὅτι πρός σέ κατέφυγον» (Ψαλμ. ρμβ΄ [142], 9).
Ἀλλά κι ἄν ἀργά, μετά τίς πτώσεις μας, θελήσουμε νά καταφύγουμε στόν Κύριο, γιά νά μᾶς λυτρώσει καί νά ξεκουράσει τίς ψυχές μας ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας, Ἐκεῖνος μέ ἀνοιχτή τήν πατρική ἀγκαλιά μᾶς καλεῖ νά πᾶμε κοντά Του, γιά νά μᾶς χαρίσει τήν ἀνάπαυση ἀπό τό βαρύ φορτίο. «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. ια΄, 28). Σ’ Αὐτόν δέν κατέφυγαν ὁ Ζακχαῖος, ὁ Λευί, ἡ πόρνη…;
Συχνά στή ζωή οἱ ἄνθρωποι νιώθουμε μόνοι, ἀκάλυπτοι. Παλεύουμε χωρίς ἀποτέλεσμα. Κάποιοι καταφεύγουν ἐκεῖ πού δέν θά ἔπρεπε, σέ ἀνθρώπους καί μέσα πού ὑπόσχονται ἀνακούφιση, διέξοδο, λύσεις… Αὐτά στό τέλος πληρώνονται πολύ ἀκριβά καί ὄχι μόνο δέν προσφέρουν λύσεις, ἀλλά καί ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια.
Κι ὅμως, ἔχουμε τόν Χριστό μας, πού ἔγινε ἄνθρωπος, ἦλθε ἀνάμεσά μας κι ἔγινε ὁ μέγας μεσίτης γιά μᾶς στόν οὐρανό. Ἔχουμε Ἀρχιερέα μέγα (βλ. Ἑβρ. δ΄, 14) κοντά στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἕτοιμο νά ἀκούσει τίς προσευχές μας. Κι ἐπειδή οἱ δικές μας προσευχές βγαίνουν ἀπό χείλη ἀκάθαρτα καί ἁμαρτωλές ψυχές, ἔχουμε πρόθυμη βοηθό τήν Παναγία μας, πού μεσιτεύει γιά μᾶς. «Πρός σέ καταφεύγω, τήν κεχαριτωμένην…», τῆς φωνάζουμε, γι’ αὐτό κι ἕνα ἀπό τά πολλά ὀνόματα πού τῆς ἔχουμε δώσει εἶναι, «Παναγία Καταφυγή». Κρίμα νά μήν τό γνωρίζουμε, νά μήν τό θυμόμαστε τίς ὧρες πού ἡ ψυχή ζητεῖ ἕνα καταφύγιο.
Ἄς μάθουμε νά φωνάζουμε μέ πίστη: «Κύριε, καταφυγή ἐγενήθης ἡμῖν». Τότε ὅσο κι ἄν διαρκοῦν οἱ μπόρες τῆς ζωῆς, ὅσο κι ἄν φυσοῦν οἱ ἄνεμοι τοῦ κακοῦ γύρω μας, στό τέλος θά μᾶς χαμογελάσει ὁ οὐρανός. Καί μετά ἀπό κάθε μπόρα τῆς ζωῆς μέ περισσότερη θέρμη θά τοῦ λέμε: «Ἀγαπήσω σε, Κύριε, ἡ ἰσχύς μου. Κύριος στερέωμά μου καί καταφυγή μου καί ρύστης μου» (Ψαλμ. ιζ΄, 2 - 3).