Μια άλλη μέρα ήρθε ένας που αγκομαχούσε από την πεζοπορία. Κατάλαβα ότι κάπνιζε
πολύ και του είπα:
-Βρε ευλογημένε, γιατί καπνίζεις τόσο; Θα πάθης κακό». Μόλις ξελαχάνιασε και μπόρεσε να μιλήση, μου είπε:
-Η γυναίκα μου είναι πολύ άρρωστη και κινδυνεύει να πεθάνη. Σε παρακαλώ, κάνε μια προσευχή να γίνη κανένα θαύμα. Οι γιατροί σήκωσαν τα
χέρια».
-Την αγαπάς την γυναίκα σου;», τον ρωτάω.
-Την αγαπώ», μου λέει.
-Τότε γιατί δεν κάνεις κι εσύ κάτι, για να την βοηθήσης; Αυτή έκανε ό,τι μπορούσε, οι γιατροί έκαναν ό,τι μπορούσαν, και τώρα έρχεσαι εδώ, για να μου πης να κάνω κάτι και εγώ, να προσευχηθώ, για να βοηθήση ο Θεός. Εσύ όμως τι έκανες, για να βοηθηθή η γυναίκα σου;».
-Τι μπορώ να κάνω εγώ, Γέροντα;», με ρωτάει.
-Αν σταματήσης το κάπνισμα, του λέω, η γυναίκα σου θα γίνη καλά».
Σκέφθηκα ότι, αν ο Θεός δη ότι δεν συμφέρει πνευματικά στην γυναίκα του να γίνη
καλά, τουλάχιστον θα γλιτώση αυτός από το κακό που κάνει το τσιγάρο. Ύστερα από έναν μήνα
ήρθε χαρούμενο να με ευχαριστήση.
-Γέροντα, σταμάτησα το κάπνισμα, μου είπε, και η γυναίκα
μου έγινε καλά». Μετά από ένα διάστημα ξαναήρθε αναστατωμένος να μου πη ότι ξανάρχισε
κρυφά να καπνίζη και η γυναίκα του έπεσε πάλι βαριά άρρωστη.
-Το φάρμακο τώρα το ξέρεις, του είπα. Κόψε το τσιγάρο».
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ