Ρώτησαν οι άνθρωποι τη γηραιά γη να τους μιλήσει για το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο... κι αυτή, χωρίς δισταγμό, κοίταξε ψηλά κι είπε: Η αγάπη !
Και ρώτησαν και τα πουλιά για το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο…κι αυτά,έτρεξαν τιτιβίζοντας και κάθισαν στο παράθυρο του κυρ Γιώργη κι άρχισαν να τρώνε τα μικρά κομματάκια από ψωμί που τους άφηνε κάθε πρωί.
Κι έτρεξαν στους αγρούς και τα λιβάδια και μίλησαν με τα δέντρα και τα λουλούδια και τα ρώτησαν για το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο κι αυτά όρθωσαν τα κλαδιά και τα φύλλα τους προς τον ουρανό κι αμέσως ήρθε η βροχή από τον ουρανό.
Κι ήρθαν αναζητώντας απαντήσεις μέχρι τη στάνη του μπάρμπα - Μαθιού και τον βρήκαν να αρμέγει τα πρόβατα του κι αυτός, μόλις τους είδε, τους καλοδέχτηκε με χαρά και καλωσύνη και τους προσκάλεσε στο φτωχικό του το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο και δείπνησε μαζί τους. Κι όταν τον ρώτησαν για στον κόσμο, αυτός πλησίασε προς το μικρό παραθυράκι και τους είπε : Από δω κοιτάζω κάθε μέρα για να δω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου νάρχονται σε μένα.
Και περίεργοι να μάθουν περισσότερα οι άνθρωποι κινήθηκαν προς τη θάλασσα και ταξίδεψαν αρκετά για να μάθουν και μπήκαν στη βάρκα ενός νέου ψαρά, του Νικολή, και τον ρώτησαν για το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο κι αυτός χαρούμενος βούτηξε στα καταγάλανα νερά, έπαιξε για λίγο μαζί τους κι ύστερα τίναξε το νερό από τα ξανθοκόκκινα μαλλιά τους και τους είπε : Η πρόνοια του Θεού.
Και πορεύτηκαν σε άνυδρες χώρες, όπου το χώμα έκλαιε από την έλλειψη του νερού και μπήκαν σε πρόχειρους καταυλισμούς και ρώτησαν τη μάνα που φρόντιζε τα πέντε παιδιά της για το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο κι αυτή, αντί για απάντηση, αφού τους καλωσόρισε ,τους κάλεσε να ξαποστάσουν για λίγο και τους πρόσφερε νερό και καλόκαρδα τους ζήτησε να δειπνήσουν μαζί τους και να μοιραστούν λιγοστό το φαγητό τους.
Κι ύστερα μπήκαν στη μεγάλη πόλη κι επισκέφτηκαν το γηροκομείο και πλησίασαν και χαιρέτησαν τους γέροντες και τις γερόντισσες και κάθισαν και δείπνησαν μαζί τους κι όταν ρώτησαν μια γερόντισσα να τους πει πιο είναι το πιο όμορφο πράγμα στο κόσμο, την είδανε να βουρκώνουν τα θαλασσιά μάτια της και να λέει : Τα παιδιά μου !
Και ένα πρωινό πήγαν στο μικρό βιβλιοπωλείο του κυρ Γιώργου στο Ρέθυμνο και μίλησαν με ένα συνταξιούχο γυμνασιάρχη και συζήτησαν για τον κόσμο και το Θεό κι όταν του ζήτησαν να τους πει πιο είναι το πιο όμορφο πράγμα στο κόσμο, αυτός τους έδωσε μία εικόνα της Παναγίας- Ρόδον το Αμάραντον που είχε τυπώσει και το διένειμε δωρεάν- και αφού τους χαιρέτησε, άρχισε να κλαίει σαν παιδάκι και να μονολογεί : Ο Χριστός,παιδιά μου, ο Χριστός !
Και ρώτησαν και τα πουλιά για το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο…κι αυτά,έτρεξαν τιτιβίζοντας και κάθισαν στο παράθυρο του κυρ Γιώργη κι άρχισαν να τρώνε τα μικρά κομματάκια από ψωμί που τους άφηνε κάθε πρωί.
Κι έτρεξαν στους αγρούς και τα λιβάδια και μίλησαν με τα δέντρα και τα λουλούδια και τα ρώτησαν για το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο κι αυτά όρθωσαν τα κλαδιά και τα φύλλα τους προς τον ουρανό κι αμέσως ήρθε η βροχή από τον ουρανό.
Κι ήρθαν αναζητώντας απαντήσεις μέχρι τη στάνη του μπάρμπα - Μαθιού και τον βρήκαν να αρμέγει τα πρόβατα του κι αυτός, μόλις τους είδε, τους καλοδέχτηκε με χαρά και καλωσύνη και τους προσκάλεσε στο φτωχικό του το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο και δείπνησε μαζί τους. Κι όταν τον ρώτησαν για στον κόσμο, αυτός πλησίασε προς το μικρό παραθυράκι και τους είπε : Από δω κοιτάζω κάθε μέρα για να δω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου νάρχονται σε μένα.
Και περίεργοι να μάθουν περισσότερα οι άνθρωποι κινήθηκαν προς τη θάλασσα και ταξίδεψαν αρκετά για να μάθουν και μπήκαν στη βάρκα ενός νέου ψαρά, του Νικολή, και τον ρώτησαν για το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο κι αυτός χαρούμενος βούτηξε στα καταγάλανα νερά, έπαιξε για λίγο μαζί τους κι ύστερα τίναξε το νερό από τα ξανθοκόκκινα μαλλιά τους και τους είπε : Η πρόνοια του Θεού.
Και πορεύτηκαν σε άνυδρες χώρες, όπου το χώμα έκλαιε από την έλλειψη του νερού και μπήκαν σε πρόχειρους καταυλισμούς και ρώτησαν τη μάνα που φρόντιζε τα πέντε παιδιά της για το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο κι αυτή, αντί για απάντηση, αφού τους καλωσόρισε ,τους κάλεσε να ξαποστάσουν για λίγο και τους πρόσφερε νερό και καλόκαρδα τους ζήτησε να δειπνήσουν μαζί τους και να μοιραστούν λιγοστό το φαγητό τους.
Κι ύστερα μπήκαν στη μεγάλη πόλη κι επισκέφτηκαν το γηροκομείο και πλησίασαν και χαιρέτησαν τους γέροντες και τις γερόντισσες και κάθισαν και δείπνησαν μαζί τους κι όταν ρώτησαν μια γερόντισσα να τους πει πιο είναι το πιο όμορφο πράγμα στο κόσμο, την είδανε να βουρκώνουν τα θαλασσιά μάτια της και να λέει : Τα παιδιά μου !
Και ένα πρωινό πήγαν στο μικρό βιβλιοπωλείο του κυρ Γιώργου στο Ρέθυμνο και μίλησαν με ένα συνταξιούχο γυμνασιάρχη και συζήτησαν για τον κόσμο και το Θεό κι όταν του ζήτησαν να τους πει πιο είναι το πιο όμορφο πράγμα στο κόσμο, αυτός τους έδωσε μία εικόνα της Παναγίας- Ρόδον το Αμάραντον που είχε τυπώσει και το διένειμε δωρεάν- και αφού τους χαιρέτησε, άρχισε να κλαίει σαν παιδάκι και να μονολογεί : Ο Χριστός,παιδιά μου, ο Χριστός !