-Ε, όπως όλες, δι’ ευχών σας, άγιε καθηγούμενε. Είχα πάρα πολλή δουλειά, μα πάρα πολλή δουλειά, γιατί πρέπει να φροντίζω ένα σωρό ζωντανά.
-Τί να κάνεις; ρώτησε ξαφνιασμένος ο ηγούμενος, γιατί ήξερε τί διακόνημα έκανε ο μοναχός και ότι δεν είχε καμιά σχέση με ζώα.
-Κάθε μέρα, απάντησε ο μοναχός, πρέπει να φυλάω δύο γεράκια, να συγκρατώ δύο ζαρκάδια, να γυμνάζω δύο κυνηγετικούς σκύλους, να κυνηγάω ένα φίδι, να δαμάζω μια αρκούδα και να περιποιούμαι έναν άρρωστο. Δεν θα κατάφερνα τίποτα απ’ όλα αυτά, αν δεν με βοηθούσε τόσο αποτελεσματικά ένας Δεσπότης.
-Τί είναι αυτά, που λες τώρα; Για ποιά ζώα μιλάς; Ζουρλάθηκες; Τέτοια πράγματα έχουμε εδώ; Και τον δεσπότη πού τον βρήκες;
-Κι όμως! Όλα αυτά έγιναν και γίνονται κάθε μέρα, άγιε Γέροντα!
-Τα δύο γεράκια είναι τα μάτια μου, που πρέπει αδιάκοπα να τα προσέχω, γιατί μύρια δυο κακά ξεκινάνε απ’ αυτά.
-Τα δύο ζαρκάδια είναι τα πόδια μου, που το βάδισμά τους πρέπει να το κανονίζω κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να με διακρίνει σύνεση, αν δεν θέλω να με οδηγούν στο δρόμο της αμαρτίας.
-Τα δύο κυνηγετικά σκυλιά είναι τα χέρια μου, που οφείλω να τα υποχρεώνω να εργάζονται τις διακονίες που μου αναθέτετε εδώ, για το καλό μου και χάριν των αδελφών μου.
-Το φίδι είναι η γλώσσα μου, που πρέπει να χαλιναγωγείται, να μη μιλά άσκοπα, να μη χύνει δηλητήριο εναντίον των άλλων, να μη κουτσομπολεύει, να μη κατακρίνει, να μη γογγύζει…
-Αρκούδα είναι η καρδιά μου, που πρέπει να της δαμάζω τον εγωισμό και την κενοδοξία.
-Άρρωστος είναι το σώμα μου κι έχω υποχρέωση διαρκώς να για το προσέχω, για να μη προσβληθεί από τη διαστροφή της επιθυμίας και γίνει έτσι ασθενές και φιλήδονο.
- Καλά όλα αυτά, αλλά ο δεσπότης ποιός είναι;
-Δεσπότης είναι ο Αρχιερέας Χριστός, που με το πανάγιο Αίμα Του κάθε μέρα με δυναμώνει, για να μπορώ να δαμάζω όλα αυτά τα άγρια θηρία, που έχω μέσα μου.