Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Ο Ορθόδοξος Ναός:η ιστορία του και τα μέρη που έχει.


             Ο ΟΡ­ΘΟ­ΔΟ­ΞΟΣ ΝΑ­ΟΣ
                     (Η ιστορία του)
Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α συ­νή­θως συ­να­θροί­ζε­ται μέ­σα στό Να­ό, ἕνα κτίσμα κα­τάλ­λη­λα δι­α­μορ­φω­μέ­νο μέ πνευ­μα­τι­κούς συμ­βο­λι­σμούς γιά νά βο­η­θοῦν­ται οἱ πι­στοί στήν πνευ­μα­τι­κή τους πο­ρεί­α. Γιά τό να­ό καί τό πε­ρι­ε­χό­με­νό του, θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με στή συ­νέ­χεια.
῾Ο Θε­ός, σί­γου­ρα δέν ἔ­χει ἀ­νά­γκη ἀ­πό Να­ούς καί οἰ­κο­δο­μές, ἀλ­λά  ὁ ἄν­θρω­ποςἔ­χει ἀ­νά­γκη νά ἔ­χει να­ούς γι­ά νά ἐκ­δη­λώ­νει στό χῶ­ρο αὐ­τό τή λα­τρεί­α πρός τό Δη­μιουρ­γό του καί νά εὐ­χα­ρι­στεῖ τόν Δω­ρε­ο­δό­τη του. Στό χῶ­ρο τοῦ Ναοῦ μα­ζεύ­ε­ται ἡ χρι­στι­α­νι­κή σύ­να­ξη γι­ά νά ἀ­να­πέμ­ψει στό Θε­ό προ­σευ­χές δο­ξο­λο­γί­ας καίεὐ­χα­ρι­στί­ας γι­ά τίς τό­σες εὐ­ερ­γε­σί­ες πού ἀ­πο­λαμ­βά­νει. Μέ­σα στό να­ό ἡ Ἐκ­κλη­σί­α θά συ­νε­χί­σει τήν ἀ­ναί­μα­χτη Θυ­σί­α τοῦ Υἱ­οῦ πρός τό Πα­τέ­ρα. Μέ­σα στό να­ό εἶ­ναι πού τε­λοῦν­ται τά Μυ­στή­ρια πού μᾶς ἁ­γιά­ζουν καί μᾶς κα­θα­ρί­ζουν καί μᾶςἑ­νώ­νουν μέ τόν Πλά­στη μας.

       Τό κτί­σι­μο τέ­τοι­ου οἰ­κο­δο­μή­μα­τος καί  τῆς  ἀ­φι­ερώ­σε­ώς του στό Θε­ό, ἔ­χει τήν ἀρ­χή του ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τοῦ βα­σι­λι­ά Σο­λο­μών­τα.῾Ο βα­σι­λι­άς αὐ­τός, γι­ός τοῦ Δαυ­ΐδ, ἔ­κτι­σε ἕ­να με­γα­λο­πρε­πή Να­ό καί τόν ἀ­φι­έ­ρω­σε στόν ῞Υ­ψι­στο. Αὐ­τόὅ­πως φα­ί­νε­ται ἄ­ρε­σε στό Θε­ό. Καί αὐ­τό βγα­ί­νει ἀ­πό τήν ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Θε­οῦπρός τό πα­τέ­ρα τοῦ Σο­λο­μών­τα, τό βα­σι­λιά Δαυ­ΐδ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ζή­τη­σε νά κτί­σει να­ό στό Θε­ό. Λέ­γει ὁ Σο­λο­μών· ῾« Καί εἶ­πεν Κύ­ριος πρός τόν πα­τέ­ρα μου, ἀν­θ᾿ ὧνἦλ­θεν ἐ­πί τήν καρ­δί­αν σου τοῦ οἰ­κο­δο­μῆ­σαι οἶ­κον τῷ  ὀ­νό­μα­τί μου, κα­λῶς ἐ­πο­ί­η­σας ὅ­τι ἐ­γε­νή­θη ἐ­πί τήν καρ­δί­αν σου»( Γ.Βασ.8, 18). Τό῾῾κα­λῶς ἐ­πο­ί­η­σας᾿᾿ μαρ­τυ­ρεῖ τήν εὐ­α­ρέ­σκειαν τοῦ Κυ­ρί­ου στήν ἀ­πό­φα­ση τοῦ Δαυ­ΐδ νά ἀ­νε­γεί­ρει να­όστόν Κύ­ρι­ο. ῞Ο­μως δέν τοῦ ἐ­πἐ­τρε­ψεν ὁ Θε­ός γι­α­τί, ἦ­ταν ᾿᾿ ἄν­δρας αἱ­μά­των᾿᾿ καίτό ἔρ­γο ἔ­φε­ρε εἰς πέ­ρας ὁ γι­ός του ὁ Σο­λο­μών. Προ­σευ­χό­με­νος ὁ Σο­λο­μών στόΘε­ό, γι­ά τό ἔρ­γο αὐ­τό, ἔ­λε­γε· « Κύ­ρι­ε, ἐ­σέ­να πού δέ χω­ρεῖ ὁ οὐ­ρα­νός θά σέ χω­ρέ­σει ὁ να­ός αὐ­τός; κι᾿ ὅ­μως πα­ρά τήν ἀ­πει­ρό­τη­τά σου καί τή με­γα­λω­σύ­νη σου, ρί­ξε σέ πα­ρα­κα­λῶ βλέμ­μα σπλα­χνι­κό στήν προ­σευ­χή μου, καί ἄς εἶ­ναι οἱ ὀ­φθαλ­μοίσου στραμ­μέ­νοι πρός τό να­ό τοῦ­το καί ὅ­σοι προ­σεύ­χο­νται σ᾿  αὐ­τόν καί ζη­τοῦν τή βο­ή­θει­ά σου θά εἰ­σα­κού­εις σ᾿ αὐ­τούς καί θά τούς συγ­χω­ρεῖς...καί ἵ­λε­ως ἔ­σῃκαί δώ­σεις ἀν­δρί κα­τά τήν καρ­δί­αν αὐ­τοῦ».
       Με­τά τήν προ­σευ­χή αὐ­τή ἀ­πα­ντᾶ ὁ Θε­ός. «Πε­ποί­η­κα κα­τά πᾶ­σαν τήν προ­σευ­χή σου, ἡ­γί­α­κα τόν οἶ­κον τοῦ­τον, ὅν  ὠ­κο­δό­μη­σας τοῦ θέ­σθαι τό ὄ­νο­μά μου ἐ­κεῖ εἰς τόν αἰ­ῶ­να, καί ἔ­σον­ται οἱ ὀ­φθαλ­μοί μου ἐ­κεῖ καί ἡ καρ­δί­α μου πά­σας τάςἡ­μέ­ρας» (Γ. Βα­σιλ. 9,3). Δη­λα­δή ἱ­κα­νο­πο­ί­η­σα ὅ­λα τά αἰ­τή­μα­τά σου καί ἁ­γί­α­σα τό να­ό πού ἔ­κτι­σες στό ὄ­νο­μά μου, καί σ᾿ αὐ­τόν θά εἶ­ναι πάν­το­τε στραμ­μέ­νοι πάν­το­τε οἱ ὀ­φθαλ­μοί μου καί ἠ καρ­δί­α μου.
       Πρῶ­το, λοι­πόν, με­γα­λο­πρε­πές οἰ­κο­δό­μη­μα γι­ά τή λα­τρε­ί­α τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦΘε­οῦ, ἦ­ταν ὁ να­ός πού ἔ­κτι­σε ὁ σο­φός Σο­λο­μών· ἐ­κεῖ πή­γαι­ναν οἱ ᾿Ι­ου­δαῖ­οι καίλά­τρευ­αν τό Θε­ό, ἐ­κεῖ σύ­χνα­ζε καί ῾Ο Χρι­στός καί οἱ μα­θη­τές του καί ἐ­προ­σε­ύ­χον­το.( Πράξ. 3, 1). ῾Ο με­γα­λο­πρε­πής αὐ­τός να­ός κα­τα­στρά­φη­κε τό 40 μ.Χ. ἀ­πότο­ύς Ρω­μα­ί­ους, ἕ­νε­κα τοῦ με­γά­λου ἐγ­κλή­μα­τος πού δι­έ­πρα­ξαν οἱ ῾Ε­βραῖ­οι ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Χρι­στοῦ.
       Με­τά τήν ῾Α­νά­λη­ψη τοῦ Κυ­ρί­ου στο­ύς οὐ­ρα­νο­ύς, οἱ ἀ­πό­στο­λοι καί οἱ νέ­οι μα­θη­ταί τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐ­μα­ζε­ύ­ον­ταν σέ εἰ­δι­κο­ύς χώ­ρους καί τε­λοῦ­σαν τήν θε­ί­αν Εὐ­χα­ρι­στί­α. Οἱ χῶ­ροι αὐ­τοί λέ­γον­ταν ῾῾Εὐ­κτή­ριοι οἶ­κοι᾿᾿ σπί­τια προ­σευ­χῆς.῞Ε­νας τέ­τοι­ος τό­πος ἦ­ταν καί τό ῾Υ­περ­ρῶ­ο στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. ᾿Αρ­γό­τε­ρα ἐ­πει­δή πλή­θαι­ναν οἱ χρι­στια­νοί ἀ­να­ζή­τη­σαν πι­ό εὑ­ρύ­χω­ρο μέ­ρος καί κα­τάλ­λη­λα δι­α­ρυθ­μι­σμέ­νο γι­ά νά τε­λοῦν τή θε­ί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α· το­ύς χώ­ρους αὐ­το­ύς το­ύς ὀ­νό­μα­ζαν Να­ο­ύς. Τέ­τοι­οι Να­οί ὐ­πῆρ­χαν ἐ­πί Δι­ο­κλη­τια­νοῦ, ἀλ­λά το­ύς κα­τέ­στρε­ψε ὁ εἰ­δω­λο­λά­τρης αὐ­το­κρά­το­ρας μέ το­ύς δι­ωγ­μο­ύς πού ἐ­ξα­πέ­λυ­σε ἐ­ναν­τί­ον τῶν χρι­στια­νῶν.
Φαί­νε­ται ὅ­τι οἱ Να­οί αὐ­τοί προ­ῆλ­θαν ἀ­πό τά ῾῾Μαρ­τύ­ρια᾿­᾿. Τά Μαρ­τύ­ρια ἦ­ταν μι­κρά οἰ­κο­δο­μή­μα­τα πού ἔ­κτι­ζαν οἱ χρι­στια­νοί πά­νω στο­ύς τά­φους τῶν μαρ­τύ­ρων καί τά ὁ­ποῖ­α στίς τρεῖς πλευ­ρές εἶ­χαν ἀ­ψῖ­δες. Κά­τω ἀ­πό τίς ἀ­ψῖ­δες αὐ­τές μα­ζεύ­ο­νταν οἱ  χριστι­α­νοί κά­θε ἐ­πέ­τει­ο τοῦ θα­νά­του τοῦ Μάρ­τυ­ρα καί τελοῦ­σαν τή θ. Λει­τουρ­γί­α. Μέ τόν και­ρόν αὐ­τές οἱ ἀ­ψῖ­δες ἐ­ξε­λή­χθη­σαν σέ με­γα­λο­πρε­πεῖς Να­ούς.
 ῞Ο­πως ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἱ­στο­ρι­κά, ἡ πλά­κα τοῦ τά­φου τοῦ Μάρ­τυ­ρα χρη­σι­μο­ποι­ό­ταν σάν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα, πού τε­λοῦ­σαν τή Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α τήν ἡ­μέ­ρα τῆς γι­ορ­τῆς τοῦ Μάρ­τυ­ρα.  Τό γε­γο­γο­νός αὐ­τό ἐ­πη­ρέ­α­σε πο­λύ τή μελ­λο­ντι­κή πο­ρεί­α τοῦΝαοῦ καί τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας.
Τό μι­σό δεύ­τε­ρο τοῦ 4ου αἰ­ώ­να, οἱ χρι­στι­α­νοί με­τέ­φε­ραν τά λεί­ψα­να τῶν Μαρ­τύ­ρων στίς πό­λεις καί ἔ­κτι­ζαν με­γα­λο­πρε­πεῖς Να­ούς καί το­πο­θε­τοῦ­σαν τά λεί­ψα­να κά­τω ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα. Γι­' αὐ­τό συ­νε­χί­ζε­ται μέ­χρι σή­με­ρα ὁ κα­θα­για­σμός καί τά ἐγ­καί­νια τοῦ Να­οῦ μέ τήν το­πο­θέ­τη­ση στήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα λεί­ψα­ναἉ­γί­ων. Τό­σο ὁ Μ. Κων­σταν­τῖ­νος ὄ­σο καί ὁ Ἰ­ου­στι­νια­νός, ἀ­νέ­λα­βαν δρᾶ­ση γι­ά τήν ἀ­νοι­κο­δό­μη­ση πα­λαι­ῶν καί νέ­ων Μαρ­τυ­ρί­ων - Να­ῶν.. Τό ἔρ­γο αὐ­τό τό συ­νέ­χι­σαν καί ἄλ­λοι χρι­στια­νοί αὐ­το­κρά­το­ρες, μέ ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα τό με­γα­λο­πρε­πήΝα­ό τῆς ῾Α­γί­ας Σο­φί­ας στήν Κων­σταν­τι­νο­ύ­πο­λη, πού ἔ­κτι­σε ὁ ᾿Ι­ου­στι­νια­νός καί καυ­χώ­με­νος εἶ­πε «νε­νί­κη­κά σε Σο­λο­μών». ῞Ε­κτο­τε πέ­ρα­σαν οἱ Να­οί σέ δι­ά­φο­ρους ρυθ­μο­ύς καί σχή­μα­τα τά ὁ­ποῖ­α δέν θά ἀ­να­φέ­ρου­με ἐ­δῶ.
       Κά­θε Να­ός πού κτι­ζό­ταν ἁ­φι­ε­ρω­νό­ταν εἴ­τε στό ὄ­νο­μα τῆς ῾Α­γί­ας Τρι­ά­δος, εἴ­τε τῆς Θε­ο­τό­κου, εἴ­τε στό ὄ­νο­μα κά­ποι­ου ἁ­γί­ου Μάρ­τυ­ρα. Θά πρέ­πει νά ποῦ­με ὅ­τι κά­θε Να­ός ἐγ­και­νι­ά­ζε­ται καί ἁ­γι­ά­ζε­ται ἀ­πό τόν ἐ­πί­σκο­πο δι­ά τοῦ ῾Α­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος καί κα­τά τήν τε­λε­τήν τῶν ᾿Εγ­και­νί­ων πού τε­λεῖ­ται μέ ἀ­γρυ­πνί­α, χρε­ί­ε­ται ἐσ­σω­τε­ρι­κά μέ ἅ­γιο Μῦ­ρο καί στήν ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα το­πο­θε­τοῦν­ται λε­ί­ψα­να ἁ­γί­ων.      
       

       Στήν τε­λι­κή του μορ­φή ὁ  ὀρ­θό­δο­ξος Να­ός δι­α­κρί­θη­κε σέ τρί­α μέ­ρη. Τό νάρ­θη­κα ἤ πρό­να­ο, τόν κυ­ρί­ως Να­ό καί τό ἱ­ε­ρό Βῆ­μα.                               
       Νάρ­θη­κας ἤ πρό­να­ος λέ­γε­ται τό πρός τά δυ­τι­κά μέ­ρος τοῦ Ναοῦ, ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ον ἄλ­λο­τε οἱ κα­τη­χο­ύ­με­νοι πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν τό πρῶ­το μέ­ρος τῆς θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας τήν λε­γο­μέ­νην λει­τουρ­γί­α τῶν Κα­τη­χου­μέ­νων. Στό μέ­ρος αὐ­τό τοῦ Ναοῦἐ­τε­λοῦν­το καί δι­ά­φο­ρες τε­λε­τές καί ἀ­κου­λου­θί­ες.
       ῾Ο κυ­ρί­ως Να­ός· Στόν  κυ­ρί­ως Να­ό δι­α­κρί­νου­με, Τά στα­σί­δια, τόν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κὀ θρό­νο, τόν ἄμ­βω­να, τά ἀ­να­λό­για, τό σο­λέ­α ἤ σο­λεῖ­ον, τό εἰ­κο­νο­στά­σι ἤ τέμ­πλο.
        Τά στα­σί­δια, εἶ­ναι τά ξύ­λι­να κα­θί­σμα­τα γι­ά νά ξε­κου­ρά­ζουν το­ύς πι­στο­ύς κα­τά τίς με­γά­λες ἀ­κο­λου­θί­ες καί στίς στιγ­μές πού ἐ­πι­τρέ­πε­ται τό κά­θι­σμα. ᾿Ε­δῶ θά πρέ­πει νά ἐ­πι­ση­μά­νου­με ὅ­τι δέν εἶ­ναι σω­στό νά ἀ­να­γράφο­νται ὀ­νό­μα­τα στά στα­σί­δι­α καί νά τά δι­εκ­δι­κοῦν οἰ δω­ρη­τές, γι­α­τί ὅ,τι δω­ρη­θεῖ στήν ᾿Εκ­κ­λη­σί­α εἶ­ναι κοι­νό, χά­νει τή ἰ­δι­ο­κτη­σί­α του, ἀ­νή­κει στήν ᾿Εκ­κ­λη­σί­α.
       ῾Ο ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κός θρό­νος, βρί­σκε­ται στά δε­ξιά τοῦ εἰ­σερ­χο­μέ­νου στόν κυ­ρί­ως Να­ό καί εἶ­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νος ἐ­πά­νω στό σο­λέ­α. Ἀρ­χι­κά ἦ­ταν στή μέ­ση τοῦΝαοῦ. Στό θρό­νο αὐ­τό, στέ­κει ὁ ἐ­πί­σκο­πος ὅ­ταν χο­ρο­στα­τεῖ. Στό θρό­νο, εἶ­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νη καί ἡ εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ ἐ­πει­δή Αὐ­τός εἶ­ναι ἡ κε­φα­λή τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας. ῾Ο ἀρ­χι­ε­ρέ­ας εἶ­ναι ὁ ἀν­τι­πρό­σω­πος τοῦ Κυ­ρί­ου καί με­τέ­χει στήν ῾Ι­ε­ρω­σύ­νη τοῦ Χρι­στοῦ καί εἶ­ναι ἡ ὁ­ρα­τή κε­φα­λή τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας. Γι᾿ αὐ­τό λέ­γει καί ὁ ἅ­γιος᾿Ι­γνά­τιος ὁ θε­ο­φό­ρος, « ὅ­που ἐ­πί­σκο­πος ἐ­κεῖ καί ἡ ᾿Εκ­κλη­σία»­.
       ῾Ο ἄμ­βω­νας, βρί­σκε­ται ἀ­ρι­στε­ρά ἀ­πέ­ναν­τι τοῦ Δε­σπο­τι­κοῦ θρό­νου στη­ρί­ζε­ται δέ, σέ μι­ά ἀ­πό τίς κο­λῶ­νες τοῦ Ναοῦ. Πῆ­ρε κι᾿ αὐ­τός δι­ά­φο­ρες μορ­φές καίσή­με­ρα ἀ­κό­μα βλέ­που­με δι­α­φο­ρο­ποι­ή­σεις. ᾿Α­πό τόν ἄμ­βω­να στά χρό­νια τῶν Κα­τη­χου­μέ­νων, ὁ δι­ά­κο­νος ἀ­πάγ­γε­λε τά εἰ­ρη­νι­κά καί δι­έ­τασ­σε το­ύς Κα­τη­χο­ύ­με­νους νά ἀ­πέλ­θουν. Καί ἡ αὐ­το­κρα­το­ρι­κή στέ­ψη ἐ­γί­νε­το στόν ἄμ­βω­να ὅ­που ὁΠα­τρι­άρ­χης ἔ­χρι­ε σταυ­ρο­ει­δῶς μέ Μῦ­ρο τόν αὐ­το­κρά­το­ρα. Σή­με­ρα ἀ­πό τόν ἄμ­βω­να δι­α­βά­ζε­ται τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο καί κά­πο­τε γί­νε­ται τό κή­ρυ­γμα τοῦ θεί­ου λό­γου.
       Τά ἀ­να­λό­γι­α, εἶ­να τά ξύ­λι­να βή­μα­τα πού βλέπου­με δε­ξι­ά καί ἀ­ρι­στε­ρά τῶν χο­ρῶν τῶν ψαλ­τῶν. Στά πα­λι­ά χρό­νι­α πού ἔ­ψαλ­λεν ὁ λα­ός ἧ­ταν στό κέ­ντρο τοῦΝαοῦ μέ τόν ἄμ­βω­να. Ὅ­ταν ὅ­μως ἐ­πε­κρά­τη­σε ἡ ἀ­ντι­φω­νι­κή ψαλ­μω­δί­α πού χώ­ρι­σε τούς ψάλ­τες σέ χο­ρούς, ἐ­το­ποθε­τή­θη­σαν δύ­ο ἀ­να­λό­γι­α, ἕ­να σέ κά­θε χο­ρό ὅ­πως τά βλέ­που­με σή­με­ρα, γι­ά χρή­ση τῶν ψαλ­τῶν.
       Σο­λέ­ας, εἶ­ναι ὁ χῶ­ρος με­τα­ξύ τοῦ τέ­μπλου καί τοῦ θρό­νου τοῦ ἀρ­χι­ε­ρέ­α τόνὁ­ποῖ­ο βλέ­που­με χω­ρι­σμέ­νο μέ κι­γκλί­δω­μα σέ πολ­λούς Να­ούς.
       Τό εἰ­κο­νο­στά­σι, εἶ­ναι τό σκα­λι­στό ξύ­λι­νο δι­άφρα­γμα πού χω­ρί­ζει τό ἅ­γι­ο Βῆ­μα ἀ­πό τόν κυ­ρί­ως Να­ό. Αὐ­τό σάν ἄλ­λο τεῖ­χος κα­λύ­πτει τά τε­λού­με­να ἐ­ντός τού Ἱε­ροῦ Βή­μα­τος ἐ­νῶ στρέ­φει πρός το­ύς πι­στο­ύς τίς εἰ­κό­νες του, τά ὁ­ρα­τά ση­μεῖ­α τῶν ἀ­ο­ρά­των πραγ­μά­των. Πα­λιά τό τέμ­πλο δέν εἶ­χε τήν ἴ­δια μορ­φή· ἤ­ταν ἕ­να χα­μη­λό κιγ­κλί­δω­μα πού χώ­ρι­ζε τόν κυ­ρί­ως Να­ό ἀ­πό τό Ἱ­ε­ρό Βῆ­μα. Τή ση­με­ρι­νή του μορ­φή τήν πῆ­ρε με­τά τόν θρί­αμ­βο τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας ἐ­πί τῶν εἰ­κο­νο­μά­χων. Στή μέ­ση τοῦ τέμ­πλου βλέ­που­με τήν ῾Ω­ρα­ί­α Πύ­λη, βλέ­πο­ντας πρός τό τέ­μπλο καίδε­ξι­ά μας εἶ­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νη μι­ά με­γά­λη εἰ­κό­να τοῦ Βα­σι­λέ­α Χρι­στοῦ καί στ᾿ἀ­ρι­στε­ρά μας εἶ­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νη με­γά­λη εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας μας καί στή συ­νέ­χει­α βλέ­που­με με­γά­λες εἰ­κό­νες τοῦ Προ­δρό­μου, τοῦ ᾿Ι­ωάν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου καίἄλ­λες. Στίς δύ­ο ἄ­κρες τοῦ τέ­μπλου βρί­σκο­νται δύ­ο μι­κρές θύ­ρες πού  ἔ­χουν ζω­γρα­φι­σμέ­νους, ἡ μι­ά τόν ᾿Αρ­χάγ­γε­λο Μι­χα­ήλ καί ἡ ἄλ­λη τόν Γα­βρι­ήλ, σάν ἄλ­λους φρου­ρούς νά ἐ­μπο­δί­ζουν αὐ­τούς πού μπαί­νουν στό ἱ­ε­ρό. Ψη­λά στό τέ­μπλο εἶ­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νες μι­κρές εἰ­κό­νες συ­νή­θως ἀ­πό τό δω­δε­κα­όρ­τι­ον τῆς ᾿Εκ­κ­λη­σί­ας. Πι­ό ψη­λά δε­σπό­ζει ὁ ᾿Ε­σταυ­ρω­μέ­νος Κύ­ρι­ος καί δί­πλα Του ἡ Παρ­θέ­νος καίΜη­τέ­ρα Του Μα­ρί­α καί ὁ ᾿Ι­ωάν­νης ὁ Θε­ο­λό­γος. ᾿Ε­πί­σης ἀ­πό ψη­λά κρέ­μο­νται ἀ­ση­μέ­νι­α κα­ντή­λι­α πρός τι­μή τῶν εἰ­κο­νι­ζο­μέ­νων ἀλ­λά καί νά φω­τί­ζουν τό χῶ­ροὅ­πως πα­λι­ά στό να­ό τοῦ Σο­λο­μῶ­ντος οἱ χρυ­σές λυ­χνί­ες.( Α. Βα­σιλ. 7, 9).
       Τό ῞Α­γιο Βῆ­μα, εἶ­ναι τό πι­ό μι­κρό ἀλ­λά καί τό ἱ­ε­ρό­τε­ρο μέ­ρος, εἶ­ναι ἡ ψυ­χήτοῦ να­οῦ. Εἶ­ναι τά «῞Α­για τῶν ῾Α­γί­ων» για­τί ἐ­δῶ ἁ­γι­ά­ζον­ται τά τί­μια δῶ­ρα καίμε­τα­βάλ­λον­ται σέ Σῶ­μα καί Αἷ­μα Χρι­στοῦ. Πά­νω στήν ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα βρί­σκε­ται πάν­το­τε το σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου μέ­σα στό ἀρ­το­φό­ριο.
       Στόν ἱ­ε­ρό αὐ­τό χῶ­ρο δι­α­κρί­νου­με, τήν ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα, καί τήν ἱ­ε­ρή Πρό­θε­ση,ἤ Προ­σκο­μι­δή. ῎Αλ­λο­τε ὐ­πῆρ­χαν τό Σύν­θρο­νο καί τό σκευ­ο­φυ­λά­κι­ο, ἀλ­λά σή­με­ραἐ­ξέ­λει­παν.
       Η ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα, εἶ­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νη στό μέ­σον τοῦ χώ­ρου καί κα­τα­σκευ­ά­ζε­ται ἀ­πό ξύ­λο σκα­λι­στό ἤ μάρ­μα­ρο. ῾Η ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα εἶ­ναι ὁ Γολ­γο­θᾶς, τό Θυ­σι­α­στή­ριον πά­νω στό ὁ­ποῖ­ον ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται σέ κά­θε Λει­τουρ­γί­α ἡ ἀ­να­ί­μα­κτη θυ­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου. Κα­τά τή Με­γά­λη Εἴ­σο­δο τά τί­μια δῶ­ρα πού συμ­βο­λί­ζουν τόν Χρι­στό, με­τα­φέ­ρον­ται στήν ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα γι­ά νά ἐ­πι­τε­λε­σθεῖ τό Μυ­στή­ριο τῆς Θε­ί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, γι­ά νά  θρέ­ψει καί νά ἁ­γι­ά­σει τίς ψυ­χές πού συμ­με­τέ­χουν καί με­τα­λαμ­βά­νουν ἀ­πό τήν Θυ­σί­αν αὐ­τήν. ᾿Ε­πά­νω στήν ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα καί μέ­σα στό ἀρ­το­φό­ριο, φυ­λά­γε­ται ὁ­λό­χρο­να τό Σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου γι­ά νά με­τα­λαμ­βά­νουν οἱ πι­στοί σέ ἔ­κτα­κτες ἀ­νάγ­κες. Εἶ­ναι λοι­πόν ἡ ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα, Θυ­σι­α­στή­ριον, Γολ­γο­θᾶς, μυ­στι­κή, ἤ πνευ­μα­τι­κή Τρά­πε­ζα.
       ῾Η ῾Ι­ε­ρή Πρό­θε­ση. Μπα­ί­νον­τας στό Να­ό τή βλέ­που­με στά ἀ­ρι­στε­ρά· εἶ­ναιἕ­να κο­ί­λω­μα μέ­σα στόν τοῖ­χο καί εἶ­ναι σάν μι­ά μι­κρή Τρά­πε­ζα στήν ὁ­ποῖ­α με­τα­φέ­ρον­ται οἱ προ­σφο­ρές, ὁ ἄρ­τος καί ὁ οἷ­νος πού ξε­χω­ρί­στη­καν γι­ά τή θ. Λει­τουρ­γί­α. Γι­ά τά ὅ­σα γί­νον­ται ἐ­δῶ ἀ­να­φερόμαστε σέ εἰ­δι­κό μέ­ρος.
       Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ Να­ός καί ὅ­σα ὑ­πάρ­χουν σ᾿ αὐ­τόν καί εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­α γι­ά τόἔρ­γο τῆς λα­τρε­ί­ας μας. Θά πρέ­πει νά το­νι­σθεῖ ἐ­δῶ, ὅ­τι ὁ Να­ός εἶ­ναι καί οἶ­κος Θε­οῦ, ἔ­τσι τόν θε­ω­ροῦ­με καί σή­με­ραû  εἶ­ναι δέ γι­ά μᾶς χῶ­ρος ἱ­ε­ρός. Ἡ πίστη αὐτή προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τή δι­α­βε­βαί­ω­ση πού ἔ­δω­σεν ὁ Θε­ός στόν Σο­λο­μῶ­ντα...῾«καί ἔ­σο­νται οἱ ὀ­φθαλ­μοί μου ἐ­κεῖ καί ἡ καρ­δί­α μου πᾶ­σας τάς ἡ­μέ­ρας» (Γ. Βα­σιλ. 9,3). Βε­βαι­ώ­νει ὁ Θε­ός, ὅ­τι στό μέ­ρος πού θά λα­τρεύ­ε­ται τό ὄ­νο­μά Του, ἐ­κεῖθά εἶ­ναι ἐ­στραμ­μέ­νη ἡ προ­σο­χή Του καί θά ἐκ­δη­λώ­νε­ται ἡ πα­ρου­σί­α Του.
       ῾Ο Συ­με­ών Θεσ­σα­λο­νί­κης, λέ­γει γι­ά τό θέ­μα αὐ­τό τά ἑ­ξῆς· «Ο να­ός λοι­πόν,ἄν καί συ­ντε­θει­μέ­νος ἀ­πό ἄ­ψυ­χον ὕ­λην, εἶ­ναι ὅ­μως οἶ­κος Θε­οῦ, ἐ­πει­δή ἁ­γι­ά­ζε­ται δι­ά τῆς Θεί­ας χά­ρι­τος­μέ τάς εὐ­χάς τάς ἱ­ε­ρα­τι­κάς καί δέν εἶ­ναι πλέ­ον κα­θώς οἱἄλ­λοι οἶ­κοι, ἀλ­λά ἁ­φι­ε­ρω­μέ­νος εἶ­ναι ἐ­πί γῆς εἰς τόν Θε­όν καί πλου­τεῖ τήν χά­ριν του νά ἔ­χει ἔ­νοι­κον αὐ­τόν τόν Θε­όν καί τήν δό­ξαν του ἐν αὐ­τῷ καί τήν χά­ριν...βλέ­πο­μεν προ­φα­νέ­στα­τα ὅ­τι θεῖ­αι ὅ­ντως δυ­νά­μεις ἐ­νερ­γοῦ­νται εἰς τούς να­ούς καί ἐμ­φά­νει­αι ἀγ­γέ­λων καί ἁ­γί­ων καί θαύ­μα­τα τε­λοῦ­νται καί ζη­τή­μα­τα δί­δο­νται καί ἱ­ά­μα­τα χα­ρί­ζο­νται.῞Ο­που εἶ­ναι λοι­πόν τοῦ Θε­οῦ ὁ­νο­μα­σί­α καί ἐ­πί­κλη­σις τοῦ ποι­η­τοῦ τοῦ πα­ντός... ἐ­κεῖ ὁ­λα ἅ­γι­α καί ὅ­λα ἐ­νερ­γοῦν καί σώ­ζουν δι­άτῆς ἐν ἑ­αυ­τοῖς χά­ρι­τος».
       Πρα­γμα­τι­κά ὁ Να­ός μας εἶ­ναι οἶ­κος Θε­οῦ καί τό­πος ἁ­γι­α­σμά­τος τῆς δό­ξας Του καί πη­γή πολ­λῶν δω­ρε­ῶν στόν πι­στό πού εἰ­σέρ­χε­ται σ᾿ αὐ­τόν μέ ἐ­πί­γνω­ση.᾿Ε­δῶ κα­θα­ρί­ζε­ται δι­ά τοῦ Βα­πτί­σμα­τος καί ἁ­γι­ά­ζε­ται δι᾿ ὅ­λων τῶν Μυ­στη­ρί­ων καί ἀ­θα­να­το­ποι­εῖ­ται καί σώ­ζε­ται. Ἀλλά καί ἀπό τό χῶρο αὐτό πέμπεται στήν ἄλλη ζωή.
       ῾Ο προ­φή­της καί βα­σι­λι­άς Δαυ­ΐδ τι­μοῦ­σε πο­λύ τό να­ό, ὅ­ταν ἔ­λε­γε· ῾῾ Κύ­ρι­ε, ἡ­γά­πη­σα εὐ­πρέ­πει­αν οἴ­κου σου καί τό­πον σκη­νώ­μα­τος δό­ξης σου᾿᾿( Ψαλ.25,28). Καί ὁ ἱ­ε­ρέ­ας πα­ρα­κα­λεῖ, στήν ὀ­πι­σθάμ­βω­νον εὐ­χή· ...ἁ­γί­α­σον Κύ­ρι­ε, τούς ἀ­γα­πῶ­ντας τήν εὐ­πρέ­πει­αν τοῦ οἴ­κου σου· καί ἀλ­λοῦ ψάλ­λο­μεν « ἅ­γι­ος ὁνα­ός σου θαυ­μα­στός ἐν δι­και­ο­σύ­νη».
       ῾Ο Να­ός, εἶ­ναι ὁ οὐ­ρα­νός στή γῆ. Μέ­σα στό Να­ό οἱ­ πι­στοί, ἀ­παλ­λα­γμέ­νοιἀ­πό τή γο­η­τεί­α τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ κό­σμου καί τή μέ­θη τῶν πα­θῶν καί ἐ­πι­θυ­μι­ῶν,ἔ­χουν μι­ά μό­νον ἐ­πι­θυ­μί­α, νά ἐ­πι­κοι­νω­νί­σουν μέ τόν Πλά­στη τους καί νά ζη­τή­σουν τή βο­ή­θει­α καί τήν εὐ­λο­γί­α Του.῾Ο πι­στός κα­τευ­θύ­νει τήν προ­σευ­χή του στό θρό­νο τῆς χά­ρι­τος γι­ά βρεῖ τό ἔ­λε­ος πού χρει­ά­ζε­ται καί τή βο­ή­θει­α τήν ἀ­κα­τα­μά­χη­τη. Καί τό σπου­δαι­ό­τε­ρο ἔρ­χε­ται ὁ Θε­ός νά συ­να­ντη­θεῖ καί νά ἑ­νω­θεῖμέ τόν ἄν­θρω­πο, νά ἀ­νυ­ψώ­σει τόν πε­σμέ­νο ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α ἄν­θρω­πο, ψη­λάστόν οὐ­ρα­νό νά τόν θε­ώ­σει. Δί­και­α λοι­πόν λέ­με ὁ­τι ὁ Να­ός εἶ­ναι καί θρό­νος Θε­οῦ καί ἁ­γι­α­στή­ρι­ο Κυ­ρί­ου.
       Μέ­σα στό Να­ό οἱ εὐ­σε­βεῖς ψυ­χές βρί­σκον­ται στό σπί­τι τοῦ πα­τέ­ρα, αἰ­σθά­νον­ται τή χα­ρά τοῦ παι­διοῦ πού βρί­σκε­ται συ­νε­χῶς στήν πα­τρι­κή ἀγ­κά­λη, στόπα­τρι­κό σπί­τι. Μέ­σα στόν ᾿Ορ­θό­δο­ξο Να­ό οἱ πι­στοί προ­γε­ύ­ον­ται τή βα­σι­λε­ί­α τοῦ Θε­οῦ, πού ἀρ­χί­ζει ἀ­πό ἐ­δῶ καί ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται στό μέλ­λον­τα αἰ­ώ­να.
       Κά­τω ἀ­πό το­ύς θό­λους τοῦ Να­οῦ συ­ναγ­μέ­νη ἡ ᾿Εκ­κλη­σί­α, τό Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, φα­νε­ρώ­νει καί τή στε­νή σχέ­ση της μέ τή θρι­αμ­βε­ύ­ου­σα ᾿Εκ­-κλη­σί­α, μέ τάμνη­μό­συ­να καί τίς λει­τουρ­γεῖ­ες της.
       ᾿Α­κό­μα, ὁ Να­ός μέ τό σχῆ­μα του καί τό δι­ά­κο­σμό του, μέ τίς ἅ­γι­ες μορ­φές­τοῦ Χρι­στοῦ, τῆς Πα­να­γί­ας καί τῶν ἄλ­λων ἁ­γί­ων καί μ᾿ ὅ­σα τε­λοῦν­ται ἐν­τός του, τόν κά­νουν πραγ­μα­τι­κό οὐ­ρα­νόν καί θρό­νον τοῦ Θε­οῦ ἐ­πί τῆς γῆς.

Το Ψαλτήρι αναπαύει όλες τις ηλικίες

Γέροντα, μου κάνει εντύπωση πώς τα παιδιά καταλαβαίνουν το Ψαλτήρι και θέλουν να το διαβάζουν.

- Το Ψαλτήρι αναπαύει όλες τις ηλικίες. Τα παιδιά μάλιστα μπορεί να τα αναπαύη περισσότερο από ό,τι αναπαύει εσένα κι εμένα. Το Ψαλτήρι είναι θεόπνευστο , είναι γραμμένο με θείο φωτισμό , γι’ αυτό έχει τόσο δυνατά, τόσο βαθιά νοήματα. Όλους του θεολόγους και τους φιλολόγους να μαζέψης, έναν Ψαλμό με τέτοια νοήματα δεν μπορούν να φτιάξουν. Κι αν φτιάξουν κάτι, θα είναι σαν ένα χάρτινο λουλούδι. Αγράμματος ήταν ο Δαβίδ, αλλά με τι βάθος έγραφε! Φαίνεται καθαρά ότι τον οδηγούσε το πνεύμα του Θεού.

- Γέροντα, δεν προλαβαίνω να διαβάσω το Ψαλτήρι.

- Καλά είναι να εξοικονομής λίγη ώρα , για να το διαβάζης μέσα στην ημέρα. Κι αν δεν έχης πολύ χρόνο, καλύτερα είναι να διαβάσης μισό Κάθισμα και να προσέχης τα νοήματα, παρά ολόκληρο και να βιάζεσαι. Αυτά τα νοήματα να τα έχης μετά συνέχεια στον νου σου. Το Ψαλτήρι είναι προσευχή.
Μερικοί παρεξηγούν τον προφήτη Δαβίδ και λένε ότι σε κάποιους Ψαλμούς καταριέται. Όταν όμως ο Δαβίδ λέη: «Ἐκλείποιεν ἁμαρτωλοὶ ἀπὸτῆς γῆς, καὶ ἄνομοι, ὥστε μὴ ὑπάρχειν αὐτούς», δεν εννοεί να εξολοθρευθούν οι αμαρτωλοί, αλλά να μετανοήσουν και να μην υπάρχουν αμαρτωλοί πάνω στην γη.

Εγώ, με το Ψαλτήρι νιώθω μια αγαλλίαση ∙ είναι όλο προφητεία , όλο παρηγοριά. Σε μια δύσκολη κατάσταση, αν διαβάσης Ψαλτήρι, νιώθεις ανακούφιση, λύτρωση, σιγουριά ότι θα βοηθήση ο Θεός. «Σωτηρία, λέει,τῶν δικαίων παρὰ κυρίου, καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν ἐστιν ἐν καιρῷ θλίψεως».

Από το βιβλίο: ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: Ψυχή έχουμε μόνο μία!


Αν χάσεις χρήματα, μπορείς να αποκτήσεις πάλι, το ίδιο, αν χάσεις το σπίτι σου, το ζώο σου, οτιδήποτε από τα υπάρχοντά σου. Αν όμως, χάσεις την ψυχή σου, άλλη ψυχή δεν θα μπορέσεις  ν’ αποκτήσεις. Κι αν όλος ο κόσμος είναι δικός σου, κι αν κυριαρχείς στην οικουμένη, δεν θα μπορέσεις, δίνοντας όσα έχεις και την οικουμένη ολόκληρη, ν’ αγοράσεις μια ψυχή.
 Φοράς όχι ένα άλλα χίλια βασιλικά στέμματα; Αν το σώμα σου προσβληθεί από αγιάτρευτη αρρώστια, δεν θα μπορέσεις να αποκαταστήσεις την υγεία του, δίνοντας ακόμα και το βασίλειό σου ολόκληρο. Κι ας εξουσιάζεις τόσα και τόσα υγιή σώματα, τα σώματα των υπηκόων σου.
Αυτό λοιπόν που δεν μπορείς να κάνεις για το σώμα σου, πολύ περισσότερο δεν μπορείς να το κάνεις για την ψυχή σου.
Ο Θεός μας έδωσε δύο χέρια, δύο πόδια, δύο μάτια, δύο αυτιά. Έτσι, αν το ένα απ’ αυτά πάθει κάποια βλάβη, μπορούμε να εξυπηρετηθούμε με το άλλο. Ψυχή, όμως μας έδωσε μόνο μία. Αν τη χάσουμε, που θα βρούμε άλλη;
Ας φροντίσουμε λοιπόν, την αθάνατη ψυχή μας, ας προτιμήσουμε τα ουράνια από τα γήινα και τα άφθαρτα από τα φθαρτά αγαθά, τα οποία εύχομαι ν’ απολαύσουμε όλοι, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος:Η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο και όχι δικαστήριο!


Η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο και όχι δικαστήριο των ψυχών. Δεν καταδικάζει για τα αμαρτήματα, αλλά παρέχει συγχώρηση των αμαρτημάτων.
Τίποτα δεν κάνει τόσο χαρούμενη τη ζωή μας, όσο η ευχαρίστηση που νιώθουμε στην Εκκλησία. Στην Εκκλησία συντηρούν τη χαρά τους οι χαρούμενοι, στην Εκκλησία αποκτούν την ευθυμία οι στεναχωρημένοι και την ευφροσύνη οι λυπημένοι, στην Εκκλησία βρίσκουν την ανακούφιση οι ταλαιπωρημένοι και την ανάπαυση οι κουρασμένοι. 

«Ελάτε» λέει ο Κύριος, «κοντά μου όλοι, όσοι είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι (με θλίψεις και αμαρτίες), κι εγώ θα σας ξεκουράσω» (Ματθ. 11:28).
Τι πιο ποθητό θα μπορούσε να υπάρξει απ’ αυτή τη φωνή; Τι πιο γλυκό απ’ αυτή τη πρόσκληση; Ο Κύριος σε προσκαλεί στην Εκκλησία για πλούσιο γεύμα. Σε μεταφέρει από τους κόπους στην ανάπαυση κι από τα βάσανα στην ανακούφιση. Σε απαλλάσσει από το βάρος των αμαρτημάτων σου. Γιατρεύει τη στεναχώρια με την ευχαρίστηση και τη λύπη με τη χαρά.
Κανένας δεν είναι πραγματικά ελεύθερος και χαρούμενος, παρά μόνο εκείνος που ζει για τον Χριστό. Αυτός ξεπέρασε όλα τα κακά και δεν φοβάται τίποτα!

Είναι μπροστά μας αλλά εμείς ακόμα Τον ψάχνουμε!


Ο φυσικός ήλιος βέβαια δεν άγγιξε τη γη. Συνέβη όμως κάτι ασύγκριτα πιο θαυμαστό. Ο πνευματικός Ήλιος όχι μόνο πλησίασε και άγγιξε τη γη, αλλά ήρθε και περπάτησε και έζησε και δίδαξε και θαυματούργησε πάνω στη γη!
Ο νοητός Ήλιος της Δικαιοσύνης άγγιξε τη γη και η γη δεν κάηκε. Περπάτησε στη γη και η γη δεν τον κατάλαβε. Ο άπειρος Θεός έζησε στη γη ως ταπεινός άνθρωπος και ο άνθρωπος τον περιφρόνησε!
Θα μπορούσε ως παντοδύναμος Θεός, να γεννηθεί με όλη την άπειρη δόξα Του. Είχε όλη τη δύναμη να καταπλήξει και να θαμπώσει τον κόσμο. Τότε όμως η πίστη σ’ Αυτόν δε θα ήταν καρπός ελεύθερης επιλογής, αλλά επιβολής. Τότε η προσέγγιση του Χριστού από μας δε θα γινόταν από αγάπη αλλά από φόβο και ανάγκη.

Ο Χριστός δεν ήθελε να καταπλήξει και να θαμπώσει. Ήθελε να ελκύσει ελεύθερα και να σώσει τον άνθρωπο. Ήθελε την ελεύθερη αγάπη του παιδιού Του και όχι την αναγκαστική υποταγή ενός δούλου. Γι’ αυτό προτίμησε το δρόμο της θυσιαστικής αγάπης και όχι την εκθαμβωτική επίδειξη της δύναμης. Σκέπασε τη μεγαλοσύνη Του με την ταπεινοφροσύνη, που έγινε στολή της θεότητας. Και μας έδειξε την αληθινή δύναμη που μπορεί να μεταμορφώσει τον άνθρωπο και τον κόσμο ολόκληρο.
Οι πιο πολλοί όμως δεν Τον κατάλαβαν, δεν μπόρεσαν να αποδεκτούν την ταπείνωσή Του, την ανεξικακία Του, αυτό που πρόσφερε σε όλους αδιακρίτως.
Πολλοί είναι αυτοί που ακόμα Τον αμφισβητούν, Τον κατηγορούν, Τον βλασφημούν μη μπορώντας να εννοήσουν την μεγαλωσύνη Του.
Ο Χριστός στέκεται εκεί μπροστά τους, γεμάτος ανεξικακία, γεμάτος αγάπη γι' αυτούς...αλλά αυτοί δυστυχώς δεν μπορούν να Τον δουν, δεν μπορούν να Τον βρουν, δεν μπορούν να γευτούν την ειρήνη που προσφέρει...μερικοί από αυτούς έχουν καλή προαίρεση αλλά φτάνει;
Μερικοί από εμάς ακόμη Τον ψάχνουμε.....ας ελπίσουμε ότι θα Τον βρούμε πριν το τέλος.

Ψυχή - προσευχή....πατήρ Πορφύριος.


Όταν η ψυχή είναι ταραγμένη, θολώνει το λογικό και δε βλέπει καθαρά. Μόνο, όταν η ψυχή είναι ήρεμη, φωτίζει το λογικό, για να βλέπει καθαρά την αιτία κάθε πράγματος.

Η ψυχή είναι πολύ βαθιά και μόνο ο Θεός τη γνωρίζει. Γιατί να κυνηγάμε τα σκοτάδια;

Να, θα ανάψουμε το φως και τα σκοτάδια θα φύγουν μόνα τους. Θα αφήσουμε να κατοικήσει σ' όλη την ψυχή μας ο Χριστός και τα δαιμόνια θα φύγουν μόνα τους.

Όταν έρθει μέσα μας ο Χριστός, τότε ζούμε μόνο το καλό, την αγάπη για όλο τον κόσμο. Το κακό, η αμαρτία, το μίσος εξαφανίζονται μόνα τους, δεν μπορούν, δεν έχουν θέση, να μείνουν.
Να μην ενδιαφέρεσαι αν σε αγαπούν, αλλά αν εσύ αγαπάς το Χριστό και τους ανθρώπους. Μόνο έτσι γεμίζει η ψυχή.

Στην ψυχή, που όλος ο χώρος της είναι κατειλημμένος από το Χριστό, δεν μπορεί να μπει και να κατοικήσει ο διάβολος, όσο κι αν προσπαθήσει, διότι δεν χωράει, δεν υπάρχει κενή θέση γι' αυτόν.

Ο σκοπός μας δεν είναι να καταδικάζουμε το κακό, αλλά να το διορθώνουμε. Με την καταδίκη ο άνθρωπος μπορεί να χαθεί, με την κατανόηση και βοήθεια θα σωθεί.

Το κακό αρχίζει από τις κακές σκέψεις. ΄Oταν πικραίνεσαι και αγανακτείς, έστω μόνο με τη σκέψη, χαλάς την πνευματική ατμόσφαιρα.

Εμποδίζεις το Άγιο Πνεύμα να ενεργήσει και επιτρέπεις στο διάβολο να μεγαλώσει το κακό.
Εσύ πάντοτε να προσεύχεσαι, να αγαπάς και να συγχωρείς, διώχνοντας από μέσα σου κάθε κακό λογισμό.


πατήρ Πορφύριος

Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας

Μία ἔκτρωση ποὺ δὲν ἔγινε
Τὰ πρῶτα παιδιὰ ποὺ ἀπέκτησε ἡ Εὐτυχία Ἀλεξάνδρου ἦταν ἀγόρια, ἀλλὰ δὲν ἐπέζησαν. Κατόπιν ἔφερνε στὴ ζωὴ μόνο κορίτσια.
Τὸ 1939 μετοίκησε οἰκογενειακῶς στὸ Χαρτοὺμ τοῦ Σουδάν. Ἐκεῖ ἔμεινε πάλι ἔγκυος, ἀλλὰ στενοχωρημένη ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἐμπειρίες της ἀποφάσισε νὰ κάνει ἔκτρωση.
Τὸ ἴδιο βράδυ βλέπει στὸν ὕπνο της ἕνα συγκλονιστικὸ ὄνειρο: Ἦταν μεγάλη Παρασκευή, κι ἑτοιμαζόταν νὰ μπεῖ στὸν ὀρθόδοξο ναὸ τῆς Εὐαγγελίστριας τοῦ Χαρτούμ. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὁ ἱερέας, ντυμένος τ᾿ ἄμφια του καὶ κρατώντας τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, τῆς εἶπε:
- Εἶσαι ἁμαρτωλή!
Ἀμέσως ἡ Εὐτυχία γονάτισε συγκινημένη καὶ ζήτησε συγνώμη. Τότε ὁ ἱερέας τὴν ὁδήγησε στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἦταν ὁ ἐπιτάφιος, καὶ τῆς εἶπε:
- Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος γιὰ νὰ σὲ συγχωρήσω. Ἀπὸ ῾δῶ νὰ ζητήσεις συγνώμη.
Γυρίζει ἡ γυναίκα καὶ βλέπει κοντὰ στὸν ἐπιτάφιο τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας νὰ θρηνεῖ. Ἀπὸ τὰ θεῖα μάτια της ἔτρεχαν ἀληθινὰ δάκρυα. Κάποια στιγμὴ γυρίζει πρὸς τὴν Εὐτυχία καὶ τῆς λέει:
- Κοίταξε! Εἶχα ἕνα καὶ τὸ ἔχασα. Πρόσεξε μὴ χάσεις κι ἐσὺ αὐτὸ ποὺ κρατᾶς μέσα σου.
Ὕστερα ὁ ἱερέας ἔβγαλε ἀπὸ πάνω τοῦ ἕνα μεγάλο σταυρό, τὸν πέρασε στὸν λαιμό της καὶ τῆς εἶπε:
- Πρόσεξε μὴ χάσεις τὸν σταυρὸ ποὺ φορᾶς. Ὅταν ξύπνησε, ἔφερε μὲ κάθε λεπτομέρεια στὴ μνήμη της τὸ ὄνειρο. Πείστηκε μ᾿ αὐτὸ πὼς ἔπρεπε μὲ κάθε θυσία νὰ κρατήσει τὸ παιδί της.
Σὲ πέντε μῆνες γέννησε ἕνα ἀγοράκι. Μὲ κατάπληξη εἶδε ἀποτυπωμένο στὸ στέρνο τοῦ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου σταυροῦ. Ἔταξε τότε στὴν Παναγία νὰ φέρει τὸ μικρὸ καὶ νὰ τὸ βαφτίσει στὴν Τῆνο. Δυστυχῶς μεσολάβησε ὁ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος καὶ ἀναγκάστηκε νὰ τὸ βαφτίσει στὸ Χαρτούμ. Δὲν παρέλειψε ὅμως νὰ τὸ ὀνομάσει Εὐάγγελο.
Μεγαλώνοντας τὸ παιδὶ ἔμαθε ἀπὸ τὴ μητέρα τοῦ τὴν ἱστορία τῆς γεννήσεώς του καὶ ρίζωσε μέσα τοῦ ἡ ἐπιθυμία νὰ προσκυνήσει τὴ Μεγαλόχαρη. Κάποια χρονιά, στὸ πανηγύρι τῆς Παναγίας, ἦρθε καὶ ὁ μικρὸς Εὐάγγελος στὴν Τῆνο, προσκυνητὴς μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του. Ἤθελε μάλιστα νὰ παραμείνει ὅλη τὴ νύχτα στὸν ναό, γιατὶ ἐπιθυμοῦσε καὶ πίστευε πὼς θὰ ἔβλεπε τὴν Παναγία.
Ὁ μεγάλος ἑσπερινὸς εἶχε προχωρήσει καὶ ὁ δεσπότης κήρυττε κάτω ἀπὸ τὸν κεντρικὸ πολυέλαιο. Ξαφνικὰ βλέπει ὁ Εὐάγγελος ἀπὸ τὸν γυναικωνίτη, ὅπου βρισκόταν, ἕνα δυνατὸ φῶς ποὺ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιο κι ἔπαιρνε κάποτε μία κόκκινη ἀπόχρωση. Συγχρόνως βλέπει νὰ πλησιάζει μία ὡραῖα νέα γυναίκα. Εἶχε παράστημα ἡγεμονικό, φοροῦσε φωτοστέφανο, καὶ μὲ ὑψωμένο τὸ δεξί της χέρι εὐλογοῦσε τὰ πλήθη.

ΟΤΑΝ ΕΧΕΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ...ΕΠΙΚΑΛΕΣΟΥ ΜΕ



- Ο Κύριος θα σε ελευθερώσει:



"Επικαλέσου με στην ημέρα των θλίψεών σου, εγώ θα σε ελευθερώσω και συ θα με δοξάσεις



- Καταλαβαίνει τη θέση μας:



"Διότι δεν έχουμε αρχιερέα που δεν μπορεί να καταλάβει τις αδυναμίες μας, αλλά έχει δοκιμασθεί σε όλα, επειδή έγινε άνθρωπος σαν και εμάς, χωρίς όμως να αμαρτήσει"



- Έρχεται αιώνια δόξα:



"Διότι η προσωρινή μικρή θλίψη μας μας προετοιμάζει για ολοένα και μεγαλύτερο πλούτο δόξας"



-Εξασκούν την υπομονή μας: "...καυχιόμαστε ακόμα και στις θλίψεις μας, γιατί ξέρουμε καλά ότι οι θλίψεις εξασκούν την υπομονή''



-Ο Κύριος θα σε βοηθήσει: "Ο Θεός είναι καταφύγιο μας και δύναμη, είναι έτοιμη βοήθεια στις θλίψεις μας"

ΓΕΡΩΝ ΠΑΐΣΙΟΣ: "ΟΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΒΟΗΘΟΥΝ ΝΑ ΣΥΝΕΛΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ"

1Γέροντα, μαθαίνω για την ταλαιπωρία των δικών μου. Θα τελειώσουν ποτέ τα βάσανά τους;

Κάνε υπομονή, αδελφή μου, και μη χάνεις την ελπίδα σου στον Θεό. Όπως κατάλαβα από όλες τις δοκιμασίες που περνούν οι δικοί σου, ο Θεός σας αγαπάει και επιτρέπει όλες αυτές τις δοκιμασίες για ένα λαμπικάρισμα πνευματικό ολόκληρης της οικογένειας. Εάν εξετάσουμε κοσμικά τις δοκιμασίες της οικογένειάς σου, φαίνεστε δυστυχισμένοι. Εάν όμως τις εξετάσουμε πνευματικά, είστε ευτυχισμένοι, και στην άλλη ζωή θα σας ζηλεύουν όσοι θεωρούνται σε τούτη την ζωή ευτυχισμένοι.

Με αυτόν τον τρόπο ασκούνται και οι γονείς σου, μια που τον αρχοντικό τρόπο, τον πνευματικό, δεν τον γνωρίζουν ή δεν τον καταλαβαίνουν. Πάντως, κρύβεται ένα μυστήριο στις δοκιμασίες του σπιτιού σου, αλλά και σε ωρισμένα άλλα σπίτια, ενώ γίνεται τόση προσευχή! «Τις οίδε τα κρίματα του Θεού;»[2]. Ο Θεός να βάλη το χέρι Του και να δώση τέρμα στις δοκιμασίες.

- Γέροντα, δεν γίνεται οι άνθρωποι να συνέλθουν με άλλον τρόπο και όχι με κάποια δοκιμασία;
- Πριν επιτρέψη ο Θεός να έρθη μια δοκιμασία, εργάστηκε με καλό τρόπο, αλλά δεν τον καταλάβαιναν, γι’ αυτό μετά επέτρεψε την δοκιμασία.
Βλέπετε, και όταν ένα παιδί είναι ανάποδο, στην αρχή ο πατέρας του το παίρνει με το καλό, του κάνει τα χατίρια, αλλά, όταν εκείνο δεν αλλάζη, τότε του φέρεται αυστηρά, για να διορθωθή. Έτσι και ο Θεός μερικές φορές, όταν κάποιος δεν καταλαβαίνη με το καλό, του δίνει μια δοκιμασία, για να συνέλθη.

Αν δεν υπήρχε λίγος πόνος, αρρώστιες κ.λπ., θα γίνονταν θηρία οι άνθρωποι· δεν θα πλησίαζαν καθόλου στον Θεό.

Η ζωή αυτή είναι ψεύτικη και σύντομη· λίγα είναι τα χρόνια της. Και ευτυχώς που είναι λίγα, γιατί γρήγορα θα περάσουν οι πίκρες, οι οποίες θα θεραπεύσουν τις ψυχές μας σαν τα πικροφάρμακα. Βλέπεις, οι γιατροί, ενώ οι καημένοι οι άρρωστοι πονούν, τους δίνουν πικρό φάρμακο, γιατί με το πικρό θα γίνουν καλά, όχι με το γλυκό. Θέλω να πω ότι και η υγεία από το πικρό βγαίνει, και η σωτηρία της ψυχής από το πικρό βγαίνει.

Με τον πόνο μας επισκέπτεται ο Χριστός

Άνθρωπος που δεν περνάει δοκιμασίες, που δεν θέλει να πονάη, να ταλαιπωρήται, που δεν θέλει να τον στεναχωρούν ή να του κάνουν μια παρατήρηση, αλλά θέλει να καλοπερνάη, είναι εκτός πραγματικότητος. «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν»[3], λέει ο Ψαλμωδός.

Βλέπεις, και η Παναγία μας πόνεσε και οι Άγιοί μας πόνεσαν, γι’ αυτό και εμείς πρέπει να πονέσουμε, μια που τον ίδιο δρόμο ακολουθούμε. Με την διαφορά ότι εμείς, όταν έχουμε λίγη ταλαιπωρία σ’ αυτήν την ζωή, ξοφλούμε λογαριασμούς και σωζόμαστε. Αλλά και ο Χριστός με πόνο ήρθε στην γη. Κατέβηκε από τον Ουρανό, σαρκώθηκε, ταλαιπωρήθηκε, σταυρώθηκε. Και τώρα ο Χριστιανός την επίσκεψη του Χριστού έτσι την καταλαβαίνει, με τον πόνο.

Όταν επισκέπτεται ο πόνος τον άνθρωπο, τότε του κάνει επίσκεψη ο Χριστός. Ενώ, όταν δεν περνάη ο άνθρωπος καμμιά δοκιμασία, είναι σαν μία εγκατάλειψη του Θεού. Ούτε ξοφλάει, ούτε αποταμιεύει. Μιλάω βέβαια για έναν ο οποίος δεν θέλει την κακοπάθεια για την αγάπη του Χριστού. Σου λέει: «Έχω την υγεία μου, έχω την όρεξή μου, τρώω, περνάω μια χαρά, ήσυχα...», και δεν λέει ένα «δόξα Σοι ο Θεός». Τουλάχιστον, αν αναγνωρίζη όλες αυτές τις ευλογίες του Θεού, κάπως τακτοποιείται η υπόθεση. «Δεν μου άξιζαν αυτά, να πη, αλλά, επειδή είμαι αδύνατος, γι’ αυτό ο Θεός με οικονομάει». Στον βίο του Αγίου Αμβροσίου[4] αναφέρεται ότι κάποτε ο Άγιος φιλοξενήθηκε με την συνοδεία του στο σπίτι κάποιου πλουσίου. Βλέποντας ο Άγιος τα αμύθητα πλούτη του τον ρώτησε να είχε καμμιά φορά δοκιμάσει κάποια θλίψη. «Όχι, ποτέ, του απάντησε εκείνος. Τα πλούτη μου συνέχεια αυξάνονται, τα κτήματά μου ευφορούν, ούτε πόνο έχω, ούτε αρρώστια είδα ποτέ». Τότε ο Άγιος δάκρυσε και είπε στην συνοδεία του: «Ετοιμάστε τα αμάξια να φύγουμε γρήγορα από ‘δώ, γιατί αυτόν δεν τον επισκέφθηκε ο Θεός!». Και μόλις βγήκαν στον δρόμο, το σπίτι του πλουσίου βούλιαξε! Η καλοπέραση που είχε ήταν εγκατάλειψη Θεού[5].

ΠΗΓΗ:ΒΙΒΛΙΟ ΄΄Οι δοκιμασίες στην ζωή μας΄

Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ...


15Ένας μύθος λέει ότι στοιχημάτισαν ο ήλιος με τον άνεμο για το ποιος είναι δυνατότερος.
- Εγώ μπορώ με τη  δύναμη μου να αρπάξω ακόμα και την κάπα του βοσκού, είπε ο άνεμος.

- Δοκίμασε το, είπε ο ήλιος!

Φύσηξε, ξεφύσηξε , αλλά τίποτε. Τόσο πιο σφιχτά τυλιγόταν στην κάπα του ο βοσκός. Ύστερα ήρθε η σειρά του ήλιου.Πρόβαλλε ολόλαμπρος, σκόρπισε γύρω θαλπωρή, ζέστανε το περιβάλλον οπότε και ο βοσκός πέταξε την κάπα του και ξάπλωσε πανευτυχής στο γρασίδι.

Ο μόνος τρόπος να νικήσεις στη ζωή, είναι το να προσφέρεις στον άλλο, όχι το να τον ξεγυμνώνεις.

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ: ΦΥΛΑΚΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ...


1Περί του αβεβαίου της ώρας του θανάτου

Α'   Εκδόθηκε απόφαση. Πρέπει να πεθάνω. Αλλά δεν ξέρω το χρόνο. Θα πεθάνω αυτήν την ημέρα, αυτήν την ώρα.

Β'   Αλλά
 δεν ξέρω τον τόπο. Θα πεθάνω η εκεί που κοιμάμαι, η εκεί που περπατώ, η εκεί που στέκομαι και σε κάθε άλλον τόπο που περνώ τον χρόνο μου.

Γ'    Αλλά δεν ξέρω τον τρόπο. Θα πεθάνω αδιόρθωτος σε τούτη η σε κείνη την αμαρτία, και αμαρτάνω με τόση χαρά και αφοβία; Και μεταστρέφομαι με τόση ευκολία και δεν αποφεύγω καμία αιτία αμαρτίας; Ποια είναι η πίστη μου;

Πάρε απόφαση για να μην χάσεις το χρόνο. Γιατί ο χρόνος είναι ένα μέγα μέσον για να ζήσεις ενάρετα έχοντας καθορίσει τις πράξεις της ημέρας. Εκείνη η ώρα την οποία χάνεις μπορεί να είναι η ύστερη ώρα της ζωής και εκείνη η ώρα την οποία διαχειρίζεσαι καλά μπορεί να σου εξασφαλίσει την αιώνια σωτηρία της ψυχής σου.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΐΣΙΟΣ: ΕΙΔΕΣ ΠΟΤΕ ΣΑΒΑΝΟ ΜΕ ΤΣΕΠΕΣ; ΟΛΑ ΕΔΩ ΜΕΝΟΥΝ!


15Κάποτε ήλθε εδώ ένας πολύ γνωστός γιατρός για να μιλήσουμε. Ήταν και η γυναίκα του γιατρός, θρησκευόμενοι άνθρωποι και οι δύο. Παραπονιόταν ότι τα παιδιά του ζούσαν κοσμική ζωή και όχι μόνο δ
εν τηρούσαν τις εκκλησιαστικές παραδόσεις της οικογένειας τους, αλλά και τις ειρωνεύονταν.

Χαρακτήριζαν τους χριστιανούς καθυστερημένους, βολεμένους, ανειλικρινείς, υποκριτές και θεομπαίχτες, επειδή η ζωή τους -έλεγαν- δεν συμβαδίζει με τα λόγια τους και τα έργα τους δεν είναι χριστιανικά.

Ακόμη και στο ευχέλαιο, που οι γονείς κάνουν μία φορά το χρόνο στο σπίτι τους και τα παιδιά, όσο ήταν μικρά συμμετείχαν, τώρα αντιδρούν και δεν παρευρίσκονται.

Ο γιατρός έδειχνε πολύ κουρασμένος και απελπισμένος για την πνευματική αδράνεια των παιδιών του. Και νόμιζε ότι όλες οι προσπάθειες, οι δικές του και της γυναίκας του πήγαν χαμένες, δεν έπιασαν τόπο, δεν άγγιξαν τα παιδιά.

Σε κάποια στιγμή ο γιατρός, βάζοντας το κεφάλι μέσα στις δυό του παλάμες, σαν να ήθελε να καλύψει το πρόσωπό του από ντροπή, μου είπε: Φοβάμαι πως το πολύ χρήμα μας έχει κάνει ζημιά.

Τον ρώτησα να μου πει, τί εννοούσε και εκείνος με απόλυτη ειλικρίνεια παραδέχτηκε ότι είχαν ξεφύγει από το μέτρο κι είχαν αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία απολύτως μη αναγκαία. Έχουμε τρία μεγάλα σπίτια, μου είπε. Ένα για μας και από ένα για το κάθε παιδί. Επίσης, δυό εξοχικά, τέσσερα ακριβά αυτοκίνητα, ένα σκάφος, καταθέσεις, πολλά υλικά.

Και συνέχισε: τα παιδιά κακόμαθαν και τώρα μας κατηγορούν ότι προκαλούμε.

Επίσης, μας λένε ότι έχουμε παντρέψει πολύ όμορφα τον πλούτο και τον Χριστιανισμό. Και με παρακάλεσε να του πω τί πρέπει να κάνει για να βρουν πάλι την ειρήνη και την ενότητα στην οικογένεια τους.

Του είπα να τα δώσουν όλα στους φτωχούς και να κρατήσουν μόνο ένα σπίτι, ένα εξοχικό και τους μισθούς τους. Τρόμαξε, άλλαξε χρώμα, φοβήθηκε, απογοητεύθηκε από την απάντηση που του έδωσα.

Έφυγε και δεν ξαναήλθε. Είχε δεθεί με τα εδώ, όχι τα Άνω. Γι’ αυτό και τα παιδιά του αναζήτησαν άλλο τρόπο ζωής, διαφορετικό από αυτόν που οι γονείς τους είχαν προτείνει.

Όταν ακούω ότι υπάρχει μεγάλη φτώχεια, ανέχεια, πονάω πολύ και δεν μπορώ να προσευχηθώ.

Δεν λέω, όταν έχεις δύο χιτώνες να δώσεις τον ένα. Αυτό είναι ασυνήθιστο και δύσκολο για τους πολλούς. Αλλά, αν θέλεις να λέγεσαι χριστιανός και κατέχεις όλα τα αγαθά του Θεού, γιατί ιδρώνεις και αγωνιάς για το παραπάνω και δεν κάνεις ελεημοσύνες και καλά έργα; Να ξέρεις, ότι θεμελιώνει στην άμμο, όποιος έχει πολλά χρήματα και τα διαχειρίζεται εγωιστικά, αδιαφορώντας για τη φτώχεια και τη δυστυχία των συνανθρώπων του.

Είδες ποτέ σάβανο με τσέπες; Όλα εδώ μένουν. Μόνο οι αγαθοεργίες πηγαίνουν στον ουρανό. Ξέρεις γιατί γίνονται οι πόλεμοι; Για το χρήμα.. Γιατί οι πλούσιοι δεν μπορούν να βάλουν χαλινάρι στη λαιμαργία τους και οι φτωχοί δεν εύχονται να αποκτήσουν τα αναγκαία, αλλά ζηλεύουν τα πλούτη και τη δόξα των πλουσίων.

Οι τσέπες σας πρέπει να είναι ανοιχτές, ώστε να φεύγουν τα χρήματα για φιλανθρωπίες. Είναι σκάνδαλο να υπάρχουν τσέπες γεμάτες λεφτά και να είναι ραμμένες.

Τάσου Μιχαλά, «Τέσσερις ώρες με τον π. Παΐσιο» 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ: Ο ΑΠΑΤΗΜΕΝΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ



Ο γέροντας μου διηγήθηκε την έξης ιστορία: «Μία φορά είχε έρθει εδώ ένας Ελληνοαμερικάνος γιατρός. Ορθόδοξος ήταν, αλλά δεν είχε πολλά με τη θρησκεία… Ούτε τη νηστεία της Παρασκευής δεν κρατούσε… ούτε πολύ πήγαινε στην Εκκλησία. “Έζησε μία εμπειρία και ήθελε να τη συζητήσει. “Ένα βράδυ, ενώ προσευχόταν στο διαμέρισμά του «άνοιξε ο ουρανός». “Ένα φως τον έλουσε, και χάθηκε το ταβάνι και οι σαράντα όροφοι από πάνω του. Βρισκόταν λουσμένος μέσα στο φως για πολλή ώρα, δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσο!
Θαύμασα! Γιατί ένοιωσα και κατάλαβα ότι ήταν «εκ Θεού». Ήταν πραγματικό… Είδε το «άκτιστο φως»[*]. Τι έκανε στη ζωή του; Πώς ζούσε και αξιώθηκε τέτοια θεία πράγματα;
Ήταν παντρεμένος, είχε γυναίκα και παιδιά. Του λέει ή γυναίκα του:
«Βαρέθηκα να ασχολούμαι με το σπίτι, θέλω να πηγαίνω καμιά βόλτα». Ε! δεν δούλευε κιόλας, άρχισε να γυρίζει με τις φίλες της και να τον τραβάει κάθε βράδυ έξω. Μετά από λίγο διάστημα, του λέει: «θέλω να βγαίνω μόνη μου με τις φίλες μου». Το δέχτηκε και αυτό για χάρη των παιδιών του. Μετά, «θέλω να πάω μόνη μου διακοπές…» Τι να κάνει; της έδινε και λεφτά και το αυτοκίνητο.
Μετά ζήτησε να της νοικιάσει ένα διαμέρισμα να ζει μόνη της, κουβαλούσε και τους φίλους της εκεί. Της μιλούσε, τη συμβούλευε, «βρε τι θα νοιώθουν τα παιδιά μας;» Τίποτα αυτή. Στο τέλος του πήρε πολλά λεφτά και έφυγε. Στεναχωριόταν!
Μετά από λίγα χρόνια έμαθε ότι είχε καταντήσει πόρνη στα μαγαζιά του Πειραιά!
Στενοχωρήθηκε! Έκλαιγε! Σκεφτόταν να πάει να τη βρει. Τι να της πει όμως;…
Γονάτισε να προσευχηθεί: «Θεέ μου… φώτισε με, τι να πω… τι να κάνω… για να σωθεί αυτή ή ψυχή…». Βλέπεις την πονούσε. Ήθελε «να σωθεί αυτή ή ψυχή». Ούτε αντρικός εγωισμός, ούτε μνησικακία, ούτε περιφρόνηση… πονούσε για την κατάντια της. Ποθούσε τη σωτηρία της. Τότε άνοιξε ο Θεός τον ουρανό… τον έλουσε με το φως Του.
Βλέπεις;… Βλέπεις;… Αυτός στην Αμερική… σε τι περιβάλλον ζούσε;… Ενώ πόσοι ζούμε μέσα στο Άγιον Όρος, μέσα στους Αγίους, μέσα στη χάρη της Παναγίας και προκοπή δεν κάνουμε!
Δόξα τω Θεώ! Δόξα τω Θεώ!»
[*] «ακτιστο φώς»: Λέγεται άκτιστο, δηλαδή αδημιούργητο, χωρίς αρχή, δηλαδή θεϊκή ενέργεια, Θεός. Υψηλότατοι πνευματικοί ασκητές το ζουν. Ποθητός στόχος της ασκητικής ζωής. Θεωρείται εμπειρία θέωσης. Μετέχει η ανθρώπινη στη Θεία ενέργεια, «…θείας φύσεως κοινωνοί…».
Απόσπασμα από το βιβλίο: “Ο πατήρ Παϊσιος μου είπε”, του Αθ. Ρακοβαλή, Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”, σελ. 27-29

ΕΙΠΕ ΕΝΑ ΓΕΡΟΝΤΑΣ!


1“Τίποτε δεν παροργίζει τόσο τον Θεό και τίποτε δεν απογυμνώνει τόσο τον άνθρωπο από τη χάρη, ώστε να φτ
άσει και σε εγκατάλειψη από μέρους του Θεού, όσο το να κατηγορεί τον πλησίον του ή να τον κατακρίνει ή να τον εξουθενώνει".

Και είναι τόσο βαρύτερη η κατάκριση από κάθε άλλη αμαρτία, ώστε ο ίδιος ο Χριστός λέει:

“Υποκριτή, βγάλε πρώτα το δοκάρι που έχεις στο μάτι σου και τότε θα δεις καθαρά για να βγάλεις το σκουπιδάκι πού βρίσκεται στο μάτι του αδελφού σου”.

Παρομοίασε δηλαδή το αμάρτημα του πλησίον με το σκουπιδάκι, ενώ την κατάκριση με το δοκάρι.
Είναι τόσο κακό το να κατακρίνει κανείς, σχεδόν ξεπερνά κάθε αμαρτία.

Επομένως τίποτε δεν είναι βαρύτερο, αδελφοί μου, ούτε χειρότερο από το να καταδικάσουμε ή να εξουθενώσουμε τον πλησίον.
Γιατί να μην προτιμούμε να κατακρίνουμε τον εαυτό μας;

Και εννοώ τα κακά τα δικά μας πού καλά τα γνωρίζουμε και για τα οποία πρόκειται να δώσουμε λόγο στον Θεό.
Γιατί αρπάζουμε το δικαίωμα της κρίσης του Θεού;
Τι θέλουμε από το πλάσμα του, τι θέλουμε από τον πλησίον;
Τι ζητάμε από τα βάρη του άλλου;

Έχουμε, αδελφοί, τι να φροντίσουμε. Ο καθείς ας προσέχει τον εαυτό του και τις δικές του κακίες.
Η εξουσία να δικαιώνει και να καταδικάζει, ανήκει μόνο στον Θεό, που γνωρίζει και την κατάσταση του καθενός και τη δύναμη, τον τρόπο της ζωής και τα χαρίσματά του, την ιδιοσυγκρασία και τις ικανότητές του, ανήκει στον Θεό που κρίνει ανάλογα με το καθένα απ΄ αυτά, όπως ο ίδιος μόνος τα γνωρίζει.

«Πνεύμα αργίας μη μοι δως»



Με το πρώτο αυτό αίτημα παρακαλούμε τον Κύριο να μην επιτρέψει και μας καταλάβει διάθεση φυγοπονίας. Να μη μένουμε άπραγοι, ανενεργοί, χωρίς εργασία, οκνηροί.
Αλλά θα ρωτήσετε· είναι τόσο κακό να μένει ο άνθρωπος χωρίς να ασχολείται με κάτι; Τι κακό κάνει, όταν δεν κάνει κάτι; Αλλά ακριβώς αυτό είναι το κακό. Το ότι δεν κάνει ο,τι οφείλει να κάνει. Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο με προσόντα σπουδαία. Τον δημιούργησε «κατ’ εικόνα» του και τον τοποθέτησε στον Παράδεισο «εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσειν»(Γεν. β΄15). Και από τότε η εργασία είναι συνυφασμένη με την ζωή του ανθρώπου και αποτελεί υποχρέωση του ανθρώπου. Γι’ αυτό και είναι ο άνθρωπος, κάθε άνθρωπος, προικισμένος από τον Θεό με τάλαντα και δυνατότητες να παράγει έργο δημιουργικό. Έργο ωφελείας του εαυτού του και εξυπηρετήσεως του πλησίον. Σε περίπτωση κατά την οποίαν παραβαίνει το καθήκον – εντολή αυτή του Θεού, θα τιμωρηθεί ως δούλος, ο οποίος έκρυψε το τάλαντό του στην γη και δέχτηκε από τον Κύριό του το γνωστό κατηγορητήριο· «πονηρέ δούλε και οκνηρέ…» και στην συνέχεια την δίκαιη τιμωρία· «…τον αχρείον δούλον εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός τον οδόντων » (Ματθ. κε΄ 24-30).
Ο Ιερός Χρυσόστομος μας διαφωτίζει στο σημείο αυτό και λέει· «Όταν ο άνθρωπος μένει αργός, και το κακό να μη κάνει, μόνο με το ότι μένει αργός, αυτό είναι κακό. Διότι η αργία είναι ένα τμήμα της κακίας. Πολύ περισσότερο, είναι αυτό υπόθεση και ρίζα πονηριάς. Διότι η αργία γίνεται δάσκαλος κακίας. Διότι το να μη κάνεις το αγαθό, ισούται με το να κάνεις το κακό».
Τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν και σήμερα, οι οποίοι, όχι δεν μπορούν, αλλά δεν θέλουν να εργαστούν. Και γυρίζουν μέρα και νύχτα από σπίτι σε σπίτι, από καφετέρια σε καφετέρια και από κέντρο σε κέντρο. Και υπενθυμίζουν του αποστόλου Παύλου το λόγο – για τις αργές γυναίκες τον έγραψε: «…και αργαί μανθάνουσι περιερχόμεναι τας οικίας, ου μόνον δε αργαί, αλλά και φλύαροι και περίεργοι, λαλούσαι τα μη δέοντα»(Α΄ Τιμ. ε΄ 13).
Η αργία επιπροσθέτως γεμίζει την ψυχή και την ζωή του ανθρώπου με ελαττώματα και τον κάνει να μοιάζει με παραμελημένο χωράφι, χέρσο, στο οποίο φυτρώνουν αγκάθια και ζιζάνια. Αυτό σημειώνει και ο ιερός Χρυσόστομος: «Όλα καταστρέφονται με την αργία. Διότι και το νερό, όταν μένει στάσιμο, σαπίζει… Και ο σίδηρος, όταν μένει αχρησιμοποίητος, κατατρώγεται από την σκουριά. Και το χωράφι, όταν μένει ακαλλιέργητο, παράγει αγκάθια και τριβόλια» .
Ακόμη η αργία εκθέτει τον άνθρωπο σε ποικίλους πειρασμούς. Είναι και αυτό πείρα των αιώνων και διδασκαλία της Αγίας Γραφής. «Εν επιθυμίαις εστί πας αεργός», βεβαιώνει ο σοφός Παροιμιαστής (Παρ. ιγ΄ 4). Δηλαδή, ο οκνηρός και άεργος γεμίζει την ζωή του με κάθε είδους κακές, αμαρτωλές επιθυμίες. Η διάνοια του ανθρώπου, η οποία επιμελώς ρέπει επί τα πονηρά, τον παρασύρει σε ψεύδη και κλοπές, σε αδικίες και ασωτίες, σε αμαρτήματα θανάσιμα. Να γιατί ο μεν Μέγας Βασίλειος σημειώνει ότι είναι «η αργία κακουργίας αρχή», ο δε ιερός Παρομοιαστής πάλι: «Επιθυμίαι (κακαί) οκνηρόν αποκτείνουσιν» (Παρ. κα΄25)· δηλαδή τον σκοτώνουν σωματικώς και πνευματικώς.
Βεβαίως δεν μιλάμε για τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι, προχωρημένοι στην ηλικία ή ασθενείς, δεν είναι σε θέση να κινηθούν και να εργασθούν. Παρά ταύτα και αυτοί, όταν είναι άνθρωποι του Θεού, δεν θα μείνουν αργοί. Ο ευσεβής Χριστιανός και από το κρεβάτι ακόμη του νοσοκομείου θα βρει τρόπους και τα χαρίσματά του να αξιοποιήσει και ωφέλιμος να αποδειχτεί. Η όλη του αναστροφή, οι σκέψεις του, οι λόγοι του είναι εποικοδομητικοί και προτρεπτικοί για το καλό.
Ας σημειώσουμε όμως και κάτι ακόμη· ότι η αργία στερεί τον άνθρωπο από τη χαράς και την ικανοποίηση της δημιουργίας. Όσοι εργάζονται, είτε σε έργα χειρωνακτικά και τεχνικά, είτε διανοητικά και πνευματικά, επιστημονικά, έχουν το προνόμιο να απολαμβάνουν αγαθά αποτελέσματα των έργων τους: Ο κτίστης, ο γλύπτης, ο γιατρός, ο εκπαιδευτικός, ο συγγραφέας… Και αυτός ακόμη, ο οποίος ανοίγει το κατάστημά του και περιμένει τους πελάτες να τους εξυπηρετήσει, εκτός της υλικής αμοιβής, απολαμβάνει και τη χαρά να βλέπει τους ανθρώπους που εξυπηρέτησε, να είναι ικανοποιημένοι και ωφελημένοι. Έτσι εξηγείται πως και άνθρωποι συνταξιούχοι και περασμένης ηλικίας δεν αδρανούν, δεν αργούν και δεν παύουν να βρίσκουν τρόπους δραστηριότητας, όχι τόσο για υλική ικανοποίηση του εαυτού τους, όσο για να χαίρονται την προσφορά τους σε έργα εξυπηρέτησης, αγάπης, φιλανθρωπίας και ιεραποστολής. Να περνά η ημέρα δημιουργική, θεάρεστη. Το συνιστά άλλωστε και ο απόστολος Παύλος. «Το καλόν ποιούντες μη εκκακώμεν· καιρώ γαρ ιδίω θερίσομεν»(Γαλ. ς΄ 9).
Θα ήταν παράληψη, αν δεν σημειώναμε ακόμη ότι η «αργία» κατακρίνεται, όταν πολύ περισσότερο αναφέρετε σε θέματα της πνευματικής μας ζωής. Όταν δηλαδή ο άνθρωπος παραμελεί καθήκοντα του πνευματικά, την προσευχή, τον εκκλησιασμό, την μελέτη του θείου λόγου. Όταν παραμελεί τη μυστηριακή του ζωή, τον πνευματικό του αγώνα εναντίον των πειρασμών και της αμαρτίας. Τότε η ψυχή του γίνεται πράγματι χωράφι ακαλλιέργητο, γεμάτο κακίες και πάθη. Τουναντίον πρέπει να δραστηριοποιήται σ’ αυτά με ενδιαφέρον και ζήλο κατά το αποστολικό λόγιο· «δοκιμάζοντες (=εξετάζοντες) τι εστιν ευάρεστον τω Κυρίω»(Εφεσ. ε΄ 10).
Συμπερασματικώς ο ιερός Χρυσόστομος πάλη σημειώνει: «Καθάπερ η αργία το σώμα βλάπτει, ούτω και την ψυχήν η αργία των αγαθών υπτιωτέραν των αγαθών (= πιο αμελή για τα αγαθά) εργάζεται και ασθενή».
Από όσα σημειώθηκαν, φαίνεται καθαρά και το κακό της αργίας και η ευλογία της εργασίας. Γι’ αυτό και εκ βάθους ψυχής και με θερμότητα να ικετεύσουμε τον Κύριο: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας… μη μοι δως…».

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Άγιος Βασίλειος ο Μέγας:Τον χριστιανό τον δοκιμάζει και τον φανερώνει ο πειρασμός με την υπομονή που θα δείξει!


Πολλές φορές συμβαίνουν ατυχίες και θλίψεις στη ζωή του ανθρώπου, ώστε και μ' αυτές να απο­δειχθεί ποιοί, πλούσιοι ή φτωχοί, είναι στερεωμένοι στην πίστη και δυνατοί. Γιατί και οι δυο αυτές κατηγορίες των ανθρώπων δοκιμάζονται στην υπο­μονή. Στον καιρό μάλιστα των πειρασμών και των θλίψεων, μπορεί να γίνει φανερό κατά πόσο, ο πλούσιος συμπάσχει με τους άλλους. Κατά πόσο δηλαδή ελεεί και αγαπά τους αδελφούς.
Ο φτωχός επίσης κατά πόσο δέχεται τις θλίψεις, ευχαριστώντας τον Θεό και όχι βλασφη­μώντας και αλλάζοντας εύκολα, ανάλογα με τις περιστάσεις, τα φρονήματά του. Ο κυβερνήτης φαίνεται το χειμώνα στις δυσκολίες που συναντά μέσα στα κύματα. Ο αθλητής δείχνει την αντοχή και την τέχνη του στο στάδιο. Ο στρατηγός φαίνε­ται στον πόλεμο. Και ο μεγαλόψυχος φαίνεται στη συμφορά.

Τον χριστιανό όμως τον δοκιμάζει και τον φανερώνει ο πειρασμός. Και όπως οι κόποι των αγώνων χαρίζουν τα στεφάνια στους αθλητές, έτσι και τους χριστιανούς τους πλουτίζει και τους οδη­γεί στην τελείωση η δοκιμασία των πειρασμών. Αυτό βέβαια συμβαίνει όταν κανείς δέχεται με την πρέπουσα υπομονή και την ευχαριστία ό,τι ο Θεός οικονομεί για τη σωτηρία τους, πράγμα που τον οδηγεί στην τελείωση.
Είσαι φτωχός; Μη λυπάσαι αλλά να έχεις την ελπίδα σου στον Θεό. Μήπως δεν βλέπει Εκείνος τη δυσκολία σου; Στα χέρια Του κρατάει την τροφή που σου χρειάζεται. Μειώνει απλά τη μερίδα, για να δοκιμάσει τη σταθερότητά σου και για να επι­βεβαιώσει την πίστη σου. Μήπως δηλαδή αυτή αποδειχθεί όμοια με εκείνη που έχουν οι ακόλα­στοι και οι αγνώμονες. Γιατί και αυτοί, όσο τους τρέφουν, τόσο και κολακεύουν λέγοντας χίλια γλυκόλογα, εξυμνώντας τους τροφοδότες τους. Μόλις όμως χορτάσουν και απομακρυνθούν λίγο από το τραπέζι, αρχίζουν να πετροβολούν με τα κακόλογά τους εκείνους που πριν από λίγο -και για χάρη της ευχαρίστησης του φαγητού- τους προσκυνούσαν.
Και συ λοιπόν τώρα, αδελφέ μου, έχε υπομο­νή στις συμφορές που σε βρήκαν. Πρόσεξε μήπως από τη φουρτούνα χάσεις την ειρήνη σου. Φρόντισε να μην πετάξεις το σταυρό σου, ο οποίος θα σε οδηγήσει στην απόκτηση της αρετής. Σαν βαρύτιμο θησαυρό κράτησε μέσα σου την ευχαριστία. Και τότε θα δεχθείς και συ διπλάσιο καρπό γι' αυτή την ευχαριστία σου. Θα σου χαρισθεί η απόλαυση των αγαθών και η ανάπαυση. Καρτερικός δεν είναι εκείνος που στερείται τα απαραίτητα και κατ' ανάγκη υπομένει, αλλά εκείνος που, ενώ τα έχει όλα με αφθονία, τον βρίσκουν ξαφνικά πολλές συμφορές και τις σηκώνει αδιαμαρτύρητα.
Είσαι άρρωστος; Να είσαι χαρούμενος. Γιατί «εκείνον που αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί» (Εβρ. 12, 6). Είσαι φτωχός; Να ευφραίνεται η ψυχή σου, γιατί σε περιμένουν τα αγαθά του φτω­χού Λαζάρου. Σε συκοφαντούν και σε κακομε­ταχειρίζονται για το Όνομα του Χριστού; Είσαι μακάριος, γιατί η καταισχύνη σου θα μετατραπεί σε δόξα αγγελική. Είσαι δούλος; Ευχαρίστησε τον Θεό και έτσι θα έχεις μαζί σου πάντα Εκείνον που ταπεινώθηκε περισσότερο από όλους τους ανθρώπους. Ευχαρίστησέ Τον, γιατί είσαι σε κα­λύτερη κατάσταση από κάποιον άλλο, γιατί ούτε σε καταναγκαστικά έργα σε έστειλαν, ούτε σε μαστιγώνουν..

(Ας είναι μόνιμος σύντροφός σου, σαν άλλο φως και καθαρή διόπτρα, η εντολή του Θεού. Αυτή ας σου χαρίζει παντού και πάντα τη δωρεά της διάκρισης των περιστάσεων. Αυτή ας επο­πτεύει τον ορίζοντα της ψυχής σου για να σου φανερώνει την πραγματική και αληθινή κατάσταση των πραγμάτων και των περιστάσεων, που κάθε φορά θα αντιμετωπίζεις. Γιατί αυτή, ό,τι και να συμβεί, δεν θα σ’ αφήσει να χάσεις τη δύναμη και την ειρήνη της ψυχής σου.
Παράλληλα, να είσαι πάντοτε πνευματι­κά προετοιμασμένος, ώστε να αντιμετωπίζεις με ανδρεία και να υπομένεις με καρτερία, σαν σκόπελο που ξαφνικά ορθώνεται στο δρόμο σου, τις προ­σβολές των βίαιων κυμάτων και πνευμάτων, με τη Χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων.) Αμήν.

Συνταγή Σωτηρίας !


Η «συνταγή» σωτηρίας του Γέροντα προς όλους τους κοπιώντας και πεφορτισμένους, ήταν απλή και σαφής:
« -Αναζητήστε σανίδα σωτηρίας κοντά στο Θεό.
-Περιορίστε τις υλικές ανάγκες σας, γιατί δημιουργούν τεράστια βάρη και άγχη.
-Μη ζηλεύετε ανθρώπους που έχουν χρήματα, ανέσεις, δόξα και ισχύ, αλλά εκείνους που ζουν με αρετή, λογική και ευσέβεια.
-Μη ζητάτε από τον Θεό πράγματα που στηρίζουν μόνο το σώμα σας, αλλά, κυρίως, ό,τι είναι καλό και ωφέλιμο για τη ψυχή σας.
-Αλλάξτε ζωή, ανακαλύψτε το νόημα της ζωής, κερδίστε τον χρόνο που χάσατε στη μέχρι τώρα πορεία σας στη γη.
-Μη εμπιστεύεστε το φρόνημα κοσμικών ανθρώπων.
-Θεραπευτείτε από αρρώστιες που κυριαρχούν στη ζωή ανθρώπων που δεν έμαθαν να νηστεύουν, να εγκρατεύονται, να προσεύχονται, να ελπίζουν.
-Μην απελπίζεστε. Ο Θεός είναι πανταχού παρών και αγαπάει τον άνθρωπο.
-Κόψτε κάθε σχέση με το κακό, ζήστε ελεύθερα, σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου.
-Αποδείξτε την πίστη σας και με έργα αγάπης προς τον πλησίον.
-Αποφασίστε, τί θέλετε πιό πολύ: τη συμπάθεια του κόσμου ή την επιστροφή κοντά στο Θεό;
-Σχεδόν όλα τα προβλήματα ξεκινούν από το στόμα (από το πώς μιλάς) και, επίσης, από το πόσο εξαρτάσαι από τα πάθη σου.
-Να αγαπάς τη γυναίκα σου πιό πολύ απ’ τον εαυτό σου. Με έργα, όχι με λόγια. Και να μη της μιλάς ποτέ άσχημα, γιατί καμιά φορά η γλώσσα σκοτώνει και καταστρέφει την αγάπη. Επίσης, να προσέχετε, γιατί μερικοί γονείς χαϊδεύουν πολύ τα παιδιά τους και τους κάνουν όλα τα χατίρια. Και όταν χαϊδεύεις πολύ το παιδί, θα γίνει εγωιστής και θα πάρει στραβό δρόμο. Πολλοί γονείς φροντίζουν περισσότερο να δώσουν υλικά πράγματα στα παιδιά τους. Αυτό είναι λάθος. Το σώμα έχει πολλές υλικές επιθυμίες, αλλά σύντομη ζωή. Η ψυχή έχει συνέχεια, άλλη πορεία. Η ψυχή δεν καταλήγει στο χώμα, άλλα στο Θεό. Όλοι σήμερα ασχολούνται με το σώμα τους, όχι με τις ανάγκες της ψυχής τους.
-Ποιες είναι οι ανάγκες της ψυχής;
-Να, πώς να στο πω; Οι ανάγκες της ψυχής είναι διαφορετικές. Και οι χαρές της ψυχής είναι αλλιώτικες από τις χαρές του σώματος. Το σώμα εύκολα το βολεύεις, τη ψυχή όχι. Αν έχεις λεφτά και μπεις σε ένα μεγάλο μαγαζί, το σώμα βολεύτηκε. Αλλά τί μπορείς να βρεις σε ένα, πώς τα λένε αυτά τα μεγάλα μαγαζιά, ναι, σουπερ μάρκετ, για τη ψυχή σου; Η ψυχή χρειάζεται άλλα πράγματα. Η ψυχή έχει ανάγκη από ειρήνη, ησυχία, επικοινωνία με το Θεό. Για να συντηρηθεί το σώμα, χρειάζονται αργύρια και επιούσιος άρτος. Η ψυχή για να συντηρηθεί χρειάζεται θεία τάλαντα, τον επουράνιο Άρτο».
( από το βιβλίο «Τέσσερις ώρες μα τον π. Παΐσιο»)

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΑΡΧΙΖΕΙ ΑΠΟ ΔΩ


altΜε τη λατρεία του Θεού ζεις στον Παράδεισο. Άμα γνωρίσεις και αγαπήσεις τον Χριστό, ζεις στον Παράδεισο. Ο Χριστός είναι ο Παράδεισος. Ο Παράδεισος αρχίζει από δω. Η Εκκλησία είναι ο επί γης Παράδεισος ομοιότατος με τον εν ουρανοίς.
Ο Παράδεισος που είναι στον ουρανό ο ίδιος είναι κι εδώ στη γη. Εκεί όλες οι ψυχές είναι ένα, όπως η Αγία Τριάδα είναι τρία πρόσωπα, αλλά είναι ενωμένα κι αποτελούν ένα.
Κύριο μέλημά μας είναι να αφομοιωθούμε στον Χριστό, να ενωθούμε με την Εκκλησία. Αν μπούμε στην αγάπη του Θεού, μπαίνομε στην Εκκλησία. Αν δεν μπούμε στην Εκκλησία, αν δεν γίνομε ένα με την εδώ, την επίγεια Εκκλησία, υπάρχει φόβος να χάσομε και την επουράνια. Όποιος ζει τον Χριστό, γίνεται ένα μαζί Του, με την Εκκλησία Του. Ζει μια τρέλα! Η ζωή αυτή είναι διαφορετική απ’ τη ζωή των άλλων ανθρώπων. Είναι χαρά, είναι φως, είναι αγαλλίαση, είναι ανάταση. Αυτή είναι η ζωή της Εκκλησίας, η ζωή του Ευαγγελίου, η Βασιλεία του Θεού.«Η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστίν». Έρχεται μέσα μας ο Χριστός κι εμείς είμαστε μέσα Του. Και συμβαίνει όπως μ’ ένα κομμάτι σίδηρο που τοποθετημένος μες στη φωτιά γίνεται φωτιά και φως· έξω απ’ τη φωτιά, πάλι σίδηρος σκοτεινός, σκοτάδι.
Στην Εκκλησία γίνεται η θεία συνουσία, γινόμαστε ένθεοι. Όταν είμαστε με τον Χριστό, είμαστε μέσα στο φως· κι όταν ζούμε μέσα στο φως, εκεί δεν υπάρχει σκότος. Το φως όμως δεν είναι παντοτινό· εξαρτάται από μας. Συμβαίνει όπως με το σίδηρο, που έξω απ’ τη φωτιά γίνεται σκοτεινός. Σκότος και φως δεν συμβιβάζονται. Ποτέ δεν μπορεί να έχομε σκοτάδι και φως συγχρόνως. Ή φως ή σκότος. Όταν ανάψεις το φως, πάει το σκότος. }205}
Για να διατηρήσουμε την ενότητά μας, θα πρέπει να κάνομε υπακοή στην Εκκλησία, στους επισκόπους της. Υπακούοντας στην Εκκλησία, υπακούομε στον ίδιο τον Χριστό. Ο Χριστός θέλει να γίνομε μία ποίμνη μ’ έναν ποιμένα.

Να πονάμε την Εκκλησία. Να την αγαπάμε πολύ. Να μη δεχόμασθε να κατακρίνουν τους αντιπροσώπους της. … Και με τα μάτια μας να δούμε κάτι αρνητικό να γίνεται από κάποιον ιερωμένο, να μην το πιστεύομε, ούτε να το σκεπτόμαστε, ούτε να το μεταφέρομε. Το ίδιο ισχύει και τα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας και για κάθε άνθρωπο. Όλοι είμαστε Εκκλησία.

Να προσέχομε και το τυπικό μέρος. Να ζούμε τα μυστήρια, ιδιαίτερα το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας. Σ’ αυτά }206} βρίσκεται η Ορθοδοξία. Προσφέρεται ο Χριστός στην Εκκλησία με τα μυστήρια και κυρίως με την Θεία Κοινωνία. Να σας πω για μια επίσκεψη του Θεού σ’ εμένανε τον ταπεινό, για να δείτε την χάρι των μυστηρίων.
Έτσι όπως πον
ούσα, μου σταυρώσανε το σπυράκι με ευχέλαιο κι αμέσως έσβησε ο πόνος.
Την Πεντηκοστή εξεχύθη η χάρις του Θεού όχι μόνο στους αποστόλους αλλά και σ’ όλο τον κόσμο που βρισκόταν γύρω τους. Επηρέασε πιστούς και απίστους.
Ενώ ο Απόστολος Πέτρος ομιλούσε τη δική του γλώσσα, η γλώσσα του μετεποιείτο εκείνη την ώρα στο νου των ακροατών. Με τρόπο μυστικό το Άγιον Πνεύμα τους έκανε να καταλαβαίνουν τα λόγια του στη γλώσσα τους, μυστικά, χωρίς να φαίνεται. Αυτά τα θαύματα γίνονται με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Παραδείγματος χάριν, η λέξη «σπίτι» σ’ αυτόν που ήξερε γαλλικά θ’ ακουγόταν «la maison». Ήταν ένα είδος διοράσεως· άκουγαν την ίδια τους τη γλώσσα. Ο ήχος χτυπούσε στο αυτί, αλλά εσωτερικά, με τη φώτιση του Θεού, τα λόγια ακούγονταν στη γλώσσα τους. Οι Πατέρες της Εκκλησίας αυτή την ερμηνεία της Πεντηκοστής δεν την αποκαλύπτουν πολύ φανερά, φοβούνται τη διαστρέβλωση. Το ίδιο συμβαίνει και με την Αποκάλυψη του Ιωάννου. Οι αμύητοι δεν μπορούν να καταλάβουν το νόημα του μυστηρίου του Θεού.

Παρακάτω λέει, «εγένετο δε πάση ψυχή φόβος …», δηλαδή κατέλαβε φόβος την κάθε ψυχή. Αυτός ο «φόβος» δεν ήταν φόβος. Ήταν κάτι άλλο, κάτι ξένο, κάτι ακατανόητο, κάτι, κάτι που δεν μπορούμε να το πούμε. Ήταν το δέος, ήταν το γέμισμα, ήταν η χάρις. Ήταν το γέμισμα υπό της θείας χάριτος. Στην Πεντηκοστή οι άνθρωποι βρέθηκαν ξαφνικά σε μία τέτοια κατάσταση θεώσεως, που τα χάσανε. Έτσι, όταν η θεία χάρις τους επεσκίαζε, τους ετρέλαινε όλους –με την καλή έννοια – τους ενθουσίαζε.

Η «κλάσις του άρτου» ήταν η Θεία Κοινωνία. Και συνεχώς αυξάνονταν οι σωζόμενοι, εφόσον έβλεπαν όλους τους χριστιανούς να είναι «εν αγαλλιάσει και αφελότητι καρδίας αινούντες τον Θεόν». … Αυτό είναι ενθουσιασμός κι αυτό πάλι τρέλα. Εγώ όταν το ζω αυτό, το αισθάνομαι και κλαίω. Πηγαίνω στο γεγονός, ζω το γεγονός, το αισθάνομαι κι ενθουσιάζομαι και κλαίω. Αυτό είναι θεία χάρις. Αυτό είναι και η αγάπη προς τον Χριστό.

Αυτό που ζούσαν οι απόστολοι μεταξύ τους κι αισθανόντουσαν όλη αυτή τη χαρά, στη συνέχεια έγινε με όλους κάτω από το υπερώον. Δηλαδή αγαπιόντουσαν, χαιρόταν ο ένας τον άλλον, ο ένας με τον άλλον είχαν ενωθεί. Ακτινοβολεί αυτό το βίωμα και το ζούνε κι άλλοι.
Ο απώτερος σκοπός της θρησκείας μας είναι το «ίνα ώσιν έν». Εκεί ολοκληρώνεται το έργο του Χριστού.
Η θρησκεία μας είναι αγάπη, είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι τρέλα, είναι λαχτάρα του θείου. Είναι μέσα μας όλ’ αυτά. Είναι απαίτηση της ψυχής μας η απόκτησή τους.

Πηγή:ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ

Ένα παιδί…


Γίνε κι εσύ παιδί… και κέρδισε…
Ένα παιδί ποτέ του δεν μισεί, μονάχα ψευτοθυμώνει κι όταν πραγματικά πεισμώνει, πάλι γρήγορα το ξεχνά. Γιατί ένα παιδί ξέρει να συγχωρεί και να ζητάει συγγνώμη.
Ένα παιδί δεν ξέρει τι θα πει ντροπή, ούτε και περηφάνια κι έτσι μπορεί ελεύθερα να κλαίει κι ελεύθερα να γελάει. Γιατί ένα παιδί ξέρει να είναι αυθεντικό κι αυθόρμητο.

Ένα παιδί ποτέ του δεν φθονεί, μονάχα λαχταράει κι ίσως και λιγάκι να ζηλεύει, μα πάλι σπάνια παραπονιέται. Γιατί ένα παιδί ξέρει να κάνει υπομονή, φτάνει να του λες αλήθεια.
Ένα παιδί ποτέ του δεν θα πει λόγια πίσω απ’ την πλάτη σου, μα κι αν παρασυρθεί, πάλι να ξέρεις πως δεν θα το εννοεί. Γιατί, το είπαμε και πριν, ένα παιδί ποτέ του δεν μισεί.
Ένα παιδί μπορεί με μια κούκλα ή ένα τρενάκι να χαρεί κι έναν κόσμο ολόκληρο γύρω του να χτίσει και παντού να ταξιδέψει.Γιατί ένα παιδί έχει φαντασία αμόλυντη από τις βρωμιές του κόσμου μας.
Ένα παιδί ξέρει να χτίζει μια φιλία δυνατή, γεμάτη αγάπη και με κάθε τρόπο να τη στηρίζει και να την προστατεύει.Γιατί ένα παιδί ξέρει να μοιράζεται τον κόσμο με τους γύρω του.
Ένα παιδί μπορεί με τη χαρά σου να χαρεί, χωρίς να το κεράσεις κι αν σου πάρει κάποιο δώρο, μέσα απ’ την καρδιά του θα ‘ναι. Γιατί ένα παιδί ξέρει να είναι πλούσιο στην ψυχή και όχι στο ασήμι.
Ένα παιδί ποτέ του δεν αδιαφορεί στον πόνο και δίπλα σου θα σταθεί και πάντα θα σε ρωτήσει τι έχεις και είσαι λυπημένος και τα πάντα θα κάνει για σένα. Γιατί ένα παιδί έχει καρδιά ευαίσθητη στις δονήσεις που στέλνουνε τα μάτια.
Ένα παιδί ξέρει πραγματικά να ζει κι ό,τι νιώθει να το εκφράζει, τη λύπη, τον πόνο, τη συμπόνια, το γέλιο, τη χαρά, την ευγένεια, την αγάπη. Ένα παιδί… πόσο ευτυχισμένο είναι!!!
Όλοι εμείς παίρνουμε μαθήματα για δύναμη και θάρρος, ελπίδα, χαρά από τα παιδιά που μας κάνουν κάθε στιγμή καλύτερους ανθρώπους, σε μια κοινωνία που επικρατεί το ψέμα και η υποκρισία!
Τα παιδιά είναι η αλήθεια μας και το μέλλον αυτού του κόσμου!
.
Γίνε κι εσύ παιδί… και κέρδισε…

ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ, ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ



    Γιορτάζουμε σήμερα 1 Απριλίου, ημέρα μνήμης της Οσίας Μαρίας, της Αιγυπτίας.15
Τον βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο οποίος συνέγραψε διάφορα ασκητικά και υμνογραφικά κείμενα που διαποτίζονται από το πνεύμα της Ορθοδόξου θεολογίας και της ασκητικής παραδόσεως.

Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.).Από τα δώδεκα χρόνια της πέρασε στην Αίγυπτο μια ζωή ασωτίας, αφού από την μικρή αυτή ηλικία διέφθειρε την παρθενία της και είχε ασυγκράτητο και αχόρταγο το πάθος της σαρκικής μείξεως.

Ζώντας αυτήν την ζωή δεν εισέπραττε χρήματα, αλλά απλώς ικανοποιούσε το πάθος της. Η ίδια ξαγορεύθηκε στον Αββά Ζωσιμά ότι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τής ασωτίας υπέκκαυμα, ου δόσεως τινός, μά τήν αλήθειαν, ένεκεν», κάνοντας δηλαδή το έργο της δωρεάν, «εκτελούσα τό εν εμοί καταθύμιον». Και όπως του απεκάλυψε, είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλιέται στο βόρβορο που ήταν η ζωή της και σκεπτόταν έτσι ντροπιάζοντας την ανθρώπινη φύση.Λόγω της άσωτης ζωής και της σαρκικής επιθυμίας που είχε, κάποια φορά ακολούθησε τους προσκυνητές που πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Και αυτό το έκανε, όχι για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό, αλλά για να έχει πολλούς εραστές που θα ήταν έτοιμοι να ικανοποιήσουν το πάθος της.

Περιγράφει δε και η ίδια ρεαλιστικά και τον τρόπο που επιβιβάστηκε στο πλοιάριο. Και, όπως η ίδια αποκάλυψε, κατά την διάρκεια του ταξιδιού της δεν υπήρχε είδος ασέλγειας από όσα λέγονται και δεν λέγονται, του οποίου δεν έγινε διδάσκαλος σε εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Και η ίδια εξέφρασε την απορία της για το πώς η θάλασσα υπέφερε τις ασωτίες της και γιατί η γη δεν άνοιξε το στόμα της και δεν την κατέβασε στον άδη, επειδή είχε παγιδεύσει τόσες ψυχές.Κατά την διάρκεια του ταξιδιού αυτού δεν αρκέστηκε στο ότι διέφθειρε τους νέους, αλλά διέφθειρε και πολλούς άλλους από τους κατοίκους της πόλεως και τους ξένους επισκέπτες. Και στα Ιεροσόλυμα που πήγε κατά την εορτή του Τιμίου Σταυρού, περιφερόταν στους δρόμους «ψυχάς νέων αγρεύουσα».Αισθάνθηκε όμως, βαθιά μετάνοια από ένα θαυματουργικό γεγονός. Ενώ εισερχόταν στο ναό για να προσκυνήσει το Ξύλο του Τιμίου Σταυρού, κάποια δύναμη την εμπόδισε να προχωρήσει. Στην συνέχεια στάθηκε μπροστά σε μία εικόνα της Παναγίας, έδειξε μεγάλη μετάνοια και ζήτησε την καθοδήγηση και βοήθεια της Παναγίας.

Με την βοήθεια της Θεοτόκου εισήλθε ανεμπόδιστα αυτή την φορά στον ιερό ναό και προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό. Στην συνέχεια, αφού ευχαρίστησε την Παναγία, άκουσε φωνή που την προέτρεπε να πορευθεί στην έρημο, πέραν του Ιορδάνου.Αμέσως ζήτησε την συνδρομή και την προστασία της Θεοτόκου και ήρε τον δρόμο της προς την έρημο, αφού προηγουμένως πέρασε από την ιερά μονή του Βαπτιστού στον Ιορδάνη ποταμό και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Στην έρημο έζησε σαράντα επτά χρόνια, χωρίς ποτέ να συναντήσει άνθρωπο.

Κατά τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια στην έρημο, πάλεψε πολύ σκληρά για να νικήσει τους λογισμούς και τις επιθυμίες της, ουσιαστικά για να νικήσει τον διάβολο που την πολεμούσε με τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής.Η Οσία ζούσε δεκαεπτά χρόνια στην έρημο «θηρσίν ανημέροις ταίς αλόγοις επιθυμίαις πυκτεύουσα». Είχε πολλές επιθυμίες φαγητών, ποτών και «πορνικών ασμάτων» και πολλούς λογισμούς που την ωθούσαν προς την πορνεία.Όμως, όταν ερχόταν κάποιος λογισμός μέσα της, έπεφτε στην γη, την έβρεχε με δάκρυα και δεν σηκωνόταν από τη γη «έως ότου τό φώς εκείνο τό γλυκύ περιέλαμψεν καί τούς λογισμούς τούς ενοχλούντας μοί εδίωξεν». Συνεχώς προσευχόταν στην Παναγία, την οποία είχε εγγυήτρια της ζωής της μετανοίας που έκανε.

Το ιμάτιό της σχίσθηκε και καταστράφηκε και έκτοτε παρέμεινε γυμνή. Καιγόταν από τον καύσωνα και έτρεμε από τον παγετό και «ως πολλάκις μέ χαμαί πεσούσαν άπνουν μείναι σχεδόν καί ακίνητον».Ύστερα από σκληρό αγώνα, με τη Χάρη του Θεού και την συνεχή προστασία της Παναγίας, ελευθερώθηκε από τους λογισμούς και τις επιθυμίες, οπότε μεταμορφώθηκε το λογιστικό και παθητικό μέρος της ψυχής της, καθώς επίσης εθεώθηκε και το σώμα της.Λόγω της μεγάλης πνευματικής της καταστάσεως στην οποία έφθασε η Οσία Μαρία, έλαβε από τον Θεό το διορατικό χάρισμα.Ήταν γυμνή αλλά το σώμα της υπερέβη τις ανάγκες της φύσεως. Λέγει η ίδια: «Γυνή γάρ ειμί, καί γυμνή, καθάπερ οράς, καί τήν αισχύνην τού σώματός μου απερικάλυπτον έχουσα». Το σώμα τρεφόταν με τη Χάρη του Θεού: «Τρέφομαι γάρ καί σκέπτομαι τώ ρήματι τού Θεού διακρατούντος τά σύμπαντα».
Στη περίπτωσή της, όπως και σε άλλες περιπτώσεις Αγίων, παρατηρούμε ότι αναστέλλονται οι ενέργειες του σώματος. Αυτή η αναστολή των σωματικών ενεργειών οφειλόταν στο ότι η ψυχή της δεχόταν την ενέργεια του Τριαδικού Θεού και αυτή η θεία ενέργεια διαπορθμευόταν και στο σώμα της: «Αρκείν ειπούσα τήν χάριν τού Πνεύματος, ώστε συντηρείν τήν ουσίαν τής ψυχής αμίαντον».

Εκείνη την περίοδο ασκήτευε σε ένα μοναστήρι ο Ιερομόναχος Αββάς Ζωσιμάς, που ήταν κεκοσμημένος με αγιότητα βίου. Έβλεπε θεία οράματα, καθώς του είχε δοθεί το χάρισμα των θείων ελλάμψεων, λόγω του ότι ζούσε μέχρι τα πενήντα τρία του χρόνια με μεγάλη άσκηση και ήταν φημισμένος στην περιοχή του.Τότε, όμως, εισήλθε μέσα του ένας λογισμός κάποιας πνευματικής υπεροψίας, για το αν δηλαδή υπήρχε άλλος μοναχός που θα μπορούσε να τον ωφελήσει ή να του διδάξει κάποιο καινούργιο είδος ασκήσεως. Ο Θεός, για να τον διδάξει και να τον διορθώσει, του αποκάλυψε ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην τελειότητα. Και στην συνέχεια του υπέδειξε να πορευθεί σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν κοντά στον Ιορδάνη ποταμό.

Ο Αββάς Ζωσιμάς υπάκουσε στην φωνή του Θεού και πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, που του υποδείχθηκε. Εκεί συνάντησε τον ηγούμενο και τους μοναχούς, και διέκρινε ότι ακτινοβολούσαν τη Χάρη και την αγάπη του Θεού, ζώντας έντονη μοναχική ζωή με ακτημοσύνη, με μεγάλη άσκηση και αδιάλειπτη προσευχή.Στο μοναστήρι αυτό υπήρχε ένας κανόνας. Σύμφωνα με αυτόν, την Κυριακή της Τυρινής προ της ενάρξεως της Μεγάλης Σαρακοστής, αφού οι μοναχοί κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν και ασπάζονταν μεταξύ τους, και έπειτα ελάμβαναν ο καθένας τους μερικές τροφές και έφευγαν στην έρημο πέραν του Ιορδάνου, για να αγωνισθούν κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής τον αγώνα της ασκήσεως.

Επέστρεφαν δε στο μοναστήρι την Κυριακή των Βαΐων, για να εορτάσουν τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Είχαν ως κανόνα να μην συναντά κανείς τον άλλο αδελφό στην έρημο και να μην τον ερωτά, όταν επέστρεφαν, για το είδος της ασκήσεως που έκανε την περίοδο αυτή.Αυτόν τον κανόνα εφάρμοσε και ο Αββάς Ζωσιμάς. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές, βγήκε από το μοναστήρι και πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο βαθειά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ασκητή που θα τον βοηθούσε να φθάσει σε αυτό που ποθούσε. Πορευόταν προσευχόμενος και τρώγοντας ελάχιστα. Κοιμόταν δε όπου ευρισκόταν.Είχε περπατήσει μία πορεία είκοσι ημερών όταν, κάποια στιγμή που κάθισε να ξεκουραστεί και έψελνε, είδε στο βάθος μια σκιά που έμοιαζε με ανθρώπινο σώμα. Στην αρχή θεώρησε ότι ήταν δαιμονικό φάντασμα, αλλά έπειτα διαπίστωσε ότι ήταν άνθρωπος.

Αυτό το ον που έβλεπε ήταν γυμνό, είχε μαύρο σώμα - το σώμα αυτό προερχόταν από τις ηλιακές ακτίνες - και είχε στο κεφάλι του λίγες άσπρες τρίχες, που δεν έφθαναν πιο κάτω από τον λαιμό. Ο Αββάς Ζωσιμάς έβλεπε την Οσία Μαρία, την ώρα που προσευχόταν.
Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία ασκούσε την αδιάλειπτη προσευχή και μάλιστα ο Αββάς Ζωσιμάς την είδε όταν εκείνη ύψωσε τα μάτια της στον ουρανό και άπλωσε τα χέρια της και «ήρξατο εύχεσθαι υποψιθυρίσουσα, φωνή δέ αυτής ουκ ηκούετο έναρθρος». Και σε κάποια στιγμή, ενώ εκείνος καθόταν σύντρομος, «ορά αυτήν υψωθείσαν ως ένα πήχυν από τής γής καί τώ αέρι κρεμαμένην καί ούτω προσεύχεσθαι».

Ο Αββάς Ζωσιμάς προσπάθησε να πλησιάσει, για να διαπιστώσει τι ήταν αυτό που έβλεπε, αλλά το ανθρώπινο εκείνο ον απομακρυνόταν. Έτρεχε ο Αββάς Ζωσιμάς, έτρεχε και εκείνο. Και ο Αββάς κραύγαζε με δάκρυα προς αυτό ώστε να σταματήσει, για να λάβει την ευλογία του. Εκείνο όμως δεν ανταποκρινόταν.Μόλις έφθασε ο Αββάς σε κάποιο χείμαρρο και απόκαμε, εκείνο το ανθρώπινο ον αφού τον αποκάλεσε με το μικρό του όνομα, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στον Αββά, του είπε ότι δεν μπορεί να γυρίσει και να τον δει κατά πρόσωπο, γιατί είναι γυναίκα γυμνή και έχει ακάλυπτα τα μέλη του σώματός της.

Τον παρακάλεσε, αν θέλει, να της δώσει την ευχή του και να της ρίξει ένα κουρέλι από τα ρούχα του, για να καλύψει το γυμνό σώμα της. Ο Αββάς έκανε ότι του είπε και τότε εκείνη στράφηκε προς αυτόν. Ο Αββάς αμέσως γονάτισε για να λάβει την ευχή της, ενώ το ίδιο έκανε και εκείνη. Και παρέμειναν και οι δύο γονατιστοί «έκαστος εξαιτών ευλογήσαι τόν έτερον».
Επειδή ο Αββάς αναρωτιόταν μήπως έβλεπε μπροστά του κάποιο άυλο πνεύμα, εκείνη διακρίνοντας τους λογισμούς του, του είπε ότι είναι αμαρτωλή, που έχει περιτειχισθεί από το άγιο Βάπτισμα και είναι χώμα και στάχτη και όχι άυλο πνεύμα.

Η Οσία Μαρία κατά την συνάντηση αυτή, αφού αποκάλυψε όλη την ζωή της, ζήτησε από τον Αββά Ζωσιμά να έλθει κατά την Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς, σε έναν ορισμένο τόπο στην όχθη του Ιορδάνη ποταμού, κοντά σε μια κατοικημένη περιοχή, για να την κοινωνήσει, ύστερα από πολλά χρόνια μεγάλης μετάνοιας που μεταμόρφωσε την ύπαρξή της. «Καί νύν εκείνου εφίεμαι ακατασχέτω τώ έρωτι», του είπε, δηλαδή είχε ακατάσχετο έρωτα να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.

Ο Αββάς Ζωσιμάς επέστρεψε στο μοναστήρι χωρίς να πει σε κανένα τι ακριβώς συνάντησε, σύμφωνα άλλωστε και με τον κανόνα που υπήρχε σε εκείνη την ιερά μονή. Όμως, συνεχώς παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να δει και πάλι «τό ποθούμενον πρόσωπον» την επόμενη χρονιά και μάλιστα ήταν στεναχωρημένος γιατί δεν περνούσε ο χρόνος, καθώς ήθελε όλος αυτός ο χρόνος να ήταν μία ημέρα.Το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς από κάποια αρρώστια δεν μπόρεσε να βγει από το μοναστήρι στην έρημο, όπως έκαναν οι άλλοι πατέρες στην αρχή της Σαρακοστής και έτσι παρέμεινε στο μοναστήρι. Και την Κυριακή των Βαΐων, όταν είχαν επιστρέψει οι άλλοι πατέρες της Μονής, εκείνος ετοιμάσθηκε να πορευθεί στον τόπο που του είχε υποδείξει η Οσία, για να την κοινωνήσει.

Την Μεγάλη Πέμπτη πήρε μαζί του σε ένα μικρό ποτήρι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, πήρε μερικά σύκα και χουρμάδες και λίγη βρεγμένη φακή και βγήκε από το μοναστήρι για να συναντήσει την Οσία Μαρία. Επειδή όμως εκείνη αργοπορούσε να έλθει στον καθορισμένο τόπο, ο Αββάς προσευχόταν στον Θεό με δάκρυα να μην του στερήσει λόγω των αμαρτιών του την ευκαιρία να τη δει εκ νέου.Μετά την θερμή προσευχή την είδε από την άλλη πλευρά του Ιορδάνη ποταμού, να κάνει το σημείο του Σταυρού, να πατά πάνω στο νερό του ποταμού «περιπατούσαν επί τών υδάτων επάνω καί πρός εκείνον βαδίζουσαν». Στην συνέχεια η Οσία τον παρακάλεσε να πει το Σύμβολο της Πίστεως και το «Πάτερ ημών».

Ακολούθως ασπάσθηκε τον Αββά Ζωσιμά και κοινώνησε των ζωοποιών Μυστηρίων. Έπειτα ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα και είπε: «Νύν απολύεις τήν δούλη σου, ώ Δέσποτα, κατά τό ρήμά σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου». Στην συνέχεια, αφού τον παρακάλεσε να έλθει και το επόμενο έτος στο χείμαρρο που την είχε συναντήσει την πρώτη φορά, ζήτησε την προσευχή του. Ο Αββάς άγγιξε τα πόδια της Οσίας, ζήτησε και αυτός την προσευχή της και την άφησε να φύγει «στένων καί οδυρόμενος», διότι τολμούσε «κρατήσαι τήν ακράτητον». Εκείνη έφυγε κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ήλθε, πατώντας δηλαδή πάνω στα νερά του Ιορδάνη ποταμού.

Το επόμενο έτος, σύμφωνα και με την παράκληση της Οσίας, ο Αββάς βιαζόταν να φθάσει «πρός εκείνο τό παράδοξο θέαμα». Αφού βάδισε πολλές ημέρες και έφθασε στον τόπο εκείνο, έψαχνε «ως θηρευτής εμπειρότατος» να δει «τό γλυκύτατο θήραμα», την Οσία του Θεού. Όμως δεν την έβλεπε πουθενά.

Τότε άρχισε να προσεύχεται στον Θεό κατανυκτικά: «Δείξον μοί, Δέσποτα, τόν θησαυρόν σου τόν άσυλον, όν εν τήδε τή ερήμω κατέκρυψας, δείξον μοί, δέομαι, τόν εν σώματι άγγελον, ου ουκ έστιν ο κόσμος απάξιος». Για τον Αββά Ζωσιμά η Οσία Μαρία ήταν άθικτος θησαυρός, άγγελος μέσα σε σώμα, που ο κόσμος δεν ήταν άξιος να τον έχει. Και προσευχόμενος με τα λόγια αυτά είδε «κεκειμένην τήν Οσίαν νεκράν, καί τάς χείρας ούτως ώσπερ έδει τυπώσασαν καί πρός ανατολάς όρασαν κειμένην τό σχήματι».

Βρήκε δε και δική της γραφή που έλεγε: «Θάψον, αββά Ζωσιμά, εν τούτω τό τόπω τής ταπεινής Μαρίας τό λείψανον, αποδός τόν χούν τώ χοΐ, υπέρ εμού διά παντός πρός τόν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνί Φαρμουθί (κατ’ Αιγυπτίους, όπως εστί κατά Ρωμαίους Απρίλιος), εν αυτή δέ τή νυκτί τού πάθους τού σωτηρίου, μετά τήν τού θείου καί μυστικού δείπνου μετάληψιν». Την βρήκε δηλαδή νεκρή, κείμενη στην γη, με τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως βρήκε και γραφή που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει.Η Οσία κοιμήθηκε την ίδια ημέρα που κοινώνησε, αφού είχε διασχίσει σε μία ώρα απόσταση την οποία διήνυσε το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς σε είκοσι ημέρες. Γράφει ο Άγιος Σωφρόνιος: «καί ήνπερ ώδευσεν οδόν Ζωσιμάς διά είκοσι ημερών κοπιών, εις μίαν ώραν Μαρίαν διέδραμεν καί ευθύς πρός τόν Θεόν εξεδήμησεν». Το σώμα της είχε αποκτήσει άλλες ιδιότητες, είχε μεταμορφωθεί.

Στην συνέχεια ο Αββάς Ζωσιμάς, αφού έκλαψε πολύ και είπε ψαλμούς κατάλληλους για την περίσταση, «εποίησεν ευχήν επιτάφιον». Και μετά με μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τό σώμα τοίς δακρύσι» επιμελήθηκε τα της ταφής. Επειδή, όμως, η γη ήταν σκληρή και ο ίδιος ήταν προχωρημένης ηλικίας, γι' αυτό δεν μπορούσε να την σκάψει και βρισκόταν σε απορία. Τότε «ορά λέοντα μέγαν τώ λειψάνω τής Οσίας παρεστώτα καί τά ίχνη αυτής αναλείχοντα», δηλαδή είδε ένα λιοντάρι να στέκεται δίπλα στο λείψανο της Οσίας και να γλείφει τα ίχνη της.

Ο Αββάς τρόμαξε, αλλά το ίδιο το λιοντάρι «ουχί τούτον τοίς κινήμασι μόνον ασπαζόμενον, αλλά καί προθέσει», δηλαδή το ίδιο το λιοντάρι καλόπιανε τον Αββά και τον παρακινούσε και με τις κινήσεις του και με τις προθέσεις του, να προχωρήσει στον ενταφιασμό της. Λαμβάνοντας ο Αββάς θάρρος από το ήμερο του λιονταριού, το παρακάλεσε να σκάψει αυτό το ίδιο τον λάκκο, για να ενταφιασθεί το ιερό λείψανο της Οσίας Μαρίας, επειδή εκείνος αδυνατούσε. Το λιοντάρι υπάκουσε. «Ευθύς δέ άμα τώ σώματι θαπτόμενο», δηλαδή με τα μπροστινά του πόδια άσκαψε το λάκκο, όσο έπρεπε, για να ενταφιασθεί το σκήνωμα της Οσίας Μαρίας.

Ο ενταφιασμός της Οσίας έγινε προσευχομένου του Αββά Ζωσιμά και του λιονταριού «παρεστώτος». Μετά τον ενταφιασμό έφυγαν και οι δύο, «ο μέν λέων επί τά ένδον τής ερήμου ως πρόβατον υπεχώρησε. Ζωσιμάς δέ υπέστρεψεν, ευλογών καί αινών τόν Θεόν ημών».
Και ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, καταλήγει ότι έγραψε αυτό το βίο «κατά δύναμιν» και «τής αληθείας μηδέν προτιμήσαι θέλων».Ο βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, δείχνει πως μία πόρνη μπορεί να γίνει κατά Χάριν θεός, πως ο άνθρωπος μπορεί να γίνει άγγελος εν σώματι και πως η κατά Χριστόν ελπίδα μπορεί να αντικαταστήσει την υπό του διαβόλου προερχόμενη απόγνωση.

Στο πρόσωπο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας βλέπουμε τον άνθρωπο που αναζητά την ηδονή και κυνηγά τους ανθρώπους για την ικανοποίησή τους, αλλά όμως με τη Χάρη του Θεού μπορεί να εξαγιασθεί τόσο πολύ, ώστε να φθάσει στο σημείο να την κυνηγούν οι Άγιοι για να λάβουν την ευλογία της και να ασπασθούν το τετιμημένο της σώμα, καθώς επίσης να τη σέβονται και τα άγρια ζώα.Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία με την μετάνοιά της, την βαθιά της ταπείνωση, την υπέρβαση εν Χάριτι του θνητού και παθητού σώματός της, αφ' ενός μεν προσφέρει μια παρηγοριά σε όλους τους ανθρώπους, αφ' ετέρου δε ταπεινώνει εκείνους που υπερηφανεύονται για τα ασκητικά τους κατορθώματα. Δεν ημέρωσε μόνο τα άγρια θηρία που υπήρχαν μέσα της, δηλαδή τα άλογα πάθη, αλλά υπερέβη όλα τα όρια της ανθρώπινη φύσεως και ημέρωσε ακόμη και τα άγρια θηρία της κτίσεως.

Αυτός είναι ο σκοπός και ο πλούτος της ενανθρωπίσεως του Χριστού, που φυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία. Με την αποκαλυπτική θεολογία και την εν Χριστώ ζωή ο άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά.Η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας και την Ε' Κυριακή των Νηστειών.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Απολυτίκιο:
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Φωτισθείσα ενθέως Σταυρού τη χάριτι, της μετανοίας εδείχθης φωτοφανής λαμπηδών, των παθών τον σκοτασμόν λιπούσα πάνσεμνε, όθεν ως άγγελος Θεού, Ζωσιμά τω ιερώ, ωράθης εν τη ερήμω, Μαρία «Όσία Μήτερ» μεθ' ου δυσώπει υπέρ πάντων ημών.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός