- Εύχήοου για μένα, άββά, γιατί θέλω να φύγω.
- Γιατί; τον ρώτησε εκείνος.
- Νιώθω σφίξιμο στην καρδιά μου καί δεν ξέρω τι συμβαίνει.
Όταν ήμουν στον κόσμο νήστευα μέχρι το βράδυ καί δεν ένιωθα καμμιά δυσκολία. Εδώ στην έρημο δεν αντέχω.
- Στόν κόσμο, του άπαντα ό άββάς, από τα αυτιά σου τρεφόσουν. Σέ έτρεφαν οι έπαινοι των ανθρώπων. Πήγαινε λοιπόν καί,όπως οι άλλοι, να κάνης κάθε μέρα ενάτη (δηλ. να γευματίζης μια φορά στις τρεις το απόγευμα).
Ό νηστευτής πήγε στον κόσμο καί με δυσκολία καί θλίψι περίμενε την ώρα του φαγητού, ενώ άλλοτε με ευκολία νήστευε μέχρι το βράδυ. Το διαπίστωσαν αυτό οι γνωστοί του καί έλεγαν μεταξύ τους:
- Φαίνεται ότι δαιμόνιο τον κυρίευσε.
Λυπημένος εκείνος πήγε στον άββά Ζήνωνα καί του περιέγραψε τη νέα κατάστασι. Καί ό γέροντας του είπε:
- Αυτός είναι ό σωστός δρόμος. Αυτό είναι το θέλημα του
Θεού. Μακριά από τους επαίνους να εργάζεσαι μυστικά καί με
κόπο την αρετή.