Κάποτε, κάποιος πατρίκιος ήθελε να δωρίσει έναν χρυσό σταυρό σε μία εκκλησία. Κάλεσε έναν νεαρό αλλά έμπειρο χρυσοχόο, του έδωσε πολύ χρυσάφι το οποίο ζύγισε μπροστά του και του είπε να φτιάξει μ' αυτό όποιον σταυρό αυτός επιθυμούσε.
Ο χρυσοχόος, αναλογιζόμενος τη μεγάλη δωρεά που είχε κάνει αυτός ο πατρίκιος, για τη ψυχή του, τρώθηκε με έρωτα για τον Θεό μέσα στην καρδιά του.
Αποφάσισε λοιπόν να προσθέσει τα δικά του δέκα κομμάτια χρυσού στο βάρος του χρυσού του πατρικίου. Όταν ολοκληρώθηκε το έργο, ο πατρίκιος ζύγισε τον σταυρό και ανακάλυψε ότι ήταν βαρύτερος από το χρυσάφι που εκείνος είχε δώσει στο νεαρό χρυσοχόο.
Άρχισε τότε να μέμφεται τον νεαρό ως κλέφτη, υποπτευόμενος ότι αυτός είχε αφαιρέσει από το αρχικό βάρος του χρυσού και το είχε αντικαταστήσει με άλλο βαρύ μέταλλο. Βλέποντας ο νεαρός τον πατρίκιο τόσο αγριεμένο, ομολόγησε την πράξη του. Είπε: «Πρόσθεσα από δικό μου χρυσάφι, όπως η χήρα που έδωσε το δίδραχμο, για να λάβω μαζί σου κι εγώ μισθό από τον Χριστό».
Τα λόγια αυτά άγγιξαν την καρδιά του πατρικίου και είπε στον έντιμο νεαρό άνδρα: «Από σήμερα σε θεωρώ παιδί μου και κληρονόμο όλων των αγαθών μου»
Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς
«Ο Πρόλογος της Αχρίδος»
«Ο Πρόλογος της Αχρίδος»