Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

Μπήκε στην Παιδαγωγική Σχολή μα… έμεινε έκθαμβη

Μεγάλωσε μέ τίς ἱστορίες τοῦ πατρο-Κοσμᾶ. Γαλουχήθηκε μέ τά νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ποτίστηκε ἡ ψυχή της ἀπό τό δροσερό νερό τῆς ἱστορίας καί τῆς δόξας τοῦ Γένους. Κάθε φορά πού ἔβλεπε τή γαλανόλευκη νά κυματίζει ἀνασκίρτιζε ἡ καρδιά της καί μέ τόν ἐθνικό ὕμνο γέμιζε ἀπό ἐθνική περηφάνια. Μά πιό πολύ ἀπό ὅλα ζήλευε τόν κάθε δάσκαλο, πού σμίλευε μέ ἀγάπη καί ἀξίες τίς παιδικές ψυχές.

Μέ αὐτά τά ὄνειρα μπῆκε στήν Παιδαγωγική Σχολή ἕτοιμη νά μάθει πῶς νά ἀνοίγει τά φτερά της στόν κόσμο, μά… ἔμεινε ἔκθαμβη… Γύρω της ὁ κόσμος ζαλισμένος κλείνει τά μάτια του καί τρέχει μανιακός πρός διάφορες κατευθύνσεις. Κάθησε μονάχη της καί συλλογίζεται τήν κατάσταση γύρω της καί τά ζυγίζει ὅλα στήν ζυγαριά τῆς Ἀλήθειας.

Ἰδέες… χίλιες θεωρίες, χίλιοι ρήτορες, χίλιες ἀλήθειες… καί οἱ νέοι σέ μία ἀναζήτηση ἰδανικῶν νά διοχετεύσουν τή νεανική τους ὁρμή, τούς ἀκολουθοῦν σάν κοπάδι. Ἐκεῖνοι πού κηρύττουν περί ἐλευθερίας καί προοδευτικότητας εἶναι τίς περισσότερες φορές οἱ μεγαλύτεροι δυνάστες τοῦ νοῦ, οἱ δημιουργοί τῆς μάζας.

Προοδευτικότητα σκέφτεται τώρα… ἕνα ρεῦμα πού δημιουργεῖται ἀπό τούς ἑκάστοτε ἀνικανοποίητους στήν ἀναζήτηση τοῦ νέου καί ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἀπό αὐτή τήν ἀχαλίνωτη ἀναζήτηση, ὡς λάβαρο καί τρόπος ζωῆς. Στό βωμό αὐτοῦ τοῦ ρεύματος βέβαια θυσιάζονται μεταξύ τῶν ἄλλων ὅλες οἱ πατροπαράδοτες ἀξίες καί ὅ,τι ἔθρεψε τόν ἄνθρωπο ἐπί αἰῶνες, καθώς θεωροῦνται κατάλοιπα μιᾶς συντηρητικῆς ἐποχῆς, ἀφοῦ τώρα ἔχουμε τήν νανοτεχνολογία καί ἐλέγχουμε καί τό κλίμα τῆς Γῆς! «Ἡ Ἐκκλησία κράτησε τόν ἄνθρωπο στά σκοτάδια τοῦ Μεσαίωνα» τῆς λένε. «Ἡ διάκριση σέ ἐθνικότητες εἶναι ἀποτέλεσμα συμφερόντων καί συμφωνιῶν», κάτι πού ἀκυρώνει κατ’ ἐπέκταση κάθε ἔννοια ἐθνικῆς κυριαρχίας, γλώσσας κ.τ.λ. Ὅλα κομμένα καί ραμμένα σύμφωνα μέ τίς ἐπιταγές τῆς Παγκοσμιοποίησης…

Ἕνας τέτοιος ἀέρας πνέει καί στή Σχολή της, τήν ὁποία ἐπιθύμησε μέ τόση λαχτάρα… Ἕνα ἰδεολογικό συνονθύλευμα… μιά περιφρόνηση τῆς ἱστορίας, ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί ἐκείνη στέκεται σκεπτική, παρακολουθώντας τό θέατρο τοῦ παραλόγου. Νιώθει τό αἷμα της νά «βράζει», θυμώνει… θέλει νά τά βάλει μέ τούς πάντες, ἄν ἦταν δυνατό νά σταθεῖ ἀπέναντι σέ ὅλο αὐτό τό ρεῦμα πού γκρεμίζει τά πάντα στό πέρασμά του. Νά φωνάξει! Νά πεῖ… τί νά πεῖ;

«Οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι» εἶπε ὁ Κύριος πάνω στό σταυρό… Καί Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ὄντως Ἀλήθεια. Τί νά πεῖ λοιπόν ἐκείνη ἀκούγοντας αὐτή τήν κραυγή Του; Αὐτή ἡ τόσο ἀδύναμη, ὅπως ὅλος ὁ κόσμος. Στρέφει λοιπόν τήν καρδιά της μέ πόνο πρός τόν Θεό. Δέν χάνεται ἡ ἐλπίδα ὅσο ἔχει τή ζωή της στά χέρια Του «ὅτι Αὐτός ἔγνω τό πλάσμα ἡμῶν, ἐμνήσθη ὅτι χοῦς ἐσμέν»«τό δέ ἔλεος τοῦ Κυρίου μένει εἰς τόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος».

Πελαγία
φοιτ. Παιδαγ.Τμήματος
Θεσσαλονίκης