Ποικίλα διδακτικά προς εν Χριστώ τελείωσή μας
* Προσέχετε τους λογισμούς σας. Η προσοχή σας κυρίως να στραφή εις το να συνάζει ταπεινούς λογισμούς. Διότι η ταπείνωσις σώζει τον άνθρωπο, και αυτή είναι κυρίως ο στόχος όλων των πνευματικών επιδιώξεων.
* Χωρίς νήψη η κάθαρσις της ψυχής και του σώματος δεν αποκτώνται, οπότε μήτε ο Θεός οπτάνεται εν αισθήσει νοός και καρδίας.
* Πολλά μας θλίβουν, πλην μακάριος είναι εκείνος ο οποίος με υπομονή και ευχαριστία διέρχεται τα θλιβερά της πρόσκαιρης ζωής.
* Πρόσεχε, παιδί μου, να μην κρίνης ουδεμία ψυχή· διότι εις τον κρίνοντα τον πλησίον παραχωρεί ο Θεός και πέφτει, για να μάθει να συμπαθει τον ασθενή αδελφό του.
Όλους μας στηρίζει το έλεος του Θεού· και εάν υπερηφανευθούμε, σηκώνει ο Θεός την χάρη του, και γινόμεθα εμείς χειρότεροι των άλλων!
* Άλλο το να κατακρίνει κανείς, και άλλο το να πολεμήται εις την κατάκριση. Το να κατακρίνεις είναι δεινό πάθος· το να πολεμήται όμως και να αντιπολεμεί, τούτο στεφάνων αιτία.
* Μην κρίνετε ο ένας τον άλλον, διότι παραβαίνετε τον ευαγγελικό νόμο, και «κάθε παράβασις και παρακοή λαμβάνει ένδικον μισθαποδοσίαν». «Τις συ ο κρίνων αλλότριον ικέτην;». Ουκ οίδατε, ότι ο κρίνων πλανάται εξ υπερηφάνειας; και ότι «πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται» υπό του Κυρίου, όταν τον καταλάβη ο πειρασμός.
* Πρέπει να υπομένη ο ένας τις αδυναμίες του άλλου· ποιος είναι τέλειος; ποιος μπορεί να καυχηθή, ότι τήρησε την καρδιά του αμόλυντη! άρα είμεθα όλοι άρρωστοι, και όποιος κατακρίνει τον αδελφό του, δεν αισθάνεται ότι είναι άρρωστος· διότι ο άρρωστος τον άρρωστο δεν τον κατακρίνει.
Η κατάκρισις είναι σοβαρό αμάρτημα· καθώς επίσης είναι σοβαρό, το να μην υπομένη κανείς του πλησίον του τις αδυναμίες!
Αγαπάτε, υπομένετε, παραβλέπετε, μην θυμώνετε, μην εξάπτεσθε, αλληλοσυγχωρείτε, για να ομοιάσητε του Χριστού μας και αξιωθήτε να είσθε κοντά του εις την βασιλεία Του.
Τρίτη 29 Μαΐου 2012
Η ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ είναι αληθινό σώμα και αίμα Χριστού.
Αφηγήθηκαν κάποτε οι πατέρες για έναν αδελφό ότι «Όταν μια Κυριακή γινόταν ακολουθία ξεκίνησε να έλθει στην εκκλησία σύμφωνα με τη συνήθεια αλλά τον κορόιδεψε ο διάβολος λέγοντάς του: «Πηγαίνεις στην εκκλησία για να μεταλάβεις άρτο και οίνο και για να σου πούνε ότι αυτά είναι σώμα και αίμα Χριστού; Μην κοροϊδεύεσαι». Ο αδελφός υπάκουσε στον λογισμό του και δεν πήγε σύμφωνα με την συνήθεια στην εκκλησία, ενώ οι αδελφοί του τον περίμεναν· γιατί έτσι είναι η συνήθεια σε κείνη την έρημο, να μην τελούν την ακολουθία μέχρις ότου έλθουν όλοι. Αφού τον περίμεναν αρκετά και κείνος δεν ερχόταν, μερικοί απ’ αυτούς πήγαν στο κελλί του σκεπτόμενοι· «Μήπως είναι άρρωστος ή πέθανε ο αδελφός;».
Όταν ήλθαν στο κελλί τον ρωτούσαν· «Γιατί αδελφέ δεν ήλθες στην εκκλησία;». Αυτός ντρεπόταν να τους απαντήσει. Όταν όμως αντελήφθηκαν το φαύλο τέχνασμα του διαβόλου, οι αδελφοί τον υποχρέωσαν να τους ομολογήσει την επιβουλή του διαβόλου. Αυτός τους απάντησε· «Συγχωρήστε με, αδελφοί, γιατί ενώ ξεκινούσα όπως πάντα να έλθω στην εκκλησία ο λογισμός μου, μου λέγει ότι δεν είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού αυτό που πας να μεταλάβεις, αλλ’ είναι απλώς άρτος και οίνος. Αν λοιπόν θέλετε να έλθω μαζί σας, διορθώστε μου τον λογισμό για τη θεία λειτουργία». Αυτοί του είπαν· « Σήκω, έλα μαζί μας και θα παρακαλέσουμε τον Θεό να σου δείξει ζωντανά την θεϊκή δύναμη». Αυτός πήγε στην εκκλησία και εκεί αφού ικέτευσαν πάρα πολύ τον Θεό για τον αδελφό, δηλαδή να του αποκαλυφθεί η δύναμη των μυστηρίων, άρχισαν αμέσως τη θεία λειτουργία, αφού τοποθέτησαν τον αδελφό στη μέση της εκκλησίας, ενώ αυτός ως την απόλυση δεν σταμάτησε να βρέχει με τα δάκρυά του το πρόσωπό του.

Μετά το τέλος της λειτουργίας παρακάλεσαν οι πατέρες τον αδελφό να τους απαντήσει· «Πές μας αν σου έδειξε κάτι ο Θεός για να ωφεληθούμε και μεις». Αυτός κλαίγοντας άρχισε να λέγει· «Όταν τελείωσε ο κανόνας της ψαλμωδίας και αναγνώσθηκε η διδαχή των αποστόλων και ετοιμάστηκε ο διάκονος να αναγνωρίσει το ευαγγέλιο, τότε είδα να ανοίγει η στέγη της εκκλησία και να φαίνεται ο ουρανός και κάθε λόγος του αγίου ευαγγελίου να γίνεται φωτιά μέχρι τον ουρανό.
Όταν τελείωσε η ανάγνωση του ευαγγελίου, ήλθαν οι κληρικοί από το διακονικό κρατώντας την μετάληψη των αγίων μυστηρίων. Τότε είδα να ανοίγουν οι ουρανοί και να κατεβαίνει φωτιά και μαζί της ένα πλήθος αγγέλων και αρχαγγέλων και πάνω απ’ αυτούς δύο πρόσωπα ενάρετα των οποίων την ομορφιά δεν μπορώ να περιγράψω – γιατί η φεγγοβολή τους ήταν σαν αστραπή – και ανάμεσα του υπήρχε ένα μικρό παιδί.
Τότε οι άγγελοι παρατάχθηκαν γύρω από την αγία Τράπεζα και το παιδί βρισκόταν ανάμεσά τους. Όταν τελείωσαν οι θεϊκές ευχές και άρχισαν οι κληρικοί να τεμαχίζουν τους άρτους της προθέσεως, είδα τα δύο πρόσωπα πάνω στην αγία Τράπεζα να κρατούν τα χέρια και τα πόδια του παιδιού, που ήταν πάνω στην αγία Τράπεζα, και με το μαχαίρι που κρατούσαν έσφαξαν το παιδί και άδειασαν το αίμα του στο Ποτήριο που βρισκόταν πάνω στην αγία Τράπεζα. Αφού έκοψαν σε μικρά τεμάχια το σώμα του παιδιού τα τοποθέτησαν πάνω από τους άρτους και έγιναν και οι άρτοι σώμα.
Τότε ήρθε στο μυαλό μου ο Απόστολος που λέει· Γιατί η δική μας γιορτή του Πάσχα συνίσταται στο γεγονός ότι ο Χριστός θυσιάστηκε για χάρη μας. Όταν όμως πλησίασαν οι αδελφοί να μεταλάβουν την αγία προσφορά, τους προσφέρονταν ζωντανό σώμα. Μόλις όμως χρησιμοποιούσαν την επίκληση αμήν γινότανε άρτος στα χέρια τους. Όταν όμως πήγα και ’γω να μεταλάβω μου δόθηκε σώμα και δεν μπορούσα να μεταλάβω. Τότε άκουσα μια φωνή στα αυτιά μου να μου λέει· Άνθρωπε γιατί δεν μεταλαβαίνεις, αυτό δεν είναι αυτό που ζήτησες; Τότε είπα· Λυπήσου με, Κύριε. Δεν μπορώ να μεταλάβω σώμα. Πάλι μου είπε· Αν μπορούσε ο άνθρωπος να μεταλάβει σώμα, σώμα θα υπήρχε όπως το βρήκες. Κανείς όμως δεν μπορεί να φάγει σώμα, γι’ αυτό όρισε ο Κύριος τους άρτους της προθέσεως. Γιατί όπως από την αρχή ο Αδάμ με τα χέρια του Θεού έγινε σάρκα και μετά της έδωσε πνεύμα ζωής ο Θεός, κατόπιν η σάρκα χωρίστηκε στη γή, το πνεύμα όμως εγκαθίσταται στην καρδιά. Αν λοιπόν πίστεψες, μετάλαβε αυτό που έχεις στο χέρι σου. Και μόλις είπα· Πιστεύω Κύριε, έγινε το σώμα που είχα στο χέρι μου άρτος.
Όταν προχώρησε η λειτουργία και ξαναγύρισαν οι κληρικοί είδα πάλι το μικρό παιδί ανάμεσα στα δύο πρόσωπα και ενώ οι κληρικοί συμμάζευαν τα δώρα, είδα πάλι τη στέγη να ανοίγει και οι θείες δυνάμεις να ανυψώνονται στον ουρανό».
Αυτά αφού άκουσαν οι αδελφοί και αφού ένιωσαν βαθιά κατάνυξη, αναχώρησαν στα κελλιά τους.
Ο ληστής που έγινε μοναχός-Μία αφήγηση του γέροντα Πορφύριου
Διηγήθηκε ο Γέροντας Πορφύριος: «Ήταν κάποτε ένα μοναστήρι στο βουνό, όπου οι μοναχοί ζούσαν ειρηνικά. Μια μέρα έκαναν επιδρομή ληστές, μπήκαν μέσα στο Ναό της Μονής αγριωποί και ο αρχηγός τους ζήτησε τον Ηγούμενο. Ένας μοναχός τον ειδοποίησε και εκείνος, που βρισκόταν μέσα στο Ιερό, παρακάλεσε τον αρχιληστή να περιμένει λίγο, ώσπου να τελειώσει μια εργασία του. Γονάτισε μπροστά στην Αγία Τράπεζα και άρχισε θερμή προσευχή στο Χριστό, να τους γλιτώσει από αυτόν τον κίνδυνο. Ο αρχιληστής, στο διάστημα αυτό περιεργαζόταν τις τοιχογραφίες του Ναού. Άγριος όπως ήταν, τράβηξε την προσοχή του η εικόνα της μελλούσης κρίσεως και ιδιαίτερα του φοβερού δράκοντα, που έβγαζε φωτιές από το στόμα του και κατάπινε τους κολασμένους. Εκείνη τη στιγμή βγήκε από το Ιερό ο Ηγούμενος. Ο αρχιληστής, μόλις τον είδε, του είπε απότομα: «Θα μου δώσεις αμέσως όλους τους θησαυρούς του Μοναστηριού, γιατί αλλιώς θα σας σφάξουμε. Αλλά πρώτα θέλω να μου εξηγήσεις τι παριστάνει αυτή η ζωγραφιά».
Ο Ηγούμενος, που εξακολουθούσε να προσεύχεται κρυφά, του εξήγησε, ότι από τη μια μεριά είναι ο Χριστός, που παίρνει μαζί Του στον Παράδεισο τους δικαίους και από την άλλη ο διάβολος-δράκοντας, που καταπίνει στην κόλαση τους αμαρτωλούς». «Ποιοι είναι αυτοί οι αμαρτωλοί;» ξαναρώτησε ο αρχιληστής. Ο Ηγούμενος του απάντησε: «Είναι αυτοί που κλέβουν, που σκοτώνουν, που βρίζουν, που ατιμάζουν, αυτοί που κάνουν κάθε κακό». «Δηλαδή, ρώτησε ανήσυχος, κι εγώ στην κόλαση θα πάω;» «Όπως φαίνεται, του λέει ο Ηγούμενος, για εκεί προορίζεσαι». «Και δεν υπάρχει τρόπος να γλυτώσω την κόλαση;» ρώτησε. «Υπάρχει», του απαντά ο Ηγούμενος. «Αν μετανοήσεις για όλες σου τις αμαρτίες, εξομολογηθείς, κοινωνήσεις και αγωνιστείς να αποφεύγεις το κακό και να κάνεις το καλό».
«Πού μπορώ να το κάνω αυτό;» «Εδώ στο Μοναστήρι». Τότε ο αρχιληστής στρέφεται ξαφνικά στους ληστές που τον ακολουθούσαν και τους λέει: «Εγώ θα μείνω εδώ.» Έφυγαν οι ληστές και ο αρχιληστής εξομολογήθηκε στον Ηγούμενο, που τον έκανε δόκιμο μοναχό. Του έβαλε και κανόνα, να μην κάνει τίποτα χωρίς να ρωτάει ένα γέροντα μοναχό, κοντά στον οποίο θα έκανε το διακόνημά του.
Μια μέρα τον έστειλε μαζί με τον συνοδό μοναχό, να κόψουν ξύλα από το βουνό και να τα φέρουν στο Μοναστήρι για το χειμώνα. Ξεκίνησαν, με το ζώο τους, έφτασαν στο βουνό, έκοψαν και φόρτωσαν τα ξύλα, αλλά πριν προλάβουν να ξεκινήσουν, εμφανίστηκαν μπροστά τους ληστές, τους πήραν τα ζώα και τους ξυλοκόπησαν. Ο αρχιληστής-μοναχός οργίστηκε, αλλά πριν κάνει οποιαδήποτε κίνηση, ρώτησε τον συνοδό του: «Τι λένε τα βιβλία να κάνουμε τώρα;» Ο συνοδός του απάντησε: «Τίποτα, ο νόμος του Χριστού λέει, ότι αν κάποιος σε χαστουκίσει, εσύ να γυρίσεις και το άλλο μάγουλο». Έφυγαν οι ληστές με τα κλεμμένα, έφυγαν και οι μοναχοί δαρμένοι και με άδεια χέρια. Όταν τους είδε ο Ηγούμενος λυπήθηκε, αλλά δεν είπε τίποτα. Έπειτα από μερικές μέρες, τους ξαναέστειλε στο βουνό για ξύλα με άλλο ζώο, αλλά επαναλήφθηκαν περίπου τα ίδια. Ο Ηγούμενος ήταν πολύ σκεπτικός, δεν ήξερε τι να κάνει. Επειδή όμως έκανε πολύ κρύο, με κόπο βρήκε τρίτο ζώο και τους ξαναέστειλε στο βουνό. Τη στιγμή που ετοιμάζονταν να επιστρέψουν με το φορτωμένο ζώο, παρουσιάζονται πάλι οι ίδιοι ληστές, τους παίρνουν το ζώο και αρχίζουν πάλι να τους δέρνουν. Η αγανάκτηση του αρχιληστή-μοναχού κορυφώθηκε, όμως ρώτησε πάλι το συνοδό του: «Βρες γρήγορα, τι λένε οι Γραφές να κάνουμε». Ο συνοδός του είπε πάλι: «Τίποτα, ο νόμος του Χριστού λέει υπομονή και αγάπη στους εχθρούς».
Ο αρχιληστής-μοναχός δεν ικανοποιήθηκε και του λέει: «Για θυμήσου καλά, δεν υπάρχουν άλλες Γραφές να λένε κάτι άλλο;» Ο συνοδός του του απαντά: «Ε, υπάρχει και η Παλαιά Διαθήκη, με το νόμο του Μωυσή». «Και τι λέει αυτός ο νόμος;» «Λέει οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». «Αυτός είναι καλός νόμος!!», φώναξε ο αρχιληστής-μοναχός και δίνει μια γροθιά σε ένα ληστή και τον ξαπλώνει κάτω. Οι άλλοι ληστές τον κοίταξαν ξαφνιασμένοι. Τότε αυτός άνοιξε το ράσο του και φάνηκε το δασύτριχο στήθος του. «Ξέρετε ωρέ, ποιος είμαι εγώ;», λέει στους τρομαγμένους ληστές. «Είμαι ο τάδε ξακουστός αρχιληστής, που έγινα καλόγερος. Αν δεν θέλετε να σας λιανίσω όλους, αφήστε αυτό το φορτωμένο ζώο και τσακιστείτε να μας φέρετε φορτωμένα και τα άλλα δύο τα κλεμμένα.» Οι ληστές συμμορφώθηκαν με την εντολή του. Έτσι οι δύο μοναχοί επέστρεψαν θριαμβευτικά στο Μοναστήρι, με τρία φορτωμένα ζώα. Μόλις τους είδε ο Ηγούμενος, σταυροκοπήθηκε απορημένος και δόξασε το Χριστό. Τότε ο αρχιληστής-μοναχός του λέει: «Μη δοξάζεις το Χριστό, άγιε Ηγούμενε, αλλά δόξαζε το Μωυσή. Με το νόμο του Μωυσή τα φέραμε πίσω όλα τα κλεμμένα, γιατί αν πηγαίναμε ακόμα με το νόμο του Χριστού, και αδειανοί θα γυρίζαμε και δαρμένοι».
Μου έκανε εντύπωση αυτή η ιστορία, που μου την διηγήθηκε ο Γέροντας με απαράμιλλη χάρη και προσπαθούσα να την ερμηνεύσω, όταν άρχισε να μου λέει και δεύτερη:
«Ήταν ένα Μοναστήρι, όπου όλοι οι μοναχοί είχαν γεράσει και πεθάνει, εκτός από έναν, που ζούσε εκεί σαν ερημίτης. Ο μοναχός αυτός ήταν τελείως αγράμματος αλλά είχε δυνατή και απλή πίστη. Καθώς έκανε τις ακολουθίες του και τα διακονήματα του, πίστευε ότι ο Χριστός και οι άγιοι είναι ζωντανοί και τον συντροφεύουν, γι' αυτό τους μιλούσε τακτικά, όπως μιλά κανείς σε ζωντανούς ανθρώπους. Μια μέρα που βγήκε από το Μοναστήρι, μπήκαν σε αυτό ληστές, έκλεψαν ότι βρήκαν, τα φόρτωσαν στα ζώα τους κι' έφυγαν. Όταν επέστρεψε ο μοναχός και είδε γυμνωμένο το Μοναστήρι, ταράχθηκε. Αμέσως έτρεξε στο Ναό, που ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Νικόλαο, στάθηκε μπροστά στον προστάτη του Μοναστηριού άγιο και άρχισε να διαμαρτύρεται: «Άγιε μου Νικόλα, τι έγινε εδώ όταν έλειπα; Ήρθαν κακοί άνθρωποι και έκλεψαν το Μοναστήρι κι εσύ τους κοίταζες και δεν μιλούσες; Τι έκανες για να εμποδίσεις τους κλέφτες; Βλέπω ότι δεν έκανε τίποτα. Αμ' τότε δεν σου αξίζει αυτή η θέση που έχεις, αφού δεν προστάτεψες το Μοναστήρι. Θα σε βγάλω απ' εκεί». Κι' αμέσως ξεκολλά την εικόνα του αγίου από το τέμπλο, την βγάζει έξω από το Μοναστήρι, την ακουμπά σε ένα βράχο, επιστρέφει και κλείνει την πόρτα.
Δεν πέρασε μια ώρα και ακούει δυνατά χτυπήματα στην εξώπορτα. Ανοίγει και τι να δει. Οι ληστές με τα ζώα τους φορτωμένα με όλα τα κλεμμένα και να του λένε: Εμείς κλέψαμε το Μοναστήρι και καθώς φεύγαμε, τα ζώα μας περπατούσαν κανονικά, αλλά κάποια στιγμή σταμάτησαν και δεν προχωρούσαν. Τα χτυπούσαμε, τα τραβούσαμε, έμεναν ακίνητα, μόλις όμως γύριζαν πίσω έτρεχαν. Είπαμε, ότι όπως φαίνεται, ο Θεός θέλει πίσω τα κλεμμένα και στα φέραμε. Ο μοναχός πήρε τα πράγματα και καθώς έφευγαν οι ληστές, ευχαρίστησε το Θεό. Τότε θυμήθηκε την εικόνα του αγίου, πήγε στο βράχο που την είχε ακουμπήσει, την προσκύνησε και είπε: «Τώρα σε παραδέχομαι, Άγιε Νικόλα. Είσαι ο προστάτης του Μοναστηριού». Πήρε θριαμβευτικά την εικόνα του αγίου και την τοποθέτησε στη θέση της.
ΣΗΜ. ΟΟΔΕ: Ποιο λοιπόν είναι το συμπέρασμα από αυτήν την ιστορία; Ο σωστός τρόπος προϋποθέτει την αγιότητα του αγράμματου μοναχού. Δυστυχώς όμως, επειδή δεν υπάρχει αγιότητα σε όλον τον κόσμο, μερικές φορές για μερικούς, είναι ανεκτή και η καταφυγή στον 'Μωσαϊκό Νόμο'...
ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΥΠΟΜΟΝΗΣ

«Η αγία Υπομονή εμφανίσθηκε ως μοναχή σε κάτοικο των Αθηνών που εργαζόταν σε ταξί. Το σταμάτησε και ζήτησε να κατευθυνθεί προς το Λουτράκι. Ο ταξιτζής είχε καρκίνο του δέρματος στα χέρια του και βρισκόταν σε μεγάλη απελπισία.
Καθ' οδόν η μοναχή που φορούσε ένα κουκούλι με κόκκινο σταυρό τον ρώτησε: «Γιατί είσαι μελαγχολικός;» και εκείνος δεν δίστασε να ομολογήσει όλη την αλήθεια. Μετά τον ρώτησε αν θέλει να τον σταυρώσει για να γίνει καλά και εκείνος δέχθηκε. Σε λίγο όμως τον έπιασε υπνηλία και παρεκάλεσε την μοναχή να σταθούνε λίγο για να μην σκοτωθούνε. Είχαν φθάσει κοντά στα διόδια και εύκολα θα έβρισκαν άλλο ταξί αν εκείνη βιαζόταν. Κάθισε στην άκρη του δρόμου και τον πήρε ο ύπνος.
Όταν ξύπνησε διαπίστωσε ότι τα χέρια του είχαν γίνει καλά, αλλά η μοναχή είχε εξαφανιστεί. Ρώτησε τους ανθρώπους των διοδίων μήπως είδανε καμιά μοναχή εκεί κοντά, αλλά κανείς δεν την είχε δει. Τότε συγκλονισμένος γύρισε στο ταξί του και κατάλαβε ότι κάποια αγία ήταν κι' έγινε άφαντη. Κατευθύνθηκε μετά στον γιατρό του και του διηγήθηκε το περιστατικό. Την στιγμή εκείνη έπεσε το μάτι του σε μια εικόνα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του ιατρείου. Πετάχτηκε απ' το κάθισμά του και φώναξε: «Αυτή ήταν».
Σημειωτέον ότι η εικόνα ήταν της αγίας Υπομονής. Έτσι έμαθε ποια ήταν εκείνη που τον θεράπευσε και τον γλύτωσε και απ' την απελπισία. Το κουκούλι με τον κόκκινο σταυρό έδειχνε την καταγωγή πριν γίνει αυτοκρατόρισσα του Βυζαντίου και με αυτό το μοναχικό σχήμα τελείωσε και την επίγεια ζωή της. Εκ των υστέρων γίνηκε γνωστό ότι η ημέρα που γίνηκε το θαύμα ήταν 13 Μαρτίου, ημέρα που η αγία γιορτάζει».
Εικόνα της ευρίσκεται στην Ιερά Μονή οσίου Παταπίου στο Λουτράκι Κορινθίας και η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Υπομονής, επίσης, στις 13 Μαρτίου.
Δευτέρα 28 Μαΐου 2012
π. Σάββας Αγιορείτης Αόρατος Πόλεμος
Ομιλία του πατρός Σάββα από το Βιβλίο του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου "Αόρατος Πόλεμος" με Θέμα: Ποιον τρόπο χρησιμοποιεί ο Διάβολος για να μας πλανήσει.
Ακούστε παρακάτω την ομιλία..
Για τα παιδιά, έλεγε:"Όχι πίεση· μη τα σφίγγετε πολύ"
Για τα παιδιά, έλεγε:"Όχι πίεση· μη τα σφίγγετε πολύ". Κι επανελάμβανε το παράδειγμα με τα δεντράκια." Το μικρό δεντράκι το δένουμε με προσοχή στο πασσαλάκι μ' ένα κουρέλι ή βαμβακερή κλωστή, για να μην τραυματισθεί. Και αφήνουμε μπόσικα, για να έχει άνεση να μεγαλώνει. Έτσι και τα παιδια, να τα παίρνετε με το μαλακό, με το γλυκό, όσο είναι μικρά". Έλεγε να τα έχουμε κοντά μας με αγάπη , να τους μαθαίνουμε να έχουν μυστηριακη ζωή, τι σημαίνει Γέροντας, τι σημαίνει Εξομολόγηση. "Μεθαύριο, όταν μεγαλώσουν , ό,τι πήραν πιο μικρά, δε θα το πάει χαμενο". Έλεγε και το παράδειγμα με το κουρδιστήρι."Μην το κουρδίζετε τέρμα, μήπως σπάσει το ελατήριο. Έτσι και με τα παιδιά, μόλις βλέπετε ότι ζορίζονται να χαλαρώνετε το σφίξιμο". Όταν του έλεγαν ότι τα μεγαλύτερα παιδιά ξέφυγαν και έκαναν διάφορα , έλεγε΄:" Μή στεναχωριέστε. Λάσπη είναι αυτό. Αυτό δεν είναι κακό βαθειά, γιατι έχει περασμένο μίνιο απο μέσα. Δε σκουριάζει. Κάποτε θα πλυθεί η λάσπη , θα φύγει και δε θα έχει σκουριά.
Γέροντας Παΐσιος
Γέροντας Παΐσιος
Το καταφύγιο
Ἦταν χαρά Θεοῦ αὐτές οἱ μέρες στό χωριουδάκι, ὅπου πῆγαν γιά διακοπές. Τό σπιτάκι πάνω σέ ἕνα ὕψωμα πού ἀντίκριζε τή θάλασσα ἦταν ὅ,τι χρειάζονταν γιά νά ἠρεμήσουν καί νά ξεκουραστοῦν. Ἡ ἠρεμία σάν νά ἦταν ἐκεῖ ἐγκατεστημένη καί περίμενε τούς ἀνθρώπους, γιά νά τούς πεῖ ὅτι ἀκόμα ὑπάρχει σέ κάποιους ξεχασμένους ἀπόμερους τόπους, ὅπως αὐτόν πού τώρα βρίσκονταν. Ἡ φύση γύρω πλούσια σέ ποικιλία, καί ἀπό πάνω ἕνας βαθύς γαλάζιος οὐρανός, πού πήγαινε κι ἔσμιγε στόν ὁρίζοντα μέ τό γαλάζιο της θάλασσας, ἦταν μία ὀμορφιά πού καλοῦσε νά τήν ἀπολαύσεις μέ ὅλη τήν ὕπαρξή σου.
Γι’ αὐτό καί οἱ περίπατοι ἦταν στό καθημερινό πρόγραμμα καί πρώτη φορά κανείς δέν διαμαρτυρόταν γιά τό περπάτημα. Ἔτσι κι ἐκεῖνο τό ἀπομεσήμερο ξεκίνησαν νά πᾶνε στήν ἀνατολική πλευρά τοῦ τόπου, πού δέν εἶχαν ἀκόμη πάει. Τά τρία παιδιά εἶχαν βάλει διαγωνισμό, ποιός νά φτάνει στό ἑπόμενο σημεῖο, πού ἔβαζαν ὡς στόχο, πρῶτος καί οἱ γονεῖς ἀκολουθοῦσαν γρήγορα, γιά νά τά ἐπιβλέπουν. Ἔτσι, ξεμάκρυναν ἀρκετά.
«Κοιτάξτε ἐκεῖνο τό σύννεφο! Σάν ἄλογο πού τρέχει δέν εἶναι;», φώναξε κάποια στιγμή ἡ μικρή, πού πάντα ἡ φαντασία της κάλπαζε. «Λές νά ἔχουμε μπόρα;», εἶπε ἀνήσυχη ἡ μητέρα καί ἔκοψαν λίγο ταχύτητα. Τώρα κοίταζαν κάθε λίγο τόν οὐρανό. Ἡ μπόρα ναί, ἐρχόταν. Αὐτά τά σύννεφα πού μαζεύονται τόσο γρήγορα σάν νά φωνάζουν τό ἕνα στό ἄλλο νά βγοῦν ἀπό τούς ἀόρατους κρυψῶνες τους, πῶς κάλυψαν ἀπότομα τόν οὐρανό! Οἱ πρῶτες χοντρές ψιχάλες ἄρχισαν νά πέφτουν. Ἡ μικρή ἔπιασε φοβισμένη τό χέρι τοῦ πατέρα μέ τό πρῶτο μπουμπουνητό. Ὅλοι ἔνιωσαν ἀνήσυχοι. Δύσκολο καί ἴσως ἐπικίνδυνο νά βρίσκεσαι τόση ἀπόσταση μακριά ἀπό κάθε εἴδους σκεπή μέσα στήν καταιγίδα.
Αὐθόρμητα κοίταζαν ὅλοι γύρω, μήπως ὑπῆρχε κάποιο ἀσφαλές σημεῖο. «Νά ἕνα σπιτάκι!», φώναξε σάν νά ἔκανε τήν μεγαλύτερη ἀνακάλυψη ἡ μεγάλη κόρη καί ἀμέσως ὅλοι προχώρησαν πρός τήν κατεύθυνση πού τούς ἔδειξε. Καί ὁ ἀδελφός μέ ἱκανοποίηση, γιατί ἀνακάλυψε κι ἐκεῖνος κάτι, παρατήρησε ὅτι δέν ἦταν σπιτάκι, ἀλλά ἐκκλησάκι.
Οἱ στάλες τῆς βροχῆς πύκνωσαν κι ἦταν χοντρές καί κτυποῦσαν ὁρμητικές στίς πλάτες, στά κεφάλια… «Ἀνοῖξτε τό βῆμα σας», φώναζε ὁ πατέρας καί ἅρπαξε στήν ἀγκαλιά του τή μικρή, πού δέν μποροῦσε νά τρέξει ἄλλο. Τό μεγάλο ξέσπασμα τῆς μπόρας τούς βρῆκε στό ἐκκλησάκι. Μέ πόση ἀνακούφιση μπῆκαν ὅλοι μέσα! Ἔνιωθαν ὅτι μπῆκαν στόν πιό ζεστό καί φιλόξενο χῶρο. Ἕνα, «δόξα σοι ὁ Θεός» βγῆκε ἀπό τήν καρδιά τῶν γονιῶν. Ὅλα ἦταν σέ τάξη μέσα στό μικρό ἐξωκκλήσι. Ἦταν φανερό ὅτι κάποια ἤ κάποιες εὐλαβικές ψυχές τό φρόντιζαν τακτικά. Ἔξω ἡ βροχή ἔπεφτε ὁρμητική. Ἡ φύση σκοτεινίασε καί προκαλοῦσε φόβο μέ τίς ἀστραπές καί τίς βροντές. Ξαφνικά, ἕνας κρότος ἐκκωφαντικός ἀκούστηκε ἀρκετά κοντά. «Κεραυνός!», εἶπαν ὅλοι. Τά παιδιά μαζεύτηκαν κοντά στούς γονεῖς φοβισμένα, ἄλλα κι ἐκεῖνοι κοιτάχτηκαν ἀνήσυχοι.
«Νά ἀνάψουμε τό κεράκι μας καί θά μᾶς φυλάξει ὁ Θεός. Ἐκεῖνος ἄνοιξε τό σπίτι του καί μᾶς ἔβαλε μέσα, γιά νά μᾶς φυλάξει. Ἐδῶ εἴμαστε σέ ἀσφαλισμένο καταφύγιο. Νά κάνουμε ὅλοι τήν προσευχή μας καί σέ λίγο πού θά περάσει ἡ μπόρα θά πᾶμε στό σπίτι». Αὐτή ἡ σκέψη τῆς μητέρας ἔστρεψε τήν προσοχή ὅλων στό εἰκονοστάσι. Τό στοργικό βλέμμα τοῦ Κυρίου καί ἡ γλυκιά μορφή τῆς Παναγίας ἔδιωξαν τόν φόβο. Τό ἀναμμένο κεράκι, τό θυμίαμα πού βρῆκαν κι ἄναψαν, ἡ προσευχή, ζέσταναν τίς καρδιές. Ἔξω ἡ βροχή ἔπεφτε πιό ἤρεμα, ὥσπου ἔπαψε ἐντελῶς. Σέ λίγο ἕνα πανέγχρωμο οὐράνιο τόξο ὑπογράμμισε τήν ὀμορφιά τοῦ τοπίου καί ἔδωσε καινούργια χαρά σέ ὅλους. Ὁ δρόμος τοῦ γυρισμοῦ τούς φάνηκε ἀκόμα πιό ὄμορφος, ὅπως ὅλα ἦταν ξεπλυμένα ἀπό τή βροχή καί τά ρυάκια τοῦ νεροῦ ἔτρεχαν στίς κατηφόρες.
Πόσο ταιριάζει σέ τέτοιες περιστάσεις τό, «Κύριε, καταφυγή ἐγενήθης ἡμῖν» (Ψαλμ. πθ΄, 1). Καταφύγιο κυριολεκτικά, ἀλλά κυρίως πνευματικά, γίνεται ὁ Ναός, τό σπίτι τοῦ Θεοῦ καί μᾶς σκεπάζει στίς μπόρες τῆς ζωῆς. Οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι, πού ἀγάπησαν τόν Θεό καί γι’ αὐτό εἶχαν ἀνοικτή τήν καρδιά τους γιά νά νιώθουν τή δική Του ἀγάπη, αἰσθάνονταν ἔντονα τήν ἀνάγκη νά καταφεύγουν σ’ Αὐτόν, γιά νά προστατεύονται ἀπό τούς ποικίλους κινδύνους καί πειρασμούς.
Σέ καιρό θλίψεων, πού ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου νιώθει νά περισφίγγεται ἀπό τά κακά πού τή στενοχωροῦν, χωρίς νά φαίνεται πουθενά διέξοδος, μόνο ἡ πίστη, ἡ προσευχή καί ἡ πλήρης καταφυγή στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά ρίξουν φῶς στό σκοτάδι τῆς ζωῆς. «Σύ μου εἶ καταφυγή ἀπό θλίψεως τῆς περιεχούσης με» (Ψαλμ. λα΄, 7), ἀναφωνεῖ γιά τήν πολυτάραχη ζωή του ὁ Δαβίδ. Τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀποζητοῦσε καί ἔπαιρνε σέ κάθε δύσκολη περίσταση τῆς ζωῆς του. «Ἐγενήθης ἀντιλήπτωρ μου καί καταφυγή μου ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς μου. Βοηθός μου εἶ» (Ψαλμ. νη΄, 17 - 18). Κι ὅταν ὁ Χριστός περπατοῦσε στούς δρόμους τῶν ἀνθρώπων, τί ἄλλο ἦταν παρά καταφύγιο ὅλων τῶν πονεμένων; Σ’ Αὐτόν κατέφυγαν ὁ Ἰάειρος, ἡ Χαναναία, ἡ αἱμορροοῦσα, οἱ τυφλοί…, ὅλοι ὅσοι δέν εἶχαν καμιά ἐλπίδα ἀπό πουθενά.
Σέ καιρό ἀδιεξόδων καί πνευματικῶν κινδύνων, πού κανείς δέν ξέρει πῶς νά φυλάξει τόν ἑαυτό του καί τούς δικούς του, ὅταν ἄνθρωποι, καταστάσεις, πειρασμοί μᾶς ἀπειλοῦν, μόνο στόν Θεό μποροῦμε νά καταφύγουμε καί νά ἀσφαλιστοῦμε μέσα στήν παντοδύναμη παρουσία Του. «Γενοῦ μοι εἰς Θεόν ὑπερασπιστήν καί εἰς οἶκον καταφυγῆς τοῦ σῶσαί με. Ὅτι κραταίωμά μου καί καταφυγή μου εἶ σύ» (Ψαλμ. λ΄, 3 - 4). Ἰδιαίτερα, ὅταν ὁ ἐχθρός τῆς ψυχῆς μας ὁ διάβολος ἐντείνει τούς πειρασμούς του καί μᾶς πολεμᾶ, γιά νά μᾶς ρίξει σέ ἁμαρτίες καί νά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν δρόμο τῆς σωτηρίας, ἰσχυρή πρέπει νά βγαίνει ἀπό τήν ψυχή μας ἡ παράκληση, νά μᾶς βγάλει ἀπό τίς παγίδες του ὁ μόνος δυνατός. «Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, ὅτι πρός σέ κατέφυγον» (Ψαλμ. ρμβ΄ [142], 9).
Ἀλλά κι ἄν ἀργά, μετά τίς πτώσεις μας, θελήσουμε νά καταφύγουμε στόν Κύριο, γιά νά μᾶς λυτρώσει καί νά ξεκουράσει τίς ψυχές μας ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας, Ἐκεῖνος μέ ἀνοιχτή τήν πατρική ἀγκαλιά μᾶς καλεῖ νά πᾶμε κοντά Του, γιά νά μᾶς χαρίσει τήν ἀνάπαυση ἀπό τό βαρύ φορτίο. «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. ια΄, 28). Σ’ Αὐτόν δέν κατέφυγαν ὁ Ζακχαῖος, ὁ Λευί, ἡ πόρνη…;
Συχνά στή ζωή οἱ ἄνθρωποι νιώθουμε μόνοι, ἀκάλυπτοι. Παλεύουμε χωρίς ἀποτέλεσμα. Κάποιοι καταφεύγουν ἐκεῖ πού δέν θά ἔπρεπε, σέ ἀνθρώπους καί μέσα πού ὑπόσχονται ἀνακούφιση, διέξοδο, λύσεις… Αὐτά στό τέλος πληρώνονται πολύ ἀκριβά καί ὄχι μόνο δέν προσφέρουν λύσεις, ἀλλά καί ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια.
Κι ὅμως, ἔχουμε τόν Χριστό μας, πού ἔγινε ἄνθρωπος, ἦλθε ἀνάμεσά μας κι ἔγινε ὁ μέγας μεσίτης γιά μᾶς στόν οὐρανό. Ἔχουμε Ἀρχιερέα μέγα (βλ. Ἑβρ. δ΄, 14) κοντά στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἕτοιμο νά ἀκούσει τίς προσευχές μας. Κι ἐπειδή οἱ δικές μας προσευχές βγαίνουν ἀπό χείλη ἀκάθαρτα καί ἁμαρτωλές ψυχές, ἔχουμε πρόθυμη βοηθό τήν Παναγία μας, πού μεσιτεύει γιά μᾶς. «Πρός σέ καταφεύγω, τήν κεχαριτωμένην…», τῆς φωνάζουμε, γι’ αὐτό κι ἕνα ἀπό τά πολλά ὀνόματα πού τῆς ἔχουμε δώσει εἶναι, «Παναγία Καταφυγή». Κρίμα νά μήν τό γνωρίζουμε, νά μήν τό θυμόμαστε τίς ὧρες πού ἡ ψυχή ζητεῖ ἕνα καταφύγιο.
Ἄς μάθουμε νά φωνάζουμε μέ πίστη: «Κύριε, καταφυγή ἐγενήθης ἡμῖν». Τότε ὅσο κι ἄν διαρκοῦν οἱ μπόρες τῆς ζωῆς, ὅσο κι ἄν φυσοῦν οἱ ἄνεμοι τοῦ κακοῦ γύρω μας, στό τέλος θά μᾶς χαμογελάσει ὁ οὐρανός. Καί μετά ἀπό κάθε μπόρα τῆς ζωῆς μέ περισσότερη θέρμη θά τοῦ λέμε: «Ἀγαπήσω σε, Κύριε, ἡ ἰσχύς μου. Κύριος στερέωμά μου καί καταφυγή μου καί ρύστης μου» (Ψαλμ. ιζ΄, 2 - 3).
Εφραιμ ο...ταλαίπωρος!
Ο μοναχός αυτός συνήθιζε να ελεεινολογεί τον εαυτό του κι όταν τον ρωτούσαν «Τί κάνεις πάτερ Εφραίμ; Πώς πάει η πνευματική προκοπή Σημειώνουμε πρόοδο ή μένουμε στάσιμοι στις εξετάσει της Καλογερικής;» αυτός στερεότυπα απαντούσε: Τί να κάνω ο ταλαίπωρος; Μόνο αμαρτίες κάνω πατέρες.» Και επειδή έδινε πάντα την ίδια απάντηση, ο Γέροντας μου, ο οποίος τον αγαπούσε, όπως και κάθε αδελφό αγωνιζόμενο, για να τον δοκιμάσει αν από πραγματική ταπείνωση το λέγει αυτό ή από παλή συνήθεια, όταν μια μέρα σε κάποια εροταστική εκδήλωση, μετά απο τη θεία λειτουργία, ήταν όλοι οι πατέρες, τριάντα περίπου μοναχοί και παπάδες στο Αρχονταρίκι για το τυπικό κέρασμα στην είσοδο της αίθουσας αυτής καθόταν ο πατήρ Εφραίμ διστακτικός. Ο Γέροντας μου του φώναξε μπροστά σε όλους: «Έλα ταλαίπωρε και συ μέσα. Τί κάθεσαι έξω από την πόρτα;». Αυτός ο ευλογημένος μπήκε μέσα, αλλά είχε γίνει κατακόκκινος από ντροπή.
Την άλλη μέρα ο π. Εφραίμ ήρθε στο Κελλί μας στην Κερασιά, όπου τακτικά μας επισκεπτόταν, διότι κι αυτός μας αγαπούσε και πολλές φορές συμβουλευόταν το Γέροντα σε δύσκολα πνευματικά ζητήματα. Τότε ο Γέροντας μου ρώτησε τον πατέρα Εφραίμ:
- «Αδελφέ πως σου φάνηκε χθες που σε φώναξα μπροστά σε όλους «ταλαίπωρο»;
- «Τι να σου ειπώ σεβαστέ μου Γέροντα Ιωακείμ...Αισθάνθηκα τόση ντροπή και τέτοια προσβολή, σαν με φώναξες έτσι, που δάγκασα τη γλώσσα μου, για να μη παραφερθώ και εκφραστώ άσχημα. Αν δε σε αγαπούσα και σεβόμουν, ασφαλώς θα σε έβριζα»
Και ο γέροντας Ιωακείμ απάντησε:
- Βλέπεις αδελφέ πόσο εύκολα είναι κανείς να βρίζει και να εξευτελίζει τον εαυτό του μόνος του, αλλά πόσο δύσκολο και απαράδεκτο είναι να σε βρίζει και εξευτελίζει άλλος; Γι’ αυτό αγαπητέ μου πάτερ Εφραίμ, πρέπει να είμαστε έτοιμοι και να χαιρόμαστε όταν μας ταπεινώνουν οι άλλοι και μας βρίζουν, γιατί τότε έχουμε μισθό, όταν υπομένουμε τα εξευτελιστικά λόγια των άλλων, αρκεί να μην ανταποκρίνονται αυτά στην πραγματικότητα και να μην είναι αλήθεια. Τότε, αν τα υπομένουμε για την αγάπη του Χριστού θα έχουμε μισθό αιώνιο από το μισθαποδότη Δεσπότη Χριστό, όπως μας λέγει ο ίδιος στους Μακαρισμούς «Μακάριοι εστε, όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού» (Ματθ. ε΄11)
Ο π. Εφραίμ έφυγε από το Κελλί πολύ ευχαριστημένος για το μάθημα που οδηγεί το μοναχό στην ταπείνωση, τη βάση όλων των αρετών. Και από τότε έμεινε να αποκαλούν τον αδελφό αυτόν «ταλαίπωρο» κι εκείνος του λοιπού ευχαριστιόταν να το ακούει από όλους τους μοναχούς.
Έτσι διακρίναμε τον πατέρα Εφραίμ «ταλαίπωρο» από τον άλλο επίσης αγαπητό μας εν Χριστώ αδελφό μοναχό Εφραίμ, του Γέροντα Ιωσήφ Φραγκίσκου από τον Άγιο Βασίλη, τον οποίο επειδή ήταν απο την πολλη εγκράτεια αποξηραμένος και ισχνός στη σάρκα, αλλά δυνατός και πνευματώδης στη ψυχή, τον αποκαλούσαμε Εφραίμ τον «Σύρο». Ήταν και οι δύο εξίσου καλοί και ενάρετοι και έρχονταν τακτικά στο Κελλί μας και τους προμηθεύαμε διάφορα κηπευτικά και φρούτα.
Καλοί και ενάρετοι μοναχοί στα ησυχαστήρια του Αγίου Βασιλείου ήταν και ο γερο-Χερουβείμ, ο γερο-Ιωσήφ και ο γερο-παπα-Βαρθολομαίος με την ευλαβέστατη συνοδεία τους. Όλοι αυτοί αγωνίζονταν για την ψυχική σωτηρία και με τη χάρη του Θεού έγιναν ζωντανά παραδείγματα αρετής και πνευματικής προκοπής, με σημαντικές προόδους στη νοερά προσευχή και αφήκαν οι περισσότεροι διαδόχους που ακόμη επιδίδονται στην καλλιέργεια της νοεράς καρδιακής προσευχής με το να λέγουν ακατάπαυστα την ιερά ευχή, να ασκούνται στη θεοδώρητη ταπείνωση, την υπακοή και κάθε είδους αρετή.
«Πιστεύω στην Ορθοδοξία γιατί είναι η απόλυτα αναρχική θρησκεία»

Είναι από τους αγαπημένους ηθοποιούς του κοινού, και σε όποια σειρά κι αν έχει συμμετάσχει, έχει κάνει επιτυχία.
Ο λόγος για τον Άρη Σερβετάλη ο οποίος δήλωσε στην εφημερίδα Lifo: «Πιστεύω στον Θεό. Ο άνθρωπος είναι κατασκευασμένος ως λατρευτικό ον κι έχει το χάρισμα να αναρωτιέται για τα έξω από αυτόν. Πιστεύω στην Ορθοδοξία γιατί είναι η απόλυτα αναρχική θρησκεία. Γιατί σου λέει πως οτιδήποτε θέλεις να πεις στον άλλο πρέπει να το πεις πρώτα στον εαυτό σου. Αντί, για παράδειγμα, να σπάσεις μια βιτρίνα, πρέπει να σπάσεις πρώτα το καθεστώς που έχεις εσύ μέσα σου. Και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Νομίζω ότι μόνο έτσι μπορούμε να προχωρήσουμε στη ζωή μας και χωρίς Θεό είναι πολύ δύσκολα».
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΡΩΣΟΥ (VIDEO)

1) Αλλαγή των αμφίων.
“…Ο Άγιος ζητάει μόνος του να του αλλάξουμε τα άμφια. Τότε μπορούμε να ανοίξουμε και την λάρνακα. Η λάρνακα δεν ανοίγει όποτε εμείς θελήσουμε, αλλά όταν θέλει ο Άγιος.
Πως ειδοποιεί γιά την αλλαγή των αμφίων του; Νά, έρχεται π.χ. σε μιά καλή ψυχή και λέει στον ύπνο (σέ διάφορα μέρη, στην Ν. Υόρκη, στην Αυστραλία, στην Θεσσαλονίκη), έλα να... με χαιρετήσης, είμαι ο Ιωάννης από την Ρωσία’ έλα στην εκκλησία μου και να πης στον Ιερέα ήρθε ο καιρός να μου αλλάξουν τους χιτώνες. Έτσι έγινε το 1937, το 1955, το 1977 που έγινα αποδέκτης εγώ. Επήρα εγώ τίς πληροφορίες από πιστούς.
Το 2005 ξαναζήτησε ο Όσιος να γίνη αλλαγή αμφίων μετά 28 χρόνια που πέρασαν από το 1977.
Ο κ. Στυλιανός ξέρει ότι εδώ μαζί ξεκινήσαμε στον αγώνα. Μού είπε λευκανθήκαμε. Ο αγαπητός Στυλιανός ειναι πολλά χρόνια στον αγώνα, και να προσεύχεσθε γι’ αυτόν. Εγώ είμαι εδώ 43 χρόνια κληρικός και τρία χρόνια πρίν ως λαίκός, συνολικά 46 χρόνια και έχουμε δεί χιλιάδες και εκατομμύρια πιστούς να περνουν μπροστά από τον Άγιο Ιωάννη.
Τί έχουμε να μαρτυρήσουμε; Τί είδαμε στις αλλαγές; Το συγκλονιστικό είπαμε είναι ότι είδοποιεί ο ίδιος! Ετσι σε μιά κοπέλα είπε:
Να ‘ρθής να δής το μαξιλάρι μου που θα είναι γεμάτο δάκρυα. Κλαίμε για σας τους νέους. Προσευχόμαστε ιδιαίτερα γιά σας στο Θεό να σας στηρίξη.
Όταν το 1977 ανοίξαμε και είδαμε το μαξιλάρι όλο καθαρό ήταν, όμως εδώ δίπλα στούς

Είδαμε όλη την κεφαλή του Αγίου να κινείται, και ο Σεβασμιώτατος και οι ιερείς.
Συγκλονιστικό! Παίρνουμε την λάρνακα και ερχόμαστε σε δύο τραπέζια και βάζουμε τον Άγιο. Αυτό που σεβάστηκε ο ίδιος ο Θεός, ετίμησε και εχαρίτωσε και εδόξασε, που χάρισε το δώρο της αφθαρσίας ως την Β΄ Παρουσία…”
2) “Θεραπεία ασθενούς που έπασχε από “μυελογενή λευχαιμία.
…Μιά οικογένεια στην Αθήνα δέχτηκε ένα μεγάλο πλήγμα, το παιδί τους ο Βασιλάκης, Ε’ Δημοτικού, ξαφνικά έχασε το κέφι του, κλείστηκε στο σπίτι, άρχισαν εξετάσεις και διαπιστώθηκε «μυελογενής λευχαιμία», μετά από παρακέντηση που έγινε στην σπονδυλική στήλη. Αρχισαν οι χημειοθεραπείες, πέφτουν τα μαλλιά του παιδιού και πρέπει να έχη μεγάλη αντοχή κανείς. Έχανε το παιδί τίς δυνάμεις του.
Μιά βραδιά, μεσάνυχτα, φωνάζει την μητέρα του.
Μανούλα θέλω μιά χάρη. Να με πάτε στον Άγιο Ιωάννη τον Ρώσο.
Πως, παιδί μου, σκέφθηκες τον Άγιον αυτόν ανάμεσα σε τόσους Αγίους;
θυμάσαι που πήγαμε εκδρομή πέρσι; Είχαμε πάρει και το βιβλίο με την Ιστορία και τα θαύματά τον. Απόψε, μόλις τελείωσα να το διαβάζω, άκουσα μέσα μου μιά φωνή, σα να μου είπε’ έλα Βασιλάκη στην εκκλησία μου και θα σε κάνω καλά και σένα.
Ήρθανε. Το παιδί να βλέπατε πως προσπαθούσε να πιαστή από τη ζωή. Πήγε κοντά, προσκύνησε. Άνοιξε τα χεράκια του, προσευχόταν, κατόπιν βάζει το σκουφάκι και τη ζώνη του Αγίου. Και το πιό απλό αντικείμενο μπορεί να μεταφέρη την δύναμη του Θεού. Η μάνα του να κλαίη κοντά στο άγιο λείψανο, και τότε της λέει το παιδί:
Μανούλα μου μήν κλαίς! Μ’ εκανε καλά ο Άγιος Ιωάννης.
Πές μου, παιδί μου, πως;
Σταμάτησε το μούδιασμα στο σώμα και ο πόνος στη μέση μου και, εκτός από αυτό, ήρθε μέσα μου χαρά. Χαίρομαι που θα ξαναγυρίσω στο σχολείο μου.

Αυτά είναι πάνω από την επιστήμη, είναι στην σφαίρα της πίστεως. Να ευχαριστήσετε τον Άγιο γιατί το εξιτήριο το υπέγραψε ένας Άγιος.
Τον Ιούνιο τελείωσε το Δημοτικό ο Βασιλάκης και είναι όπως θέλη ο Θεός…”
3)Το λείψανο ίδρωσε στην λιτανεία του 2004.
Στο τέλος της λιτάνευσης του τιμίου λειψάνου του αγίου Ιωάννου του Ρώσσου το 2004, άφησαν όπως συνηθίζεται το τίμιο λείψανο πάνω σε μια εξέδρα, και όλος ο λαός, χιλιάδες προσκυνητές, πέρασαν από κάτω. Αυτό κράτησε ώρες. Στο τέλος, όταν κατέβασαν το τίμιο λείψανο παρατήρησαν πώς το γυαλί, στο μέρος πάνω από το πρόσωπο του Αγίου, είχε υγρανθή. Η εξήγηση που δόθηκε ήταν ότι ο άγιος ίδρωσε μεταφέροντας τις χιλιάδες, διαφορετικής εντάσεως και ποιότητος, προσευχές των προσκυνητών στον θρόνο του Θεού, όπως και ο ιδρώτας του Προσώπου του Χριστού έρρεε ως “θρόμβοι αίματος” κατά την προσευχή στην Γεθσημανή.”
4) Θεραπεία συγκύπτουσας γυναικός.
Ιδιαίτερη συγκίνηση προξενεί ένα ταπεινό μπαστουνάκι που παραστέκει δίπλα στην ασημένια λάρνακα του Αγίου. Βουβός μάρτυρας θαύματος. Προέρχεται από τη συγκύπτουσα γερόντισσα Μαρία Σιάκα από το Φρέναρος Αμμοχώστου (Κύπρο), η οποία στις 11.08.78 θεραπεύτηκε εκεί από τον Άγιο και με φωνή πνιγμένη από δάκρυα ευγνωμοσύνης του είπε: «Ίντα (τι) να σου δώσω, παλληκάρι μου; Άγιέ μου, είμαι φτωχιά, θα σου δώσω το μπαστούνι μου, διότι εν μου (δεν μου) χρειάζεται μέχρι να πεθάνω».
5) Παρουσία του Αγίου Στην Σερβία το 1999
Συγκινητική είναι και η παρουσία του Αγίου τον Μάρτιο του 1999 στη Σερβία. Όπως η υπέρμαχος Στρατηγός, η Παναγία μας, ενδυνάμωσε τους στρατιώτες μας το 1940, έτσι και ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος σε οράματα που πολλοί τον είδαν, τους βεβαίωσε: «Πηγαίνω στο Βελιγράδι, γιατί σφαγιάζεται η Ορθοδοξία». Και πράγματι· ντυμένος στρατιωτικά ο Άγιος ενίσχυε πολλούς Σέρβους την περίοδο εκείνη με τη θαυματουργική παρουσία του, όπως το κατέθεσαν αυτόπτες αξιόπιστοι μάρτυρες Σέρβοι.
6) Θαυμαστές κινήσεις του λειψάνου του Αγίου
Υπάρχουν φορές που το Ιερό λείψανο του Αγίου Ιωάννου του Ρώσσου δεν βρίσκεται μέσα στην λάρνακα του και αργότερα εμφανίζεται μέσα. Τούτο το βεβαιώνει ο προϊστάμενος του Ιερού Ναού καθώς και άλλοι. Μάλιστα, την ώρα που διαπιστώνεται πως ο Άγιος Ιωάννης δεν είναι μέσα στη λάρνακα, την ίδια ώρα έχει γίνει μια θαυμαστή ίαση κάποιου που τον επικαλέστηκε.
Άλλες φορές το Ιερό λείψανο του Αγίου «αλλάζει πλευρό»- θέση όπως είναι ξαπλωμένο, ενίοτε και μπροστά στον κόσμο-προσκυνητές- και ακούγεται θόρυβος από εκεί. Μάλιστα, μια από τις φορές που έγινε αυτό, το 1990, ήταν παρών και ο μακαριστός και όσιος γέροντας Ιάκωβος, ηγούμενος της Ιεράς μονής του Οσίου Δαυίδ στην Εύβοια ο οποίος για να καθησυχάσει τον κόσμο που τρόμαξε είπε: «Χριστιανοί μου μη

7) Συνομιλία με τον Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη.
Ο Γέροντας τακτικά επισκεπτόταν τον Άγιο Ιωάννη το Ρώσο: «Κάποτε,
έλεγε, πήγα και βλέπω τον Άγιο ζωντανό μέσα στη λάρνακά του. Του
λέω:
-Άγιε μου πώς περνούσες στη Μικρά Ασία, τι αρετές είχες και αγίασες;
Ο Άγιος μου απάντησε:
-Μέσα στην σπηλιά που ήταν στάβλος κοιμόμουνα και με τα άχυρα
σκεπαζόμουνα τον χειμώνα για να μην κρυώνω. Είχα και την ταπείνωση και την πίστη.
Σε λίγο μου λέει:
-Περίμενε, πάτερ Ιάκωβε, γιατί ήρθαν τώρα δύο άνθρωποι και με παρακαλούν για ένα παιδί άρρωστο. Περίμενε να πάω να το βοηθήσω.
Ξαφνικά άδειασε η λάρνακα γιατί ο Άγιος έφυγε. Σε λίγη ώρα ξαναγύρισε, δεν τον είδα πώς γύρισε, αλλά τον είδα να τακτοποιείται μέσα στη λάρνακά του σαν ένας άνθρωπος»!
ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ, ΤΟΥ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΥ

Ο βίος του Αγίου Ανδρέου συντάχθηκε από τον πρεσβύτερο Νικηφόρο της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, περί τα μέσα του 10ου αιώνος μ.Χ. (956 - 959 μ.Χ.), επί βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου.
Ο Άγιος Ανδρέας, ο διά Χριστόν σαλός, καταγόταν από την Σκυθία και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ' του Σοφού (886 - 912 μ.Χ.). Από παιδική ηλικία είχε πουληθεί ως δούλος σε κάποιον πρωτοσπαθάριο και στρατηλάτη της Ανατολής, ονομαζόμενο Θεόγνωστο, άνδρα ενάρετο και ευσεβή, ο οποίος τόσο αγάπησε τον μικρό Ανδρέα, ώστε τον μεταχειρίστηκε ως υιό του, φροντίζοντας για την επιμελή και θεοσεβή μόρφωση αυτού.
Τον Ανδρέα είλκυαν περισσότερο από κάθε άλλο τα ιερά γράμματα και ιδιαίτερα οι Βίοι και τα Μαρτύρια των αγωνιστών της Χριστιανικής πίστεως. Τέτοιος δε υπήρξε ο ζήλος του προς αυτά, ώστε αποκλήθηκε «σαλός» (μωρός), διότι ο ζήλος του αυτός τον ωθούσε πολλές φορές στο να υπομένει εμπαιγμούς, ταπεινώσεις και βαριές ύβρεις και να προβαίνει σε διαβήματα που κρίνονται ως ανισόρροπα και εκκεντρικά. Αλλά εκείνος υπέμενε τους εξευτελισμούς, παρηγορούμενος από το ότι πολλές φορές πετύχαινε να επαναφέρει στην ευθεία οδό παραστρατημένες υπάρξεις.
Αλλά ο Άγιος Ανδρέας διακρινόταν και για την φιλανθρωπία και την αγαθοποιία του. Όχι μόνο μοιραζόταν τα υπάρχοντά του με τους φτωχούς, αλλά προσέφερε ότι είχε και ο ίδιος έμενε νηστικός και γυμνός. σε εκείνους που τον παρατηρούσαν για τις υπερβολικές αγαθοεργίες του, υπενθύμιζε τους λόγους του Κυρίου «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων τών αδελφών μου τών ελαχίστων, εμοί εποιήσατε», και τους έλεγε ότι στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, και μάλιστα του πάσχοντος αδελφού, έβλεπε τον Χριστό.
Ο Άγιος, σε μία ολονύκτια Ακολουθία στο ναό των Βλαχερνών είδε τη Θεοτόκο στον ουρανό προσευχόμενη και σκέπουσα το λαό με το τίμιο ωμοφόριό της (1 και 28 Οκτωβρίου).
Κάποια ημέρα συνέβη κάτι παράδοξο στο θεράποντα του Κυρίου. Κατά την συνήθειά του, για να μην γνωρίζει κανείς την εργασία του στους προθάλαμους των εκκλησιών, όπου προσευχόταν, πορευόταν κρυφά προς το ναό της Πανυμνήτου Θεοτόκου, στην αριστερά στοά της αγοράς του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έτυχε, τότε, κάποιο παιδί να διέρχεται τη λεωφόρο, εκτελώντας διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος πήγαινε προς το ναό για να προσευχηθεί• το παιδί τάχυνε το βήμα του και τον πρόφθασε, χωρίς ο Όσιος να το αντιληφθεί. Όταν έφθασε προ των πυλών του ναού ο Ανδρέας, Θεού θέλοντος, εξέτεινε τη δεξιά του χείρα και αφού σφράγισε με το σημείο του τιμίου Σταυρού τις πύλες, αυτές ευθύς υποχώρησαν. Εισήλθε στο ναό και άρχισε τις προσευχές, μη γνωρίζοντας ότι κάποιος τον παρακολουθούσε. Το παιδί, το οποίο ακολουθούσε τον Όσιο, γνώριζε ότι ο άνθρωπος ήταν σαλός. Όταν τον είδε να ανοίγει αυτομάτως τις πύλες του ναού, έφριξε και κυριεύθηκε από τρόμο• έλεγε, λοιπόν, στον εαυτό του: «Ποιόν δούλο του Θεού οι κατά αλήθειαν μωροί σαλό ονομάζουν! Πόσο μεγάλος άγιος είναι, και εμείς οι ανόητοι αγνοούμε! Πόσους κρυφούς δούλους έχει ο Θεός και ουδείς γνωρίζει τα περί αυτών!».
Αυτά λογιζόταν το παιδί και πλησίασε, για να μάθει τί κάνει ο Άγιος εντός του ναού• βλέπει, λοιπόν, αυτόν προ του άμβωνος να κρέμεται στον αέρα και να προσεύχεται. Κατεπλάγη από το παράδοξο τούτο θέαμα και αναχώρησε, για να εκτελέσει την διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος τελείωσε την προσευχή του και έφυγε. Εξερχόμενος από το ναό, ασφάλισε πάλι τις θύρες με το σημείο του Σταυρού. Τότε αντιλήφθηκε την παρουσία του παιδιού και λυπήθηκε, επειδή κάποιος οικέτης έγινε θεατής των συμβάντων• ανέμενε την επιστροφή του παιδιού, για να του παραγγείλει να μην αποκαλύψει τα περί του Οσίου. Συνάντησε το παιδί και είπε: «Φύλαξε, τέκνον, όλα όσα είδες στον τόπο τούτο και θα έχεις το έλεος του Κυρίου του Θεού».
Μία ημέρα, προς το τέλος της αγίας Τεσσαρακοστής, ο λαός της βασιλευούσης των πόλεων, της Κωνσταντινουπόλεως, επευφημούσε τον Δεσπότη Χριστό μετά βαΐων και ύμνων. Βλέπει, τότε, ο μακάριος Ανδρέας, κάποιον γέροντα, ωραίο κατά την εξωτερική εμφάνιση, να εισέρχεται στο ναό της του Θεού Σοφίας. Πλήθος λαού τον ακολουθούσε, με βάια και σταυρούς, οι οποίοι έλαμπαν ως αστραπή• μελωδούσαν μέλος τερπνό, ηδύ και σωτήριο. Ο ένας στον άλλο παραχωρούσε το προβάδισμα και όλοι κατευθύνονταν προς τον άμβωνα. Ο γέροντας εκείνος κατείχε κινύρα και έκρουε τις χορδές συνοδεύοντας τους ψάλτες. Ο μακάριος ετέρπετο από το θέαμα και την ψαλμωδία• σκίρτησε και είπε: «Μνήσθητι Κύριε τού Δαβίδ καί πάσης τής πραότητος αυτού. Ιδού, ακούσαμε τήν Κυρία τήν Κυριοπρεσβεύτρια καί τήν ευρήκαμε όμοια πρός τή Σοφίαν τήν τερπνή».
Αυτά έλεγε ο Άγιος. Κάποιοι από τους παρευρισκόμενους σοφούς έλεγαν: «Πώς, σαλέ; Αναφέρεται στο στίχο αυτό του ψαλμού η Παναγία; Τί είναι αυτά τα οποία λέγεις;». και εξ αιτίας της άγνοιάς τους γέλασαν και αναχώρησαν. Ο μακάριος τα έλεγε αυτά επειδή είδε τον Δαβίδ με άλλους Προφήτες να έχουν έλθει εκεί.
Έτσι θεοφιλώς έζησε ο διά Χριστόν σαλός Άγιος Ανδρέας και κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία εξήντα έξι ετών. Ευθύς ευωδίασαν μύρα και θυμιάματα στον τόπο εκείνο, όπου άφησε το πνεύμα του ο Άγιος. Μία γυναίκα φτωχή, η οποία διέμενε πλησίον οσφράνθηκε την ηδύπνοο και ασύγκριτη ευωδία. την ακολούθησε, λοιπόν, αυτή και έφθασε στον τόπο εκείνο όπου έκειτο ο Άγιος. Βρήκε τον μακάριο νεκρό• ήδη δε ανέβλυζε μύρο από το τίμιο λείψανό του. Έτραξε, λοιπόν, και ανήγγειλε το θαύμα, επικαλούμενη με όρκο ως μάρτυρα τον Θεό. Πολλοί συγκεντρώθηκαν τότε, αλλά δεν βρήκαν το τίμιο λείψανο του Αγίου. Τους προκαλούσε κατάπληξη, όμως, η ευοσμία του μύρου και των θυμιαμάτων. Ο Κύριος, ο Οποίος γνωρίζει τα κρίματα εκάστου και τα απόκρυφα κατορθώματα του Αγίου, μετέθεσε το λείψανο του Αγίου.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι ο Άγιος Ανδρέας έγραψε πολλές προφητείες οι οποίες δεν εκδόθηκαν ποτέ και βρίσκονται στην Μονή Iβήρων.
Προσευχή του Αγίου Ανδρέου προ της μακαρίας κοιμήσεώς του
«Ο Πατέρας, ο Υιός καί τό Άγιο Πνεύμα, Τριάς η ζωοποιός καί ομοούσιος, σύνθρονος καί αμέριστος, παρακαλούμέν Σε οι πένητες, οι ξένοι, οι πτωχοί καί γυμνοί: οι μή έχοντες πού τήν κεφαλήν κλίναι: ένεκεν τού ονόματός Σου κλίνομεν τό γόνυ τής ψυχής καί τού σώματος, τής καρδίας καί τού πνεύματος καί δεόμεθά Σου καί ικετεύομέν Σε, τόν Θεόν, τό φοβερόν όνομα Σαβαώθ: αγαθέ καί άγιε Δέσποτα, πλαστουργέ, ποιητά, παντοκράτωρ κλίνον τό ούς σου καί πρόσδεξε ευμενώς τήν ικετήριον δέησιν ημών τών ταπεινών καί αξίωσόν μας νά αγιασθώμεν, εν τή δυνάμει καί τώ ονόματί Σου, Κύριε, οικτίρμον, ελεήμον, μακρόθυμε καί πολυέλεε. Ελθέ, Πατέρα, Υιέ καί Πνεύμα Άγιο: ελθέ, τό όνομα τού Πατρός τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος, μετά συμπαθείας διά τά παραπτώματά μας, τά εν λόγω ή έργω ή εν ενθυμήσει ή διανοία. Πάριδε καί άφες ταύτα αγαθέ, εύσπλαχνε, ελεήμον, πολυέλεε. Καί μή μάς καταισχύνης: μή μάς απορρίψης από τού προσώπου Σου: Σύ, ο Οποίος από αγάπην υπερβολικήν καί γλυκυτάτην φιλανθρωπίαν, κάμπτεσαι από τάς προσευχάς τών φίλων Σου».
Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!
Απολυτίκιο:
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Μωρίαν εκούσιον διά Χριστόν τόν Θεόν, επόθησας Όσιε, τόν σοφιστήν αληθώς, μωράνας καί ήνυσας, μέσον πολλών θορύβων, τόν αγώνα Ανδρέα: όθεν σε ο Δεσπότης, Παραδείσου πρός πλάτος, εσκήνωσε πρεσβεύειν υπέρ τών τιμώντων σε.
Σάββατο 26 Μαΐου 2012
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΐΣΙΟΣ:Η ΥΠΟΜΟΝΗ ΞΕΚΑΘΑΡΙΖΕΙ ΠΟΛΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

Αλλά, όσο οι άνθρωποι τον σπρώχνουν προς τα κάτω, τόσο ο Θεός τον ανεβάζει προς τα πάνω σαν τον φελλό, θέλει όμως πάρα πολλή υπομονή.
Η υπομονή ξεκαθαρίζει πολλά πράγματα. Αυτός που θέλει να ζήσει με αρετή και να είναι τίμιος στην δουλειά του, είτε εργάτης είναι είτε έμπορος είτε οτιδήποτε είναι, πρέπει να το πάρει απόφαση ότι, όταν αρχίσει την δουλειά του, θα φθάσει σε σημείο να μην έχει να πληρώσει λ.χ. ούτε τα ενοίκια, αν έχει μαγαζί, για να του έρθει η ευλογία του Θεού.
Όχι όμως να πηγαίνει με τον σκοπό: «Αν φθάσω μέχρις εκεί, μετά θα έχω πελατεία»! Να μην πάει με τέτοιο σκοπό, γιατί τότε ο Θεός δεν θα του δώσει.
Αλλά όταν πει: «Θα ζήσω κατά Θεόν, δεν θα κάνω αδικίες, θα πω ότι αυτό αξίζει πενήντα δραχμές και εκείνο διακόσιες δραχμές», ο Θεός δεν θα τον αφήσει. Κάποιος άλλος εν τω μεταξύ εκείνο που θα το δίνει αυτός πενήντα δραχμές, θα το δίνει πεντακόσιες δραχμές και θα πλουτίσει.
Τελικά όμως ο απατεώνας αυτός θα φθάσει σε σημείο να μην έχει να πληρώσει ούτε τα ενοίκια και θα το κλείσει το μαγαζί του, γιατί ο κόσμος πληροφορείται, ενώ σιγά-σιγά ο τίμιος δεν θα μπορεί να τα βγάλει πέρα από την πελατεία που θα έχει· θα παίρνει συνέχεια υπαλλήλους! Αλλά στην αρχή θα δοκιμασθεί. Ο καλός δοκιμάζεται στα χέρια των κακών· περνάει από τα λανάρια.
Όταν πάει κανείς με τον διάβολο, με πονηριές, δεν ευλογεί ο Θεός τα έργα του. Ό,τι κάνουν οι άνθρωποι με πονηριά, δεν ευδοκιμεί. Μπορεί να φαίνεται ότι προχωράει, αλλά τελικά θα σωριάσει. Το κυριότερο είναι να ξεκινά κανείς από την ευλογία του Θεού για ό,τι κάνει! Ο άνθρωπος, όταν είναι δίκαιος, έχει τον Θεό με το μέρος του.
Και όταν έχει και λίγη παρρησία στον Θεό, τότε θαύματα γίνονται. Όταν κανείς βαδίζει με το Ευαγγέλιο, δικαιούται την θεία βοήθεια. Βαδίζει με τον Χριστό. Πώς να το κάνουμε; Την δικαιούται. Όλη η βάση εκεί είναι. Από ’κει και πέρα να μη φοβάται τίποτε. Αυτό που έχει σημασία είναι να αναπαύεται ο Χριστός, η Παναγία και οι Άγιοι στην κάθε ενέργειά μας, και τότε θα έχουμε την ευλογία του Χριστού, της Παναγίας και των Άγιων μας, και το Άγιο Πνεύμα θα επαναπαύεται σ’ εμάς.
Η τιμιότης του ανθρώπου είναι το ανώτερο Τιμιόξυλο. Αν ένας δεν είναι τίμιος και έχει Τιμιόξυλο, είναι σαν να μην έχει τίποτε. Ένας και Τιμιόξυλο να μην έχει, αν είναι τίμιος, δέχεται την Θεία Βοήθεια. Και αν έχει και Τιμιόξυλο, τότε!…
Ποια είναι τελικά τα 7 θαύματα του κόσμου;
Μετά το τέλος του μαθήματος ο δάσκαλος ζήτησε από τους μαθητές του να κάνουν μια εργασία: Έπρεπε να γράψουν σε μια λίστα αυτά που κατά τη γνώμη τους ήταν τα σημερινά «επτά θάυματα του κόσμου». Όσα, δηλαδή, πίστευαν ότι υπερτερούν σε μέγεθος και αξία για τον άνθρωπο στη σύγχρονη εποχή. Το μυαλό όλων, βέβαια, -χωρίς να πολυσκεφτούν- πήγε αμέσως σε κτίρια και μνημεία που κατασκεύασαν σπουδαίοι άνθρωποι ανά τον κόσμο. Έτσι ο κάθε μαθητής ξεχωριστά ξεκίνησε την απαρίθμηση… Παρότι υπήρξαν κάποιες διαφωνίες μεταξύ των μαθητών, οι περισσότερες γνώμες των παιδιών έδειχναν να συγκλίνουν σε συγκεκριμένα «θαύματα» τα οποία αφορούσαν στα παρακάτω:
1. Οι πυραμίδες της Αιγύπτου
2. Το Τaj Mahal
3. To Grand Canyon
4. Το κανάλι του Παναμά
5. To Εmpire State Building
6. Η βασιλική του Αγίου Πέτρου
7. Το Σινικό Τείχος…
Αρκετά ικανοποιημένος ο δάσκαλος από τις γνώσεις των μαθητών του άρχισε να μαζεύει τα γραπτά τους. Τότε μόνο πρόσεξε -προς μεγάλη έκπληξη όλων- ότι μια μαθήτρια δεν είχε τελειώσει ακόμη το γράψιμο. Τη ρώτησε, λοιπόν, αν είχε κάποιο πρόβλημα με τη λίστα της.
Το κορίτσι απάντησε: «Nαι, έχω ένα μικρό πρόβλημα. Δεν μπορώ να αποφασίσω, γιατί είναι τόσα πολλά…»
Ο δάσκαλος απορώντας με την απάντησή της είπε: «Πες μας, λοιπόν, τι έχεις γράψει, για να δούμε αν μπορούμε να σε βοηθήσουμε.»
Το κορίτσι στην αρχή δίστασε, μα μετά διάβασε με θάρρος: «Πιστεύω τα επτά θαύματα του κόσμου είναι…
1. Να βλέπεις…
2. Να ακούς…
3. Να αγγίζεις…
4. Να γεύεσαι…
5. Να αισθάνεσαι…
6. Να γελάς…
και
7. Να αγαπάς…»
Η ησυχία στην αίθουσα ήταν τέτοια, που θα άκουγες και μια καρφίτσα αν έπεφτε…
1. Οι πυραμίδες της Αιγύπτου
2. Το Τaj Mahal
3. To Grand Canyon
4. Το κανάλι του Παναμά
5. To Εmpire State Building
6. Η βασιλική του Αγίου Πέτρου
7. Το Σινικό Τείχος…
Αρκετά ικανοποιημένος ο δάσκαλος από τις γνώσεις των μαθητών του άρχισε να μαζεύει τα γραπτά τους. Τότε μόνο πρόσεξε -προς μεγάλη έκπληξη όλων- ότι μια μαθήτρια δεν είχε τελειώσει ακόμη το γράψιμο. Τη ρώτησε, λοιπόν, αν είχε κάποιο πρόβλημα με τη λίστα της.
Το κορίτσι απάντησε: «Nαι, έχω ένα μικρό πρόβλημα. Δεν μπορώ να αποφασίσω, γιατί είναι τόσα πολλά…»
Ο δάσκαλος απορώντας με την απάντησή της είπε: «Πες μας, λοιπόν, τι έχεις γράψει, για να δούμε αν μπορούμε να σε βοηθήσουμε.»
Το κορίτσι στην αρχή δίστασε, μα μετά διάβασε με θάρρος: «Πιστεύω τα επτά θαύματα του κόσμου είναι…
1. Να βλέπεις…
2. Να ακούς…
3. Να αγγίζεις…
4. Να γεύεσαι…
5. Να αισθάνεσαι…
6. Να γελάς…
και
7. Να αγαπάς…»
Η ησυχία στην αίθουσα ήταν τέτοια, που θα άκουγες και μια καρφίτσα αν έπεφτε…
Ο ΤΑΚΤΙΚΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ

Ο τακτικός εκκλησιασμός δεν αποτελεί για τον πιστό μιαν απλή συνήθεια, ένα τυπικό θρησκευτικό καθήκον, μια κοινωνική υποχρέωση ή έστω μια ψυχολογική διέξοδο από τον ασφυκτικό κλοιό της καθημερινότητος.
Αντίθετα, με την προσέλευσή του στο ναό εκφράζει μιαν υπαρξιακή του ανάγκη. Την ανάγκη να ζήσει αληθινά, αυθεντικά. Να συναντήσει την Πηγή της ζωής του, το Δημιουργό του, και να ενωθεί μαζί Του.
Να εκφράσει την αγάπη και την ευλάβειά του στην Παναγία μας και στους Αγίους, του φίλους του Θεού. Να νιώσει δίπλα του τους πνευματικούς του αδελφούς.
Το σώμα και το αίμα του Χριστού, που μεταλαβαίνει στη θεία Λειτουργία, του χαρίζουν αυτή την πληρότητα, τον κάνουν να αισθάνεται «συμπολίτης των αγίων και οικείος του Θεού».
Έτσι, αναχωρεί από το ναό με τη δύναμη ν’ αντιμετωπίσει σύμφωνα με το θείο θέλημα και με την προοπτική της αιώνιας ζωής τη φθαρτότητα του καθημερινού του βίου.
: Ο δίκαιος ανταμείβεται και σ’ ετούτη την ζωήΓέροντας Παΐσιος Αγιορείτης

Έχω δει ψυχές που αδικήθηκαν, αλλά υπέμειναν την αδικία με καλούς λογισμούς και τους έλουσε η Χάρις σ’ αυτήν την ζωή. Πριν από πολλά χρόνια με είχε επισκεφθή ένας ευλαβής Χριστιανός, απλός και καλοκάγαθος, και με παρακάλεσε να ευχηθώ να φωτίση ο Χριστός τα παιδιά του, όταν ενηλικιωθούν, να μην γογγύσουν κατά των συγγενών για την μεγάλη αδικία που τους είχαν κάνει, και μου διηγήθηκε την υπόθεση.
Όπως είδα, ο άνθρωπος αυτός ήταν πραγματικά άνθρωπος του Θεού. Ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός από πέντε παιδιά της οικογενείας του και μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα τους συμπαραστάθηκε σαν καλός πατέρας στα αδέρφια. Εργάσθηκε σκληρά, απέκτησε και άλλη περιουσία, κτήματα κ.λπ. και αποκατέστησε τις δυό αδερφές τους. Παντρεύτηκαν και τα μικρότερα αδέρφια του, πήραν όλα τα καλά κτήματα, ελαιώνες κ.λπ. Και σ’ αυτόν άφησαν τα άχρηστα, τα άγονα, κάτι αμμουδιές. Στο τέλος παντρεύτηκε και αυτός και απέκτησε τρία παιδάκια. Ήταν ηλικιωμένος φυσικά και σκεφτόταν τα παιδιά του, όταν μεγαλώσουν, μήπως καταλάβουν την αδικία και γογγύσουν.
Μου έλεγε: «Εγώ δεν στενοχωριέμαι για την αδικία, γιατί διαβάζω το Ψαλτήρι. Ένα Κάθισμα το απόγευμα και δυό Καθίσματα πριν ξημερώση. Σχεδόν το έμαθα απ’ έξω το Ψαλτήρι. Κανένας Ψαλμός δεν λέει ότι οι άδικοι έκαναν προκοπή. Ενώ τους δικαίους τους σκέφτεται ο Θεός. Εγώ, Πάτερ μου, δεν λυπάμαι τα κτήματα που έχασα, αλλά λυπάμαι τα αδέρφια μου που χάνουν την ψυχή τους».
Έφυγε μετά ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος και με ξαναεπισκέφθηκε μετά από δέκα χρόνια περίπου, πολύ χαρούμενος, και με ρωτάει:
-Με θυμάσαι, Πάτερ, με θυμάσαι;
-Ναι, του είπα και τον ρώτησα πώς περνάει.
-Έγινα πλούσιος τώρα, μου απάντησε.
-Και πώς έγινες πλούσιος αδερφέ;
-Να, εκείνα τα άχρηστα χωράφια, οι αμμουδιές, πήραν μεγάλη αξία, γιατί ήταν παραθαλάσσια. Αυτήν την φορά ήρθα να μου πης τι να τα κάνω τα πολλά χρήματα που έχω.
-Να εξασφαλίσης τα παιδιά σου με ένα σπιτάκι και να κρατήσης μερικά χρήματα και για τις σπουδές τους, μέχρι να τακτοποιηθούν.
-Έχω και για τα παιδιά μου, μου λέει, αλλά πάλι είναι πολλά.
-Δώσε στους φτωχούς συγγενείς σου πρώτα και μετά σε άλλους φτωχούς.
-Έδωσα, Πάτερ, αλλά πάλι είναι πολλά.
-Δώσε, για να φτιάξουν τον Ναό του χωριού σου και τα εξωκκλήσια.
-Έδωσα, αλλά πάλι είναι πολλά.
Τότε του λέω:
-Θα εύχωμαι να σε φωτίζη ο Χριστός, για να κάνης καλωσύνες εκεί που υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη.
Μετά τον ρώτησα:
-Τι κάνουν τα αδέρφια σου; που βρίσκονται;
Ξέσπασε σε κλάμα και με λυγμούς μου απάντησε:
-Δεν ξέρω, Πάτερ μου, χάθηκαν και τα ίχνη τους. Είχαν πουλήσει τα κτήματα από το χωριό, ελαιώνες και χωράφια, και τώρα δεν ξέρω που βρίσκονται. Είχαν πάει πρώτα στην Γερμανία, μετά στην Αυστραλία και τώρα δεν ακούγονται.
Μετανόησα που τον ρώτησα για τα αδέρφια του, γιατί δεν ήξερα πως θα λυπηθή τόσο πολύ. Τον παρηγόρησα μετά και έφυγε ειρηνικός. Του είπα να ευχηθούμε και οι δυό να μάθουμε και γι’ αυτούς χαρούμενες ειδήσεις. Θυμήθηκα μετά τον Ψαλμό που λέει: “Είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου. Και παρήλθον και ιδού ουκ ην και εζήτησα αυτόν και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού” (Ψαλμ. 36, 35-36). Αυτό ακριβώς συνέβη με τα ταλαίπωρα αδέρφια του.
Χειρότερο πράγμα από την αδικία δεν υπάρχει. Οτιδήποτε κάνετε, κοιτάξτε νάχετε την ευλογία του Θεού.
Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης: Ο Ναός είναι το σχολείο της μετανοίας!
Ο ναός είναι ο επίγειος προθάλαμος του ουρανού, ο τόπος της συναντήσεως και συμφιλιώσεως του ανθρώπου με τον Πλάστη του, το θείο διδακτήριο που εκπαιδεύει και καλλιεργεί τους χριστιανούς για να καταστούν πολίτες του ουρανού, τους διδάσκει ουράνια ήθη, τους εμφυτεύει ουράνια βιώματα.
Αυτός είναι το σχολείο της μετανοίας, γι’ αυτό και τόσο συχνά ακούμε το «Κύριε ελέησον!», τη θρηνητική ικεσία του μετανοούντος αμαρτωλού, την κραυγή του πτωχεύσαντος ανθρώπου εξ αιτίας των αμαρτιών του.
Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης
Πῶς βίωνε τήν πίστη του στό Χριστό ὁ ἅγιος Νεκτάριος
ΠΩΣ ΒΙΩΝΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ
Η εικόνα αυτού που πιστεύει στον Χριστό Πόσο ωραία είναι η εικόνα του πιστού! Πόσο θαυμαστή η χάρη της! Το κάλλος της σε γοητεύει, το δε ύφος της εκφράζει την εμπιστοσύνη του πιστού προς τον Θεό. Η γαλήνη που είναι απλωμένη στη μορφή της εκφράζει την ειρήνη της ψυχής, η δε ηρεμία της την αταραξία της καρδιάς
Η χαραγμένη στο πρόσωπο του πιστού καλοσύνη, μαρτυρά την ήσυχη συνείδησή του. Ο πιστός εικονίζεται σαν άνθρωπος που έχει απαλλαγεί από την τυραννία των ασταμάτητων μερίμνων της ζωής, οι οποίες καταπονούν συνεχώς το πνεύμα και, επίσης, σαν άνθρωπος του οποίου η πεποίθησή του προς τον Θεό ζωγραφίζεται με ζωηρά χρώματα πάνω στα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
Αληθινά, ο πιστός εικονίζεται σαν άνθρωπος μακάριος και είναι μακάριος διότι κατέχει ήδη την πληροφορία για τη θεϊκή προέλευση της πίστης του και έχει πεισθεί για την αλήθεια της. Ο Θεός μίλησε μυστικά στην καρδιά του. Η θεία φωνή γέμισε την καρδιά του και η θεία ευφροσύνη την πλημμύρισε. Η καρδιά του και η διάνοιά του είναι αφοσιωμένες στον Θεό.
Η καρδιά του καίγεται από την αγάπη του Θεού και το πνεύμα του βιάζεται να ανυψωθεί προς τον Θεό.
Ο πιστός, έχοντας καταλύσει τα δεσμά του εγωισμού, τα οποία περιορίζουν ασφυκτικά την αγάπη του και δεν του επιτρέπουν να ενεργεί και να βλέπει πέρα από έναν μικρό ορίζοντα γύρω από τον εαυτό του, τινάχτηκε μακριά και λευτερώθηκε από τον τυραννικό ζυγό της δουλείας και του εγωισμού, καταργώντας την άθλια λατρεία τού εαυτού του.
Έτσι, ελεύθερος από τα δεσμά του, τρέχει παντού στη γη σε όλα τα σημεία του ορίζοντα, και σπεύδει όπου τον καλεί η αγάπη προς τον πλησίον. Κανείς πλέον δεν υπάρχει που να τον εμποδίζει, κανείς που να τον επηρεάζει. Οι ηδονές του κόσμου -που σαν ποτάμια κυλούν πάντοτε- και οι απολαύσεις των επίγειων αγαθών, δεν τον δελεάζουν πια.
Το είδωλο του εγωισμού του κατέπεσε και συντρίφτηκε και όσες θυσίες, προσφορές και θυμίαμα πρόσφερε μέχρι τώρα σ' αυτόν, στο εξής τα προσφέρει μόνο στον Θεό της αγάπης, που πλέον αγαπά και λατρεύει με όλη του την ψυχή.
Είναι αφοσιωμένος εξολοκλήρου, με την ψυχή και την καρδιά, στον αληθινό και ζώντα Θεό.Έτσι λησμονεί τον κόσμο και αμελεί μάλιστα συχνά και τη φροντίδα του ίδιου του σώματός του.
Το βλέμμα του ατενίζει προς τον Θεό, η δε καρδιά του Τον αναζητά ασταμάτητα. Το πνεύμα του καταγίνεται με τη μελέτη των έργων Του, η δε ψυχή του επαναπαύεται στη θεία πρόνοια του Δημιουργού.
Τα πάντα διεγείρουν στην καρδιά του πιστού καινούργια συναισθήματα. Ολόκληρη η δημιουργία μιλά με μυστική γλώσσα στην ψυχή του για τη σοφία και την αγαθότητα του θείου Δημιουργού της. Εντρύφημά του είναι η μελέτη των έργων του Θεού' και χαρά του αυτή που προκαλείται από την ενατένιση του κάλλους της δημιουργίας. Μελέτημα της καρδιάς του είναι όσα φανερώνουν τις θείες εικόνες του αγαθού πάνω στη γη, δηλαδή το αγαθό, η αλήθεια και η δικαιοσύνη.
Ευτυχία του, αληθινή και σίγουρη, είναι η παντοτινή και αδιάκοπη επικοινωνία με τον θείο Δημιουργό. Τα λόγια του Θεού είναι σαν μέλι γλυκό στο στόμα του. Αυτά μελετάει μέρα και νύχτα. Η καρδιά του καίγεται από την αγάπη του προς τον Θεό. Τρέχει προς Αυτόν και Αυτόν αναζητά μελετώντας τα δημιουργήματα. Ασταμάτητο έργο τουη κατά το δυνατόν τελειοποίησή του και διακαής επιθυμία του η ομοίωσή του με τον Θεό. Η αγάπη και η λατρεία του Θεού πλημμυρίζουν την πληγωμένη από τον θείο πόθο καρδιά του.
Ο δε ύμνος και η δοξολογία, η ευχαριστία και η ευλογία απευθύνονται με θέρμη και ακατάπαυστα από το στόμα του προς τον Θεό. Από τα χείλη του εξέρχεται σοφία, η δε καρδιά του είναι γεμάτη σύνεση και γνώση.Η ζωή του είναι δημιουργική και γεμάτη αρμονία. Ζει σπεύδοντας, με σκοπό και περίσκεψη, προς την τελείωση για την οποία και έχει πλασθεί, και απολαμβάνει άφθονη την ευδαιμονία που προέρχεται από την αγαθότητα του Θεού.
Ζει στη γη, αλλά η πολιτεία του είναι ουράνια. Δίχως να εξαντλείται στα προβλήματα της ζωής, ένα μέλημα έχει, μία μέριμνα: το να μην ασχολείται με τα πολλά, αλλά για το ένα και μόνο που έχει πραγματικά ανάγκη. Όλη του η φροντίδα στρέφεται στο πώς να εκπληρώσει τον θείο νόμο και για το πώς θα πράττει το αγαθό. Η κοινωνία των ανθρώπων, κάθε φυλής και έθνους, είναι κοινωνία αδελφών εξ αίματος και, γι' αυτό, επιθυμεί σφοδρά να επεκτείνει τις ευεργεσίες του προς όλους.
Χαίρεται με τις ευτυχίες τους και λυπάται για τις δυστυχίες τους. Όλη την ήμερα ελεεί και δανείζει,η δε δικαιοσύνη του μένει αιώνια. Η καρδιά του ελπίζει πάντα στον Κύριο, η δε ψυχή του είναι ήδη έτοιμη να παρουσιαστεί μπροστά στον Πλάστη της. Γεμάτος ελπίδα και θάρρος αναφωνεί μαζί με τον ψαλμωδό: «Κύριος εμοί βοηθός και ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος».
ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΡΠΟΥ

Ο Άγιος και Απόστολος Κάρπος έζησε επί βασιλείας Νέρωνα, 52 μ.Χ., και είναι ένας από τους εβδομήντα Αποστόλους. Επίσης, ήταν συνεργάτης του Αγίου και Αποστόλου Παύλου και απ' ότι μας αναφέρει η Β' προς Τιμόθεον επιστολή του (δ' 13), εργάστηκε για τη διάδοση του Ευαγγελίου στην Τρωάδα.
Αργότερα, έγινε Επίσκοπος στη Βάρνα της Θράκης, όπου με την Αγία του ζωή και το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, βοήθησε το ποίμνιό του με τις Θείες διδασκαλίες του... Στο έργο του ο Άγιος Κάρπος υπέστη πολλούς πειρασμούς και θλίψεις, που τις αντιμετώπισε με μεγάλη γενναιότητα και υπομονή.
Δε φοβόταν τους πόνους και τις κακοπάθειες, αλλά έμπαινε δυναμικά στη μάχη, χωρίς να υπολογίζει το θυμό και την οργή των τυράννων. Είχε κατασταλάξει μέσα του ο Λόγος του Κυρίου: «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε» (Ευαγγέλιο Ιωάννου, ιστ' 33.). Δηλαδή, εφόσον είστε μέσα στον κόσμο, θα έχετε θλίψη.
Ο Άγιος και Απόστολος Κάρπος παρέδωσε ειρηνικά την ψυχή του στον Κύριο.
Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!
Απολυτίκιο:
Ήχος γ'. Θείας Πίστεως.
Θείας χάριτος, τή κοινωνία, εκοινώνησας, δεσμών τώ Παύλω, θεομακάριστε Κάρπε Απόστολε, καί κοινωνούς θείας δόξης ανέδειξας, τούς δεξαμένους τό φέγγος τών λόγων σου. Όθεν πρέσβευε, Χριστώ τώ Θεώ πανεύφημε, δωρήσασθαι ημίν τό μέγα έλεος.
Παρασκευή 25 Μαΐου 2012
Γέροντας Παΐσιος:Πουθενά το Ευαγγέλιο δέν λέει να πιστεύω στον εγωισμό μου!
Ο άνθρωπος είναι μυστήριο ! Καί αν σέ έβαλαν νά κρίνεις νά σκεφθείς: "είναι αυτή η κρίση θεική ή είναι γεμάτη εμπάθεια ;"
Νά μήν έχετε εμπιστοσύνη στόν εαυτό σας ούτε στήν κρίση σας. Υπάρχει μέσα πολύς εγωισμός , όταν κανείς κρίνει. Εμένα μέ βάζουν νά κρίνω ένα θέμα καί ενώ δέν θέλω
Όταν πάω νά κάνω προσευχή , δέν νιώθω, ας υποθέσουμε, εκείνη τήν γλυκύτητα πού νιώθω άλλες φορές. Όχι ότι μέ πειράζει η συνείδησή μου γιά κάτι, αλλά γιατί έκρινα σάν άνθρωπος.... Όταν κανείς κάνει πνευματική δουλειά στον εαυτό του, όταν αγωνίζεται τότε φωτίζεται από τόν Θεό...Γι'αυτό και βλέπει μακριά. Ένας πού έχει μυωπία , από κοντά βλέπει τά πράματα καλά, αλλά μακριά δέν βλέπει. Καί ένας που δέν έχει μυωπία, έ, το πολύ-πολύ θά δεί λίγο μακρύτερα, αλλά καί αυτό δέν λέει τίποτε. Τά σωματικά μάτια είναι δύο‡ τά πνευματικά είναι πολλά....
Αν δεν εξαγνισθεί ο άνθρωπος, αν δέν έρθει ο θείος φωτισμός, όσο σωστή καί αν είναι η άλλη γνώση-αυτό βλέπω-είναι ένας ορθολογισμός καί τίποτε παραπάνω.Καί αν λείψει ο θείος φωτισμός , καί αυτά πού θά πούν καί θά γράψουν, δέν θά βοηθήσουν. Βλέπετε τό ψαλτήρι πού είναι γραμμένο μέ θείο φωτισμό, τί βαθιά νοήματα έχει! Μάζεψε αν θέλεις όλους τούς Θεολόγους, όλους τούς φιλολόγους, καί θά δείς ότι έναν ψαλμό μέ τέτοιο βάθος δέν μπορούν νά φτιάξουν! Ενώ ο Δαβίδ ήταν αγράμματος, αλλά βλέπεις καθαρά πώς τόν οδηγούσε τό Πνεύμα του Θεού.
Καί η Εκκλησία σήμερα ταλαιπωρείται , γιατί λείπει ο θείος φωτισμός καί καθένας πιάνει τά πράματα όπως θέλει. Μπαίνει καί τό ανθρώπινο στοιχείο καί δημιουργούνται πάθη καί αλωνίζει μετά ο διάβολος. Γι' αυτό δέν θά πρέπει νά ζητούν εξουσία οι άνθρωποι πού εξουσιάζονται από τά πάθη τους.
- Δηλαδή,γέροντα, πρέπει νά ζητούν επίμονα τόν θείο φωτισμό οι άνθρωποι ;
- Ναί , γιατί αλλιώς οι λύσεις πού δίνουν είναι ενέργεια του μυαλού. Δημιουργείται σύγχυση μετά!
Καί πάντα γιά κάθε τί πού σκέφθεσθε νά κάνετε, νά λέτε "άν θέλει ο Θεός", μήν πάθετε καί 'σείς ό, τι έπαθε κάποιος μιά φορά. Είχε αποφασίσει νά πάει στό αμπέλι του γιά δουλειά. Αύριο πρωΐ-πρωΐ, λέει στή γυναίκα του , θά πάω στό αμπέλι "Αν θέλει ο Θεός θά πάς", του λέει εκείνη. "Θέλει δέν θέλει ο Θεός, λέει εκείνος, εγώ θά πάω". Την άλλη μέρα ξεκίνησε νύχτα. Στόν δρόμο εν τώ μεταξύ πιάνει τέτοιος κατακλυσμός, πού αναγκάσθηκε νά γυρίσει πίσω. Δέν είχε φέξει ακόμη. Χτυπάει τήν πόρτα, "ποιος είναι;", ρωτά η γυναίκα του. "Αν θέλει ο Θεός λέει εκείνος ,ο άνδρας σου είμαι!" ...; Ο άνθρωπος , αν θέλει νά μή βασανίζεται , πρέπει νά πιστέψει στό "χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν", πού είπε ο Χριστός. Νά απελπισθεί δηλαδή από τόν εαυτό του μέ τήν καλή έννοια καί νά πιστέψει στήν δύναμη του Θεού. ...;Τότε βρίσκει τόν Θεό.
Οι πιό πνευματικοί άνθρωποι απελπίζονται μόνο από τό "εγώ" τους , διότι τό "εγώ" φέρνει στόν άνθρωπο όλη τήν πνευματική δυστυχία.
Ο Χριστός ζητούσε πρώτα τήν πίστη στήν δύναμη του Θεού καί ύστερα έκανε το θαύμα. "Αν πιστεύεις στήν δύναμη του Θεού, θά γιατρευθείς", έλεγε. Όχι όπως λένε λανθασμένα μερικοί σήμερα : " Ο άνθρωπος έχει δυνάμεις καί αν πιστεύει στίς δυνάμεις του, μπορεί νά κάνει τά πάντα"..: Νά πιστεύεις δέν λέει τό Ευαγγέλιο; Συμφωνούμε επομένως. "Ναί", ο Χριστός έλεγε "πιστεύεις;", αλλά εννοούσε: "Πιστεύεις στόν Θεό;" Πιστεύεις ότι μπορεί ο Θεός;"" Ζητούσε τήν διαβεβαίωση του ανθρώπου ότι πιστεύει στόν Θεό , καί τότε βοηθούσε.
Πουθενά τό Ευαγγέλιο δέν λέει να πιστεύω στον εγωισμό μου, αλλά να πιστεύω στόν Θεό, ότι μπορεί ο Θεός να με βοηθήσει, νά με θεραπεύσει. Αυτοί όμως τά παίρνουν ανάποδα καί λένε: ""Ο άνθρωπος έχει δυνάμεις καί πρέπει νά πιστεύει στόν εαυτό του". Τό νά πιστεύει κανείς στόν εαυτό του έχει έγωισμό ή δαιμονισμό.
- Μπορεί ένας άνθρωπος πού είναι έξυπνος , αλλά έχει πάθει, νά έχει σωστή κρίση ;
- Κατ'αρχάς νά προσέξει νά μήν πιστεύει στό μυαλό του, γιατί , αν είναι πνευματικός άνθρωπος, θά πλανηθεί καί, αν είναι κοσμικός, θά τρελλαθεί. Νά μήν πιστεύει στόν λογισμό του. Νά ρωτά , νά συμβουλεύεται, να αγιάσει τήν εξυπνάδα του. Καί γενικά όλα όσα έχει ο άνθρωπος , όλα νά τά αγιάζει. Όταν η εξυπνάδα αγιασθεί, βοηθά νά αποκτήσει κανείς τήν διάκριση. Ένας έξυπνος αν δέν αγιασθεί δέν έχει πνευματική διάκριση. Ένας πάλι από τήν φύση του απλός μπορεί έναν πλανεμένο νά τόν πάρει γιά άγιο καί έναν θηλυπρεπή νά τόν πάρει γιά ευλαβή!
Γέροντος Παισίου,
από τό βιβλίο "ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ"
Γέροντας Πορφύριος:Δεν κερδίζεις με το άγριο κανέναν!
Ένας φίλος δέχθηκε, όπως μου εκμυστηρεύθηκε, τη σκληρή συμπεριφορά εκ μέρους ανθρώπων αυστηρών αρχών, με αποτέλεσμα να εξουθενωθεί και να παρεξηγηθεί τελείως, ως προς τον χαρακτήρα του. Ο Γέροντας τον ανέπαυσε, διότι έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, πραγματοποιώντας πετυχημένη ψυχική ακτινογραφία του. Του είπε: «Είσαι καλός, ευαίσθητος, ήσυχος είσαι πρόβατο του θεού. Αλλά, όταν σε πάρουν με το άγριο, μαζεύεσαι, αντιδράς εσωτερικά, και τότε είναι που σε παρεξηγούν πολύ και δεν σε καταλαβαίνουν. Όταν όμως σε πάρουν με το καλό, φανερώνεις από μέσα σου τέτοια καλά πράγματα, που κάνεις τους άλλους να ξαφνιάζονται.
Οι άνθρωποι που σε παρεξήγησαν και σε πλήγωσαν δεν γνωρίζουν ούτε εκείνο τον παλιό μύθο, για τον άνεμο και τον ήλιο, που μάλωναν, ποιος είναι ο δυνατότερος κι έβαλαν στοίχημα, ότι όποιος βγάλει την κάπα του βοσκού, που εκείνη την ώρα ανηφόριζε το βουνό, θα είναι ο πιο δυνατός.
Φύσηξε, ξαναφύσηξε ο άνεμος, αλλά ο βοσκός κρύωσε και τυλίχθηκε πιο σφιχτά στην κάπα του. Βγήκε τότε ο ήλιος απ' τα σύννεφα, σκόρπισε γύρω καλοσύνη και θερμότητα, ζεστάθηκε ο βοσκός κι έβγαλε την κάπα του .Τότε ο ήλιος φώναξε στον άνεμο: «Είδες, ποιος απ' τους δυο μας είναι ο δυνατότερος;»
Και συμπέρανε ο π. Πορφύριος: Δεν κερδίζεις τον άνθρωπο με το άγριο, αλλά μόνο με την καλοσυνη!!!
Γέροντας Πορφύριος
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)